ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΑΖΙ ΕΚΑΝΑΝ ΣΤΑΧΤΗ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Του Γιώργου Σαββίδη*
Δεν είχα κλείσει τα τέσσερα χρόνια, όταν μια νύχτα έκαψαν φωτιές τα μάτια μου κι η καρδιά μου έσπασε από τρόμο. Φλεγόταν ο ουρανός κι η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μου. Ηταν η νύχτα που τα ναζιστικά βομβαρδιστικά ισοπέδωσαν το λιμάνι του Πειραιά και τις γύρω λαϊκές συνοικίες. Μέσα σε μια στιγμή η Δραπετσώνα σωριάστηκε σε ερείπια. Ούτε θυμάμαι πώς σωθήκαμε, πώς βγήκαμε από τις στάχτες.
Βρεθήκαμε ξαφνικά χωρίς σπίτι. Η αγκαλιά των δικών μου ήταν για μένα και για τη δίχρονη αδελφούλα μου, για πολύ καιρό, η στέγη μας. Ομως τα χάδια τους, όπως συνεχίζονταν οι βομβαρδισμοί, δεν ήταν αρκετά να γλυκάνουν τον φόβο μας. Ούτε όταν κάποτε βολευτήκαμε σε μια μισογκρεμισμένη αυλή, δίπλα από το εργοστάσιο του Παπαστράτου, πολλοί βομβόπληκτοι. Η πείνα και οι εκτελέσεις της Κατοχής μάς βάραιναν με νέο τρόμο. Τις νύχτες πεταγόμασταν αλαφιασμένοι από τον ύπνο, με τους βομβαρδισμούς των βρετανικών αεροπλάνων που αποτέλειωσαν το λιμάνι. Οι σειρήνες μάς κλέβανε τα όνειρα και μας καταπλάκωνε ο βροντερός βηματισμός των γερμανικών περιπόλων.
Σιγά σιγά σταθήκαμε γερά στα πόδια μας και σχηματίσαμε σχεδόν σ’ όλες τις γειτονιές τα «ξυπόλυτα τάγματα». Γίναμε τσιλιαδόροι των συνεργείων του ΕΑΜ, όταν σκόρπιζαν τις νύχτες στους δρόμους προκηρύξεις και ζωγράφιζαν στους τοίχους τις ελπίδες μας. Και συχνά σαλτάραμε στα γερμανικά φορτηγά να τ’ «αλαφρύνουμε» από τρόφιμα και ρεζέρβες. Θρηνούσαμε τους σκελετωμένους φίλους μας και πετάγαμε καμιά πέτρα στους γερμανοτσολιάδες. Αντρώναμε πολύ νωρίς!
Ηταν Πόντιοι και οι δύο γονείς μου, όπως όλοι οι συγγενείς μας στη Δραπετσώνα, και ως πρόσφυγες με την ανταλλαγή των περιουσιών δικαιούμασταν ένα σπίτι, που δεν μας είχαν δώσει. Και πλέον, δικαιούμασταν διπλά το σπίτι και ως βομβόπληκτοι. Με το πρόβλημα των κοινωνικών φρονημάτων, πέρασαν δέκα χρόνια για να μας στεγάσουν στις προσφυγικές πολυκατοικίες του Κερατσινίου. Ηταν πολύ μικρό, αλλά στα μάτια μας φάνταζε σαν παλάτι. Και δεν πήραμε ποτέ ούτε ένα μάρκο για το βομβαρδισμένο σπιτάκι της Δραπετσώνας.
Στην Κατοχή το 1942, τότε που γεννήθηκε μέσα στη χλιδή ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και σκόρπιζαν οι δικοί του την καταστροφή σ’ όλο τον κόσμο, το δικό μας «τάγμα», της πιτσιρικαρίας του Παπαστράτου, τρύπωνε στα χαλάσματα κι όταν περνούσαν Ιταλοί τραγουδάγαμε το «Κορόιδο Μουσολίνι». Το σόι μου τότε κι αργότερα στον Εμφύλιο έχασε πολλά παλικάρια. Τον νονό μου Θεμιστοκλή Δοματσόγλου, το γελαστό παιδί της Δραπετσώνας με το ακορντεόν. Τους θείους μου, Φιλάρετο και Παναγιώτη Χριστοφορίδη του ΕΛΑΣ Δραπετσώνας, και τον Δημήτρη Σαββίδη. Και σπαράξαμε όταν εκτέλεσαν στο Χαϊδάρι οι Γερμανοί τον αγαπημένο θείο μου Παύλο Ιωακειμίδη, διαφωτιστή του ΚΚΕ Πειραιά, αφού πρώτα του συνέθλιψαν τα γεννητικά όργανα και του ξερίζωσαν τα μάτια. Πολλά σπίτια θρηνούσαν για τα εκτελεσμένα παλικάρια τους. Σε κάθε εκτέλεση οι μικροί ορκιζόμασταν εκδίκηση.
Δεν είναι τυχαίο που όσοι επιζήσαμε από τη φρίκη της Κατοχής και του Εμφυλίου, οργανωθήκαμε στη ριζοσπαστική Αριστερά κι ελπίζουμε τώρα σε μια δικαίωση των ονείρων και των θυσιών μας. Οι συνοικίες άνοιξαν αποφασιστικά το βήμα τους και διεκδικούν μαζί με όλους τους εργαζόμενους πιο δυναμικά τα δίκια τους, κι ανάμεσά τους τις πολεμικές αποζημιώσεις από τους Γερμανούς. Ο πολύς Σόιμπλε μπορεί να λέει τα δικά του και να μας το ξεκόβει, αλλά και οι πρόγονοί του τα ίδια νταηλίκια έκαναν. Οι λογαριασμοί μας παραμένουν ανοιχτοί. Και μας χρωστάνε πολλά, σε αίμα και χρήμα…
*Πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ