Tρίτη ματιά
Tης Βένας Γεωργακοπούλου
Στην πολυκατοικία που έμενα κάποτε, στο Παγκράτι, ένας δαιμόνιος τύπος ερχόταν συχνά-πυκνά στης νύχτας τη σιγαλιά και ζωγράφιζε ένα τεράστιο σφυροδρέπανο στον τοίχο δίπλα στην πόρτα. Το σύνθημα από κάτω εναλλασσόταν. Ανάλογα με το πλάνο της γειτονικής ΚΟΒας τού ΚΚΕ Βύρωνα.
Με το εν λόγω σύμβολο δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αλλά το αγαπημένο μου σπιτάκι έχανε την ιδιωτικότητά του, γινόταν «μπάτε σκύλοι κι αλέστε». Κάθε φορά που βγαίνοντας και μπαίνοντας έβλεπα τον μουτζουρωμένο, τρισάθλιο τοίχο του, ανακάλυπτα, εγώ, η μάλλον ανεπρόκοπη, την αξία της τάξης και της καθαριότητας. Η ψυχική μου ισορροπία τραυματιζόταν. Ηθελα με πάθος να ζω σε μια παλιά, αλλά όμορφη πολυκατοικία. Οχι σε ένα υποβαθμισμένο δημόσιο κτίριο, που ο καθένας ξεσπάει πάνω του.
Στην αρχή οι ένοικοι αντιδράσαμε. Μα πόσες πια φορές να μαζέψουμε χρήματα για να ασπρίσουμε την πρόσοψη; Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε το κρυφτούλι με τον σφυροδρεπανάκια και εγκαταλείψαμε τους τοίχους μας στον οίστρο του. Περνούσαν και τα χρόνια. Το σπίτι μας γερνούσε. Οι κακοχυμένες μπογιές και τα συνθήματα υπογράμμιζαν τις ρυτίδες του. Μάτωνε η καρδιά μου να το βλέπω άσχημο, κακοποιημένο. Η μόνη μου ικανοποίηση ήταν ότι η θυσία του δεν έλεγε να φέρει ούριο άνεμο στα πανιά τού ΚΚΕ Βύρωνα και πάσης Ελλάδος.
Δεν ζω πια στο ίδιο σπίτι. Αλλά κάθε φορά που περνάω μου 'ρχεται να χαϊδέψω παρηγορητικά τους τοίχους του. Ολόκληρη πια έκθεση γκραφίτι χωράνε. Εγινε μόδα. Φίλοι μου ανεβάζουν καθημερινά στο facebook τα πιο έξυπνα σχέδια και συνθήματα που ανακαλύπτουν στους δρόμους και τις γειτονιές. Σιγά τα ωά. Η Αθήνα έχει μετατραπεί σε μια τεράστια γκαλερί βλακείας και χοντροκοπιάς. Δεν την αγαπάμε αυτή την πόλη. Βγάζουμε πάνω της όλα μας τα απωθημένα. Σαν να μας ανήκει.
Ηθελα να 'μπαινα στα σπίτια αυτών που δεν έχουν αφήσει γωνίτσα για γωνίτσα αλώβητη από τη μανία τους. Μα πώς ζούνε; Μέσα στη βρόμα; Δεν θέλω να το πιστέψω. Ξέρω πως ζω εγώ και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι σ' αυτή τη χώρα. Προσπαθούμε να κρατήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Στο σπίτι μας. Στα ρούχα μας. Φθαρμένα, αλλά καθαρά. Φτωχά, αλλά φροντισμένα. Τόσο δύσκολο είναι να μην αφήσουμε την κρίση να εξευτελίσει την Αθήνα; Τα κλειστά μαγαζιά, τα σπασμένα πεζοδρόμια, οι έρημοι δρόμοι, οι άστεγοι βαραίνουν περισσότερο μέσα στη μουτζούρα. Από κάπου θέλεις να πιαστείς και δεν βρίσκεις. Βιάζεσαι να χωθείς σπίτι σου. Να αφήσεις την εγκατάλειψη απέξω. Να γυρίσεις το κλειδί.
Διάβασα ότι ο Μπουτάρης ξεκίνησε δεκαήμερη εκστρατεία καθαρισμού μνημείων και γλυπτών από γκραφίτι. Είδα ότι η Ακαδημία Αθηνών ατενίζει πια καθαρή την Πανεπιστημίου. Ο τοίχος της προς τον πεζόδρομο το ίδιο χάλι έχει, αλλά λένε ότι θα 'ρθει και η σειρά του.
Λυπάμαι, αλλά μου φαίνονται όλα τόσο μάταια. Δεν έχω την αισιοδοξία και την πίστη τού Μπουτάρη ή των Αtenistas. Πόσο θα κρατήσει αυτή η ομορφιά; Μία μέρα; Μία βδομάδα; Και μια διμοιρία να βάλουν να τη φυλάει την Ακαδημία, οι ατσίδες με τα σπρέι θα ξανακάνουν γιούργια. Καρδαμωμένοι. Με περισσότερο κέφι. Αφιονισμένοι από τον μεγάλο, απλωμένο, καθαρό της τοίχο.
Γι' αυτό δεν περπατάω πια στο κέντρο. Πηγαίνω τρέχοντας. Κοιτώντας τις σπασμένες πλάκες. Τουλάχιστον σ' αυτές βρίσκω μια κάποια ομορφιά.