Pin It

Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*

 

Η Χρυσή Αυγή είναι ένα χοντροκομμένο ανέκδοτο που τείνει όμως να γίνει το πένθιμο εμβατήριο της δημοκρατίας μας. Αυτή καθαυτή η οργανωτική και πολιτική δύναμη του παλιού αλλά μέχρι χθες περιθωριακού αυτού γκρουπούσκουλου είναι φυσικά αστεία. Η πολιτική ισχύς ενός κόμματος δεν είναι συνάρτηση μόνο του αριθμού των ψηφοφόρων του. Εξίσου, αν όχι πιο σημαντική, είναι η ικανότητά του να εγγράφει καινούργια μέλη, να κινητοποιεί μαζικά τους υποστηρικτές του, να διαθέτει προσβάσεις στους οικονομικά ισχυρούς, να περιβάλλεται από σοβαρούς οργανικούς διανοούμενους, να συμμετέχει ενεργά στη μάχη της ιδεολογικής ηγεμονίας. Παρότι μπήκε στη Βουλή και πήρε τη σχετική επιχορήγηση, η Χρυσή Αυγή παραμένει σε μια προ-πολιτική κατάσταση. Στο επίπεδο του ιδεολογικού λόγου, τα επιχειρήματά της όταν δεν είναι εντελώς χοντροειδή, υποκαθίστανται από υβρεολόγιο γυμνασιακού επιπέδου, ενίοτε και από σφαλιάρες. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία της είναι βέβαια πασίδηλα, αλλά κι εκεί ακόμη, απόψεις μελών της που ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να απαγορευτεί η τεκνοποιία σε ψυχικά ασθενή άτομα δεν βρίσκουν απήχηση ούτε καν στη λούμπεν κοινωνική της βάση. Η μόνη κάπως στιβαρή αναφορά τού κόμματος είναι ο ίδιος ο αρχηγός της, η μακρά θητεία του οποίου στον ελληνικό ακροδεξιό χώρο τού έχουν προσδώσει σημαντική πείρα σε θέματα προπαγάνδας. Μόλις όμως ακούσει κανείς τα υπόλοιπα μέλη να εκφράζονται, δύσκολα γλιτώνει τον πονοκέφαλο. Τέτοιος βαθμός αγραμματοσύνης δεν αντέχεται, καμιά φορά ούτε και από αυτούς που τους ψήφισαν.

 

Κι αν είναι τόσο ποταπή η Χρυσή Αυγή, τότε γιατί μας προξενεί τόσο φόβο; Οι λόγοι δεν έχουν, νομίζω, να κάνουν με την ίδια.

 

Πρώτον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, με την εξαίρεση ορισμένων προσώπων μόνο, πολύ λίγο δείχνει να ανησυχεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη δημοκρατία όταν ένα τέτοιο «κόμμα» δρασκελίζει την πόρτα του Κοινοβουλίου. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι διαρκείς παρεκτροπές των βουλευτών της Χρυσής Αυγής εντός της Βουλής. Η Βουλή ως θεσμός δεν έχει κάνει σχεδόν τίποτα για να περιθωριοποιήσει ένα κόμμα που δείχνει εξαρχής με κάθε τρόπο πόσο την έχει γραμμένη στα παλαιότερα των υποδημάτων της. Θα περίμενε κανείς από όλες τις υπόλοιπες κοινοβουλευτικές ομάδες να έχουν π.χ. συμφωνήσει ότι θα αποχωρούν σύσσωμες από τον χώρο των συνεδριάσεων της ολομέλειας ή των επιτροπών, κάθε φορά που μιλά κάποιος βουλευτής τής Χρυσής Αυγής, αφήνοντάς τον να απευθύνεται στους μόνους ισότιμους συνομιλητές του: στα ντουβάρια. Θα δήλωναν έτσι με σαφή τρόπο ότι μπορεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα να ανέχεται ακόμη και τους δεδηλωμένους εχθρούς του στο Κοινοβούλιο.

 

Το πρόβλημα είναι ωστόσο ότι η ίδια η ιδέα της δημοκρατίας και η διαφύλαξή της μοιάζουν να απασχολούν όλο και λιγότερο την πολιτική μας ελίτ. Η άποψη ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία βρισκόμαστε, μπορεί να δικαιολογεί κάθε είδους παραβίαση των δημοκρατικών διαδικασιών από την πλευρά της εξουσίας και κάθε είδους ανομικές συμπεριφορές από την πλευρά των πολιτών, είναι το καλύτερο χαλί που μπορεί να στρώσει το πολιτικό σύστημα και οι οψίμως «αγανακτισμένοι» σε αυτούς που ετοιμάζουν σχοινί για να τους δέσουν χειροπόδαρα.

 

Δεύτερον, όσον αφορά το ύφος της ρητορικής τους, το ήθος τους, τον βαθμό αξιοπρέπειάς τους εντέλει, είναι όλο και πιο πολλοί οι βουλευτές από τα υπόλοιπα κόμματα που «χρυσαυγίζουν». Φυσικά, τα ίδια τα επιχειρήματά τους μπορεί να διαφέρουν, αλλά στις σημερινές δημοκρατίες του συναισθήματος οι πολίτες δεν δίνουν τόση σημασία στο τι λέγεται, όση στον τρόπο με τον οποίο εκφέρεται ο λόγος και στην αξιοπιστία εκείνου που τον εκφέρει. Και δυστυχώς, υπάρχουν όλο και περισσότεροι βουλευτές σήμερα που συναγωνίζονται επάξια τον Κασιδιάρη στα παραληρήματά του.

 

Τρίτον, τα ΜΜΕ που έχουν αναλάβει στις σύγχρονες δημοκρατίες τη διαμεσολάβηση του πολιτικού λόγου, πολύ λίγο έχουν συνειδητοποιήσει τι φίδι εκτρέφουν στον κόρφο τους. Αμέσως μόλις μπήκε στη Βουλή το κόμμα αυτό, τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια που διακατέχονταν ήδη από μια κιτς αντίληψη των πραγμάτων είδαν στη Χρυσή Αυγή ένα νέο εξωτικό πτηνό, το οποίο θα μπορούσε να φέρει τηλεθέαση, και πολύ λιγότερο τις πολιτικές του διαστάσεις. Η μακριά κώμη τού τάδε και τα γυμνασμένα μπράτσα του δείνα έγιναν το προσφιλές παιχνίδι τηλεδημοσιογράφων που περισσότερο θυμίζουν κομπέρ κακών παραστάσεων. Οταν αυτή είναι η κυρίαρχη κουλτούρα στα ΜΜΕ, δεν είναι δύσκολο να θρονιαστούν οι χρυσαυγίτες σε prime time εκπομπές, ακόμη και υποτιθέμενων σοβαρών καναλιών. Πιο ανίκητη από τη βλακεία είναι, αλίμονο, η ιδιοτέλεια.

 

Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε ότι στον κυκεώνα της κρίσης η Χρυσή Αυγή εκτοξεύτηκε από το 0,29% στο 7%, κυριολεκτικά σε μια νύχτα, χωρίς να κάνει τίποτα γι' αυτό. Αν συνέβη είναι διότι κάποιοι συμπολίτες μας συμμερίζονται όντως ορισμένες από τις επικίνδυνες ιδέες της και τον αντιδημοκρατικό ακτιβισμό της -μάλλον όμως πρόκειται για τους λιγότερους. Ενα άλλο, αριθμητικά μεγαλύτερο, είναι τόσο οργισμένο που βρίσκει σε αυτή την τυχοδιωκτική ψήφο έναν τρόπο για να τιμωρήσει το πολιτικό σύστημα που «μας έφερε ως εδώ». Κι ένα τρίτο είναι βαθιά απολιτικό, αγνοεί τις συνέπειες της ψήφου του και κάνει απλώς την «πλάκα» του. Το αναπάντεχο αυτό δώρο προσπαθεί να το αξιοποιήσει η Χρυσή Αυγή, καταφέρνοντας ώς τώρα να μένει στο παιχνίδι της δημοσιότητας. Αλλά όσο αυτοκαταστροφικοί και αν είναι κάποιοι ψηφοφόροι, το πρόβλημα είναι της δημοκρατίας μας και των θεσμών της. Καθήκον των δημοκρατικών θεσμών και της δικαιοσύνης είναι να επινοήσουν εκ νέου τους εαυτούς τους, να επανακτήσουν την αξιοπιστία που έχουν χάσει. Μόνο τότε η Χρυσή Αυγή θα ξαναγίνει η περιθωριακή οργάνωση λίγων γραφικών που πιστεύουν στον Δία και την Ηρα, και ψαχουλεύουν ναζιστικά ενθύμια στα σαββατιάτικα γιουσουρούμ της πόλης.

 

……………………………………………………………..

 

*Ο Δ. Π. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο ΤΕΙ Καλαμάτας και Γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας

 

 

Scroll to top