Του Γιώργου Πλειού*
Αν διαβάσει κανείς τις δηλώσεις Γερμανών αξιωματούχων και τις αποφάσεις γερμανικών πολιτικών/οικονομικών οργάνων, δεν θα συναντήσει εύκολα τον ισχυρισμό ότι θέλουν μια γερμανική Ευρώπη, μια Ευρώπη που να διοικείται από Γερμανούς, να μιλά και φέρεται Γερμανικά, ή να στέλνει φόρους στη Γερμανία. Από την άλλη, θα συναντήσει είτε υπερβολικές (π.χ. απόψεις περί Δ΄ Ράιχ) είτε ψύχραιμες αναλύσεις, που διαπιστώνουν τη «γερμανοποίηση» της Ευρώπης, δηλαδή την οικονομική και πολιτική λειτουργία των χωρών της Ευρώπης σύμφωνα με τις επιθυμίες των Γερμανών ηγετών, με τη στήριξη μεγάλης μερίδας της γερμανικής κοινής γνώμης.
Στην πραγματικότητα, αυτό αφορά όχι όλη την Ευρώπη, αλλά τις χώρες της ευρωζώνης. Και εδώ μάλλον βρίσκεται το κλειδί προκειμένου να κατανοήσει κάποιος γιατί συμβαίνει και αν είναι δυνατή μια γερμανική Ευρώπη. Η ΟΝΕ και το ευρώ χτίστηκαν πάνω στο Σύμφωνο Σταθερότητας και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Δηλαδή, στη βάση μιας ένωσης εθνικών κρατών που, ωσάν εταιρείες, λειτουργούν με τις απαιτήσεις του «νεοφιλελεύθερου προτάγματος». Καμιά άλλη της Ε.Ε. χώρα με τέτοιο πληθυσμιακό και οικονομικό μέγεθος δεν τις υιοθέτησε σε τέτοια έκταση όσο η Γερμανία.
Ομως είναι λάθος να νομίζει κάποιος ότι οι απαιτήσεις της Γερμανίας προς τις χώρες της ευρωζώνης προέρχονται από ένα οικουμενικό νεοφιλελεύθερο πρόταγμα. Προέρχονται εξίσου και από τον δικό της οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πολιτισμό. Είναι απαιτήσεις της γερμανικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού. Οι αλλαγές που επέτρεψαν στη Γερμανία τη σημερινή οικονομική της ανάπτυξη είναι πολλές. Ενδεικτικά, είναι η εξατομίκευση της οργάνωσης της εργασίας και της εκπαίδευσης–επιλογή επαγγέλματος από πολύ μικρή ηλικία, εξατομίκευση και οικονομικός εξορθολογισμός της κοινωνικής πρόνοιας και κάθε σχεδόν ψυχαγωγικής–καταναλωτικής δραστηριότητας, κοσμικός προτεσταντισμός στην καθημερινή ζωή κ.ά., σε συνδυασμό με αλληλεγγύη οργανωμένη από το κράτος, δημόσιες υπηρεσίες και κοινωνικούς φορείς. Αυτό που επέτρεψε το σύγχρονο «γερμανικό θαύμα» ήταν η νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση της προηγούμενης «κοινωνικής» Γερμανίας. Εδώ, η πολιτική θεμελίωση του κοινωνικού κράτους αντικαταστάθηκε από μια πολιτιστική (κοσμική νεοκαλβινιστική) νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησής του. Αυτό το «θαύμα» ευνοήθηκε από την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και του ευρώ, και αντιστρόφως. Το υπαρκτό ευρώ είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της σημερινής Γερμανίας (και άλλων χωρών με παρόμοιες κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις) όπως η Γερμανία είναι το προϊόν του σημερινού ευρώ. Το ευρώ δεν είναι απλά ένα νόμισμα στην τσέπη μας, αλλά ένα σύνολο οικονομικών σχέσεων και κανόνων που διέπουν αυτές τις σχέσεις σε ορισμένο κοινωνικό περιβάλλον, και τίθενται σε εφαρμογή κάθε φορά που το βγάζουμε απ’ αυτήν.
Είναι προφανές ότι η Γερμανία επιθυμεί το ευρώ, όχι όμως οποιοδήποτε ευρώ, αλλά το υπαρκτό, εκείνο που συνέβαλε στην οικονομική της γιγάντωση, και αυτό θέλει πάση θυσία να το προστατέψει. Είναι η κότα που κάνει τα χρυσά αυγά της. Για να το πετύχει επιδιώκει να επιβάλλει παντού εκείνες τις προϋποθέσεις που συνέβαλαν στην επιτυχία και της δικής της έθνους-εταιρείας. Κι εδώ γεννιέται το πρόβλημα. Η Γερμανία προσπαθεί να εξαγάγει ένα μοντέλο που δεν είναι απλώς νεοφιλελεύθερο αλλά γερμανικό νεοφιλελεύθερο. Επιχειρεί να επιβάλλει σε άλλες χώρες της ευρωζώνης ένα μοντέλο που ακόμα και αν είναι αποδεκτό ως νεοφιλελεύθερο, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες εκεί είναι ακατάλληλες να το φιλοξενήσουν. Μόνο μια μικρή ελίτ αυτών των χωρών, απόλυτα εξαρτημένες και παρασιτικές μπορούν να το ακολουθήσουν, και μόνο με δημοκρατικό τρόπο δεν μπορούν να το επιβάλλουν. Οι χώρες του Νότου και η ιδιαίτερα η Ελλάδα, με την έντονη παρουσία της μικρής ιδιοκτησίας, τη σημαντική θέση της οικογένειας στην οικονομική ζωή, την εκπαίδευση κ.λπ. των μελών της, την ισχυρή θέση της παράδοσης στον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων κ.ά. είναι ένας αφιλόξενος τόπος για το γερμανικό μοντέλο.
Αν η Γερμανία θεωρεί ότι το μοντέλο της είναι οικουμενικό ή έστω πανευρωπαϊκό τότε έρχεται σε σύγκρουση με τη δική της εμπειρία, αλλά και τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις σε άλλες χώρες (Χιλή, Τουρκία, Η.Β., ΗΠΑ κ.λπ.). Αν, πάλι, θεωρεί ότι είναι προϊόν της δικής της εμπειρίας, τότε πρέπει να σκεφτεί καλά αν μπορεί να το επιβάλλει αλλού χωρίς διαρρήξει την ενότητα της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Διότι ακόμα και η επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος, λ.χ. του Συμφώνου Σταθερότητας, απαιτεί διαφορετική προσέγγιση στις διαφορετικές χώρες-εταιρείες. Σε κάθε περίπτωση, αν η Γερμανία συνεχίσει την παρούσα πορεία διακινδυνεύει μια διπλή σύγκρουση. Πρώτον, μια διαίρεση στο εσωτερικό των επαπειλούμενων χωρών του Νότου και, δεύτερον, μια νέα διαίρεση της Ευρώπης. Τότε ίσως ενεργοποιήσει την ανάμνηση των δυο παγκοσμίων πολέμων όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στο εσωτερικό της. Με άλλα λόγια, από μια Γερμανική Ευρώπη περισσότερο απ’ όλους ίσως κινδυνεύει η ίδια η Γερμανία.
…………………………………………………………
*Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ιστορικό Ροής
Εκτύπωση
Επιστροφή