ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ο 24χρονος ηθοποιός που κέρδισε φέτος το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, αν και εντελώς αντίθετος ως χαρακτήρας από τον ήρωα της ταινίας «Το Αγορι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου, την κρατάει όλη στους ώμους του. Με την εύθραυστη ομορφιά του και τα πελώρια μάτια του γίνεται ένα παιδί που πεθαίνει της πείνας, αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ζητήσει βοήθεια
Της Βένας Γεωργακοπουλου
Είναι πανέμορφος, με τεράστια μάτια και εκφραστικό πρόσωπο. Ενα παιδί 24 χρόνων, που βρέθηκε ξαφνικά να κρατάει μια ολόκληρη ταινία στους ώμους του, μια από τις καλύτερες, πιο συγκινητικές και πρωτότυπες της σεζόν – και των τελευταίων χρόνων.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος είναι το «Αγόρι [που] τρώει το φαγητό του πουλιού», κινηματογραφικό ντεμπούτο του θεατρικού σκηνοθέτη Εκτορα Λυγίζου. Ο ίδιος βραβεύτηκε για την ερμηνεία του σε ξένα φεστιβάλ, αλλά και από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το ίδιο και η ταινία, που πήρε τα σημαντικότερα βραβεία της ΕΑΚ. Και ευτυχώς. Μπορεί να 'παιξαν κι αυτά τον ρόλο τους. Νά που βγαίνει σήμερα στον «Δαναό».
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος χρωστάει τον ρόλο που τον καθιέρωσε στη μικρού μήκους ταινία «Mesecina» της Σοφίας Εξάρχου. Εκεί τον είδε ο Λυγίζος και τον φώναξε για τη δικιά του. Στις πρόβες ολοκληρώθηκε το σενάριο` γραφόταν από συνάντηση σε συνάντηση. Ο ρόλος του είναι δύσκολος, σύνθετος και… περίεργος.
Ενα αγόρι που θέλει να κάνει καριέρα στο λυρικό τραγούδι έχει φτάσει στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης. Δεν βρίσκει δουλειά στον τομέα του, δεν έχει μία, τού κόβουν το νερό, φαΐ στο σπίτι ούτε για δείγμα… Τρέφεται μια στις τόσες με ζάχαρη και με το φαγητό του αγαπημένου του καναρινιού. Στην πιο δυνατή και σοκαριστική σκηνή καταπίνει το ίδιο του το σπέρμα. Ολη, μα όλη η ταινία, είναι πάνω του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και συναντήσεις του με άλλους ανθρώπους, γείτονες, συναδέλφους σε ευκαιριακή δουλειά ή με το κορίτσι που έχει ερωτευτεί και το παίρνει, πεινασμένος και ζαλισμένος, στο κατόπι.
-Δεν τον φόβισε που η κάμερα ήταν συνέχεια πάνω του;
«Δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι είμαι μόνος μου, εγώ και η κάμερα», λέει, «αν και καταλαβαίνω τι λέτε. Είχα μεγάλη ασφάλεια και εμπιστοσύνη στον Εκτορα, στο υλικό του, στο αποτέλεσμα που θα βγει. Ετσι όπως κάναμε μόνοι μας τις πρόβες, με κάμερα ή χωρίς κάμερα, βρέθηκα ξαφνικά στο γύρισμα, με ένα συνεργείο που την ίδια οικειότητα μου ενέπνεε. Μπορώ, μάλιστα, να πω ότι οι σκηνές με τους άλλους ηθοποιούς δεν μου ήταν πιο εύκολες».
-Πώς θα περιέγραφε τον νεαρό που υποδύεται;
Αυτή την αδυναμία του να ζητήσει βοήθεια από τους άλλους, ακόμα και από τη μητέρα του, να πει «πεινάω», πώς την εξηγεί; Είναι θέμα υπερβολικής αξιοπρέπειας, δειλίας; «Προσπάθησα πολύ να τον καταλάβω», απαντά. «Γιατί εγώ σαν άνθρωπος είμαι εντελώς διαφορετικός, μπορώ πολύ εύκολα να επικοινωνήσω τις ανάγκες μου, ίσως να 'ναι κι αυτό από μόνο του ένα πρόβλημα. Θα έπαιρνα τη μητέρα μου, αλλά κυρίως τους φίλους μου. Είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Φαντάζομαι ότι μια επιστροφή στην πόλη μου λόγω κρίσης θα ήταν για μένα η έσχατη επιλογή. Νομίζω ότι το κυριότερο πρόβλημα του ήρωα που ερμηνεύω, είναι η κακή ανάγνωση της αξιοπρέπειας. Πιστεύει ότι πρέπει να τα καταφέρει μόνος του. Υπάρχει τόση πίεση από την κοινωνία. Να ανεξαρτητοποιηθούμε γρήγορα από τους γονείς μας, να σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας. Και, επιπλέον, αυτός είναι καλλιτέχνης. Τα πράγματα είναι, δηλαδή, χειρότερα, σε μια κοινωνία που μέρα τη μέρα θεωρεί την τέχνη όλο και πιο άχρηστη. Αρα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι χρήσιμος και όχι βάρος ή αποτυχημένος».
-Ταυτίστηκε, άραγε, καθόλου μαζί του;
Η κρίση έχει πλήξει κυρίως τους νέους. «Σκεφτόμουν ότι εγώ και οι φίλοι μου με δυο-τρία καθόλου απίθανα πια σενάρια, με δυο-τρεις αναποδιές και γκαντεμιές, μπορούμε να μείνουμε ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, κυριολεκτικά στον δρόμο».
- Η αφοσίωση στο καναρίνι του πώς εξηγείται για έναν άνθρωπο που αδυνατεί να προστατεύσει τον ίδιο του τον εαυτό;
«Με αγγίζει πολύ αυτή η σχέση, το ότι ενώ έχει όλα αυτά τα προβλήματα, δεν σταματάει στιγμή να προσέχει το καναρίνι του. Μπορεί και να ταυτίζεται μαζί του. Κι αυτό μόνο να κελαηδάει μπορεί, δεν μας προσφέρει τίποτα άλλο».
-Το τέλος αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας ότι ο νεαρός θα τα καταφέρει;
«Η ταινία είναι η πορεία του προς το να εκφράσει επιτέλους το πρόβλημά του. Να πει “πεινάω”. Πηγαίνει στην εκκλησία, πηγαίνει στο σπίτι της κοπέλας, και, το σημαντικότερο, στην κορύφωση για μένα της ταινίας, πηγαίνει στο κέντρο της πόλης, σε ένα μέρος όπου μαζεύονται οι νέοι για να διασκεδάσουν, τρώει μπροστά τους και ουρλιάζει. Δείχνει το πρόβλημά του, ίσως και παραπάνω απ' όσο θα 'πρεπε. Φτάνει στα άκρα. Και ύστερα επιστρέφει στο καναρίνι του για να συνεχίσει τη ζωή του. Εχει πια επικοινωνήσει με τον κόσμο».
Τα βραβεία για τον Γιάννη Παπαδόπουλο, τα προσωπικά του αλλά και τα συνολικά για την ταινία, είναι χαρά, γιατί όλοι δούλεψαν «σκληρά και απολύτως επαγγελματικά σαν να πληρωνόμασταν», όπως λέει. «Πολλές ελληνικές ταινίες γυρίζονται πια έτσι. Πόσο, όμως, θα αντέξουμε χωρίς στήριξη, χωρίς καν εύκολη πρόσβαση στη διανομή;»
Ο ίδιος, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού, ζει από το θέατρο. Πέρασε όλο τον χειμώνα παίζοντας στο Μέγαρο, στο «Νησί των θησαυρών» του Θωμά Μοσχόπουλου. Επαιξε και στους «Πολεμιστές» του Φιλίπ Μινιανά, που ανέβασε πρόσφατα ο Εκτορας Λυγίζος στο low budjet festival. Ανήκει και στη θεατρική ομάδα Kursk. Και αν ο Λευτέρης Βογιατζής δεν είχε φύγει από τη ζωή, το καλοκαίρι ο Γιάννης Παπαδόπουλος θα συμμετείχε στον «Οιδίποδα Τύραννό» του.
«Νιώθω μεγάλη θλίψη. Τον θεωρούσα κορυφαίο. Αλλά μου φτάνει και μόνο που τον γνώρισα κι ας μην πρόλαβα να δουλέψω μαζί του».