Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη*
Σε προηγούμενο άρθρο μου, στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας, πρότεινα την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ως πρώτο βήμα για τη συνολική αναμόρφωση του πολιτικού μας συστήματος.
Ωστόσο, η αλλαγή του τρόπου κατανομής των εδρών δεν είναι η μόνη που αφορά την προοπτική μιας ριζικής εκλογικής μεταρρύθμισης. Εξίσου σημαντική θεωρώ και την τροποποίηση του ισχύοντος τρόπου ανάδειξης των βουλευτών, δηλαδή του σταυρού προτίμησης, που αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια από τις βασικότερες κακοδαιμονίες του πολιτικού μας συστήματος.
Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
Το σύστημα του σταυρού προτίμησης ισχύει σχεδόν αδιάλειπτα από το 1975 (με μόνη εξαίρεση τις εκλογές του 1986), παρότι έχει κατά καιρούς προκαλέσει, όπως είναι γνωστό, εντονότατες συζητήσεις.
Οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι είναι το μόνο που διασφαλίζει την επιλογή των βουλευτών από τον ίδιο τον λαό. Ωστόσο, αν κανείς ανατρέξει, με μια νηφάλια ματιά, στη σύγχρονη εκλογική μας ιστορία θα διαπιστώσει ότι το σύστημα αυτό είναι ψευδεπίγραφα δημοκρατικό.
Εν πρώτοις, οι επιλογές του πολίτη, ακόμη και με τον σταυρό προτίμησης, είναι ούτως ή άλλως περιορισμένες, αφού σε κάθε περίπτωση κινούνται μεταξύ ενός στενού και προκαθορισμένου από το κόμμα κύκλου προσώπων.
Πέρα όμως από αυτό, και η ίδια η προτίμηση συνήθως αποδεικνύεται ψευδαίσθηση, καθώς η βούληση του εκλογέα είναι εγγενώς φαλκιδευμένη: η εκλογή με σταυρό απηχεί πλέον, περισσότερο ίσως από ποτέ, την εικόνα που διαμορφώνει ο ψηφοφόρος υπό την καταθλιπτική επιρροή ποικίλων ιδιωτικών κέντρων οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος.
Αλλά και οι υποψήφιοι, προκειμένου να διασφαλίσουν τη «στήριξη» αυτών των κέντρων –η οποία, πλέον έχει καθοριστική σημασία, ιδίως στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες– υποτάσσονται ολοένα και ευκολότερα σε ποικίλες «δουλείες» και εξαρτήσεις. Υπάρχουν βέβαια και αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες όμως εν τέλει επιβεβαιώνουν τον κανόνα μιας πολλαπλά χειραγωγημένης επιλογής.
Αν δε συνυπολογιστούν και οι παθογένειες της επιρροής των εκπροσώπων της «κοινωνίας του θεάματος» και της οικογενειοκρατίας, ολοκληρώνεται η εικόνα ενός τρόπου εκλογής ο οποίος παρέχει μεν μια επίφαση δημοκρατικότητας, αλλά εν τέλει υποθηκεύει ποικιλοτρόπως το πολιτικό μας σύστημα, υπονομεύοντας την ουσιαστική δημοκρατική του νομιμοποίηση και καθιστώντας το συχνά υποχείριο πολλαπλών μεθοδεύσεων και ιδιοτελών συμφερόντων.
Με βάση τα παραπάνω, η επιλογή της «λίστας» φαίνεται η μόνη πρόσφορη λύση προκειμένου αφ' ενός μεν να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος της διαβόητης «διαπλοκής» –με τον δραστικό περιορισμό του «πολιτικού χρήματος» και της επιρροής των εθνικών και τοπικών ΜΜΕ–, αφ' ετέρου δε να εμπλουτιστεί η πολιτική μας ζωή με την επιλογή υποψηφίων που έχουν αναμφισβήτητη κοινωνική καταξίωση και μπορούν να προσφέρουν πολλά στον δημόσιο βίο αλλά είναι εντελώς απρόθυμοι να υποταχθούν σε οικονομικές εξαρτήσεις, επικοινωνιακές δουλείες και πελατειακά κριτήρια.
Γνωρίζω βέβαια τις επιφυλάξεις, τόσο ως προς το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος των κομμάτων όσο και ως προς τη συρρίκνωση της συμμετοχής των πολιτών. Ωστόσο οι επιφυλάξεις αυτές είναι μάλλον απλουστευτικές και σε κάθε περίπτωση υπερβολικές.
Κατ' αρχάς, αν πράγματι ενδιαφερόμαστε για τη δημοκρατική οργάνωση των κομμάτων, τότε η μεγαλύτερη πρόκληση για τη θωράκιση και ενίσχυσή της, απέναντι στη μονοκρατορία των αρχηγών, είναι ακριβώς η ανάδειξη των κομματικών υποψηφίων από τα μέλη τους, τα οποία αργά ή γρήγορα θα διεκδικήσουν ενεργό ρόλο και θα επιβάλουν στις ηγεσίες αξιοκρατικές επιλογές.
Με άλλα λόγια, η κατάργηση του σταυρού αποτελεί μακροπρόθεσμα τη μόνη επιλογή η οποία, αν εφαρμοστεί με διάρκεια και συνέπεια –και όχι αποσπασματικά, όπως το 1986– μπορεί να οδηγήσει, νομοτελειακά θα λέγαμε, στη διαμόρφωση ισχυρών διεκδικητικών τάσεων για αναβάθμιση της συλλογικής ζωής και των συμμετοχικών διαδικασιών των κομμάτων.
Οσο δε για τη συμμετοχή των πολιτών, πέρα από το ότι με το σημερινό σύστημα είναι εν πολλοίς υπερτιμημένη έως ψευδεπίγραφη, θα μπορούσε εν τέλει να προβλεφθεί και μια ασφαλιστική δικλίδα για την επικουρική μεν αλλά ουσιαστική αξιοποίησή της.
Πρόκειται για το λεγόμενο «σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας», σύμφωνα με το οποίο το κόμμα καταρτίζει σε κάθε εκλογική περιφέρεια κατάλογο με προκαθορισμένη τη σειρά των υποψηφίων και ο ψηφοφόρος έχει δύο επιλογές: είτε να εγκρίνει την επιλογή του κόμματος, ρίχνοντας στην κάλπη ασταύρωτο ψηφοδέλτιο, είτε να μην εγκρίνει τη σειρά –διότι τον κατάλογο ούτε σήμερα τον εγκρίνει–, οπότε μπορεί να θέσει σταυρό προτίμησης στον υποψήφιο που κατά την άποψή του αδικείται.
Αν δε ο εν λόγω υποψήφιος συγκεντρώσει έναν γνωστό εκ των προτέρων αριθμό ψήφων, τότε εκλέγεται ως πρώτος και η σειρά του κόμματος ισχύει για τους υπόλοιπους υποψηφίους.
Το σύστημα αυτό ισχύει σε αρκετές χώρες με επιτυχία και κατά κανόνα εγκρίνεται, με ασταύρωτα ψηφοδέλτια, η κομματική σειρά, χωρίς πάντως να λείπουν και οι περιπτώσεις θεαματικών ανατροπών.
Αυτό είναι άλλωστε και το συγκριτικό του πλεονέκτημα: ότι αφήνει και αυτό, όπως και το εκλογικό σύστημα που προτείναμε στο προηγούμενο άρθρο, τον τελευταίο λόγο στους πολίτες…
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών