Pin It

Του Γιάννη Τσίρμπα*

 

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου, το 77% των Ελλήνων πολιτών δεν εμπιστεύεται την τηλεόραση, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση του σχετικού δείκτη. Η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης του ελληνικού κοινού στην τηλεοπτική ειδησεογραφία δεν είναι αβάσιμη: Ποσοτικά στοιχεία σε βασικές μεταβλητές δείχνουν συστηματικές στρεβλώσεις στην εκπροσώπηση ορισμένων πολιτικών κομμάτων μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Ταυτόχρονα, οι απόψεις κοινωνικών φορέων πέραν των πολιτικών κομμάτων (ομάδες συμφερόντων, ΜΚΟ κ.λπ.) είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απούσες, ενώ η ενημέρωση είναι ανδροκρατούμενη και αθηνοκεντρική σε πολύ υψηλότερα επίπεδα απ' ό,τι στον ούτως ή άλλως αθηνοκεντρικό και ανδροκρατούμενο πολιτικό κόσμο (στοιχεία στο www.esr.gr). Επίσης, η υψηλή αναλογία σχολιασμού προς πρωτογενείς ειδήσεις, καθώς και η δυσκολία διαχωρισμού των σχολίων από την είδηση αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά της ελληνικής τηλεοπτικής ειδησεογραφίας και θεωρούνται διεθνώς στοιχεία χαμηλής ποιότητας ειδήσεων. Εν τω μεταξύ, η τηλεοπτική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση και χαμηλό ανταγωνισμό, σύμφωνα με όλους τους διαθέσιμους δείκτες, φαινόμενα που παρατηρούνται και αλλού.

 

Η διαπίστωση ότι η λειτουργία των συστημάτων παραγωγής ειδήσεων δεν διασφαλίζει την πολυφωνία των πηγών και του περιεχομένου της ειδησεογραφίας, σε συνδυασμό με τον δημόσιο χαρακτήρα των συχνοτήτων, οδήγησε τον νομοθέτη στην Ελλάδα και διεθνώς στη θέσπιση ανεξάρτητων αρχών ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου. Η ανάγκη ρύθμισης δεν είναι όμως γενικά αποδεκτή. Αντίθετα, εμπίπτει σε μια κλασική αλλά επίκαιρη διαίρεση που φέρει πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και αφορά τη θεώρηση του δημόσιου πεδίου, όπου από τη μια βρίσκεται η φιλελεύθερη οπτική περί «αγοράς των ιδεών», ενώ από την άλλη η χαμπερμασιανή αντίληψη μιας πολιτικής δημόσιας σφαίρας που, ως κρίσιμος θεσμός για τη λειτουργία της δημοκρατίας, οφείλει να διέπεται από κανόνες.

 

Στο πλαίσιο της διαίρεσης αυτής, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει συχνά αποφάσεις του ΕΣΡ που σχετίζονται με την πολιτική πολυφωνία. Το σκεπτικό συνήθως υιοθετεί την υπερασπιστική γραμμή των τηλεοπτικών σταθμών και συμπυκνώνεται στην αρχή ότι η επιλογή των ειδήσεων εμπίπτει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη δημοσιογραφική ελευθερία. Ενδεικτικά, το 2008 ακυρώθηκε απλή επίπληξη σε ιδιωτικό σταθμό για τη δυσαναλογία προβολής των επεισοδίων που ακολούθησαν τις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, ενώ το 2012 ακυρώθηκε πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε άλλο σταθμό επειδή για μία εβδομάδα δεν είχε προβάλει ούτε για ένα δευτερόλεπτο τις απόψεις ενός πολιτικού κόμματος, και πάλι το 2003.

 

Η, έστω αποσπασματική και με πρακτικές και στρατηγικές ανεπάρκειες, προσπάθεια διασφάλισης της πολυφωνίας προσκρούει λοιπόν στην αντιμετώπιση της δημοσιογραφικής ελευθερίας ως υπέρτατου κανόνα. Προφανώς και δεν χωρά συζήτηση για το αν η δημοσιογραφική ελευθερία είναι αναγκαία συνθήκη για την πολιτική πολυφωνία. Ωστόσο η, στο όνομά της, ματαίωση οποιασδήποτε παρέμβασης λειτουργεί τελικά ως μηχανισμός αέναης αναπαραγωγής ενός προβληματικού ειδησεογραφικού τοπίου. Συνεπώς, ακόμα και αν υιοθετήσουμε τη φιλελεύθερη λογική και απομακρυνθούμε από τον ιδεότυπο της δημόσιας σφαίρας που οφείλει να υπακούει σε κανόνες, η διαρκής επίκληση της δημοσιογραφικής ελευθερίας δεν προασπίζει την εύρυθμη λειτουργία της «αγοράς των ιδεών», αλλά, αντίθετα, αποτελεί ασπίδα προστασίας για τους φορείς της στρέβλωσής της.

 

Αν και τα θεωρητικά και ηθικά πλεονεκτήματα της ιδεοτυπικής προσέγγισης είναι συχνά προφανή, όπως βέβαια και η αποτυχία της αγοράς να αυτορρυθμιστεί, αν θέλουμε να είμαστε πραγματιστές, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η διασφάλιση της πολυφωνίας μέσω διοικητικών-οικονομικών κυρώσεων έχει de facto χρεοκοπήσει, ήδη από τη στιγμή που μέχρι να τελεσιδικήσει μια υπόθεση μπορεί να περάσουν δέκα χρόνια. Προκειμένου να προστατευτεί το, επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένο, δικαίωμα των τηλεθεατών στην αντικειμενική ενημέρωση πρέπει να προσαρμοστούμε και να αντικαταστήσουμε τη λογική της «παθητικής» ρύθμισης με την ενεργητική παρακολούθηση. Αν δεχτούμε, δηλαδή, στο πλαίσιο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας περί της «σοφίας» της αγοράς, την άποψη ότι η τηλεοπτική ειδησεογραφία (πρέπει να) λειτουργεί με όρους ανταγωνισμού και ότι οι δημοσιογράφοι-παραγωγοί έχουν την απόλυτη ελευθερία επιλογής, έχοντας να αντιμετωπίσουν μόνο την επιβράβευση ή την αποδοκιμασία του κοινού, όπως αυτή αποτυπώνεται στους δείκτες τηλεθέασης, οφείλουμε να επικεντρώσουμε σε έναν άλλο βασικό φιλελεύθερο κανόνα λειτουργίας της αγοράς, στον οποίο κανείς δεν αναφέρεται: την (όσο το δυνατόν πιο) πλήρη και αδάπανη πληροφόρηση των τηλεθεατών-καταναλωτών για τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών ειδησεογραφικών προϊόντων που μπορούν να επιλέξουν. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται, ιδανικά σε συνεργασία με τους τηλεοπτικούς σταθμούς και την κοινωνία των πολιτών, η θέσπιση προτύπων ποιότητας της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας που θα βασίζονται σε μετρήσιμους δείκτες και θα συμπυκνώνουν όσο το δυνατόν περισσότερες μεταβλητές του τηλεοπτικού τοπίου και του ειδησεογραφικού περιεχομένου, επιπρόσθετα στα στοιχεία που συλλέγει το ΕΣΡ. Ετσι, ακόμα και αν εκλείψουν εντελώς ως ρυθμιστική στρατηγική ή εκπέσουν στα δικαστήρια στο σύνολό τους οι κυρώσεις για θέματα πολιτικής πολυφωνίας, οι «καταναλωτές» ειδήσεων, με τις πρόσθετες ιδιότητές τους ως πολιτών και ψηφοφόρων, θα έχουν διαθέσιμο ένα εργαλείο επιλογής των πηγών της τηλεοπτικής τους ενημέρωσης. Γνωρίζοντας ο τηλεθεατής με συστηματικό τρόπο τα χαρακτηριστικά των εκπομπών που παρακολουθεί (εκπροσώπηση κομμάτων και φορέων, αναλογία σχολιασμού-πρωτογενούς είδησης κ.λπ.) θα μπορεί να επιλέξει ορθολογικά. Ενδεχομένως έτσι να αλλάξει η κουλτούρα τηλεθέασης, να βελτιωθεί το παραγόμενο ενημερωτικό προϊόν, να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτό και τελικά «η αγορά να λύσει το πρόβλημα».

 

………………………………………………………………………………….

 

*Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός επιστήμονας στο ΕΣΡ

 

 

Scroll to top