16/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημόσιο και ιδιωτικό

      Pin It

Του Παντελή Κυπριανού*

 

Καταστατικά οι τρεις δεσπόζουσες ιδεολογίες στη νεωτερικότητα, φιλελεύθερη, ριζοσπαστική και συντηρητική, είχαν εικόνα για το δημόσιο και το ιδιωτικό. Χωρίς να ακυρώνει το δημόσιο, η πρώτη εστίαζε στο ιδιωτικό, η δεύτερη στο δημόσιο ως τρόπο οργάνωσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, ενώ η τρίτη προσέβλεπε στο δημόσιο περισσότερο ως θεματοφύλακα της παράδοσης.

 

Η ιδεολογική διαφοροποίηση διαμεσολαβήθηκε από τους ταξικούς συσχετισμούς και η σχέση δημόσιο-ιδιωτικό έγινε συνθετότερη. Στην ηπειρωτική Ευρώπη η μειωμένη ισχύς της ανερχόμενης αστικής τάξης την ώθησε να στηριχθεί, χωρίς να το εργαλειοποιήσει, στο κράτος για να ισχυροποιήσει τη θέση της. Θεσμοί όπως το σχολείο έμειναν ως επί το πλείστον υπό κρατικό έλεγχο. Σε χώρες, αντίθετα, όπου η αστική τάξη ήταν ισχυρή, όπως η Αγγλία, δεν θεωρήθηκε αναγκαία η ύπαρξη ισχυρού κράτους.

 

Βάρυνε ακόμα η ιστορική-πολιτισμική παράμετρος. Χαρακτηριστικά, όπως έδειξε ο Τοκβίλ, η Γαλλική Επανάσταση, εμφορούμενη από την ιδέα της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, αναπαρήγαγε τον παραδοσιακό γαλλικό συγκεντρωτισμό και το ρήγμα ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό. Στις ΗΠΑ, αντίθετα, η παραδοσιακή αποκέντρωση, απότοκος του μεγέθους της χώρας και της γεωγραφικής διασποράς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την επικράτηση συντηρητικών αρχών είχαν αποτέλεσμα τη σχετικά μικρή απόσταση ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό. Ακόμη και σήμερα η διαφοροποίησή τους είναι λιγότερο έντονη από ό,τι στην Ευρώπη, ιδιαίτερα την ηπειρωτική.

 

Στο διάβα του χρόνου η σχέση ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό γνώρισε διακυμάνσεις. Σταθμό αποτελεί το εγχείρημα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, του κράτους πρόνοιας, ιδιαίτερα στη σοσιαλδημοκρατική-εργατική του εκδοχή. Το κράτος διευρύνθηκε, έφτασε να απασχολεί στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες πάνω από το ¼ του ενεργού πληθυσμού και έγινε μέσον αρωγής των αδυνάτων και αναδιανομής του πλούτου. Ταυτόχρονα έφερε πιο κοντά το δημόσιο με το ιδιωτικό και αποδυνάμωσε μια διαδεδομένη αντίληψη, ιδιαίτερα στον χώρο της Αριστεράς, που καθαγίαζε το πρώτο και δαιμονοποιούσε το δεύτερο.

 

Η ηγεμονία για δύο δεκαετίες του κράτους πρόνοιας και η κρίση του από τα τέλη του 1970 -και παράλληλα της σοσιαλδημοκρατίας- συνιστούν έναν τρόπο οργάνωσης της πολιτείας, βασική αρχή του οποίου είναι η ισχυρή θέση του πολιτικού και η δυνατότητά του να αντισταθμίζει κάθε λογής πιέσεις. Η κρίση του και η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού συνιστά κατ’ επέκταση ήττα του πολιτικού και της δυνατότητας αυτοκαθορισμού των ανθρώπων είτε μέσω της συλλογικής τους οργάνωσης είτε μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων του Δημοσίου.

 

Οι πολέμιοι του κράτους πρόνοιας, ιδιαίτερα νεοφιλελεύθεροι, του πρόσαπταν τρία πράγματα: συγκρότηση βολεμένων κρατικοδίαιτων ομάδων, γραφειοκρατική παραλυσία και κατάπνιξη των δημιουργικών δυνάμεων των ανθρώπων. Η κριτική δεν ήταν τελείως αθεμελίωτη. Πέρα από τη συγκρότηση κρατικοδίαιτων ομάδων και την ώσμωσή τους με ιδιωτικά συμφέροντα (φαινόμενο που αποκλήθηκε νεοκορπορατισμός), μείζον πρόβλημα για το κράτος πρόνοιας έγινε η νομιμοποίησή του. Καθώς οι δημόσιες υπηρεσίες παρενέβαιναν όλο και περισσότερο σε νέα ζητήματα, έβρισκαν μπροστά τους οργανωμένες ομάδες συμφερόντων. Ετσι η νομιμοποίησή τους μετατράπηκε σε καθημερινό διακύβευμα και άχθος με συνέπειες στη λήψη των αποφάσεων.

 

Η συρρίκνωση του κράτους έλυσε κάποια προβλήματα (αποδυνάμωση γραφειοκρατικών πόλων εξουσίας, διαρκής έκθεση στις ποικιλώνυμες ομάδες συμφερόντων), αλλά δημιούργησε μεγαλύτερα. Καμία κοινωνία δεν υπάρχει ως άθροισμα ισοδύναμων ατόμων που ενεργούν αυτόβουλα. Το ίδιο ισχύει και για τη διεθνή κοινότητα. Οπως κάθε κοινωνία έτσι και η διεθνής κοινότητα συντίθεται από οργανώσεις και οργανισμούς άνισης ισχύος που επιβάλλουν ή αποδέχονται κανόνες. Με άλλα λόγια, με τη δραστική συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας η εξουσία πέρασε σε άλλα χέρια.

 

Εδώ έγκειται και η αντινομία του νεοφιλελευθερισμού. Η συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας σηματοδοτεί την κατάλυση του πολιτικού και τη μετάθεση της εξουσίας σε νέα κέντρα αποφάσεων, κυρίως οικονομικούς οργανισμούς και ισχυρά κράτη-έθνη. Ελλείψει ειδικού βάρους οι κυβερνήσεις των λιγότερο ισχυρών χωρών έχουν περιορισμένο ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, με αποτέλεσμα η εκλογή και η νομιμοποίησή τους να μη θεωρείται μείζον πολιτικό διακύβευμα. Ετσι η πολιτική απαξιώνεται περαιτέρω και αποδυναμώνεται το πολιτικό ως τρόπος οργάνωσης μιας κοινωνίας. Στη συνθήκη αυτή ο δημοκρατικός διάλογος μοιάζει χωρίς νόημα. Ετσι και οι διαρκώς δυνατότερες κραυγές υπέρ της επιστροφής στα εθνικά σύνορα και ακόμη χειρότερα υπέρ ολοκληρωτικών ιδεολογιών που υποτίθεται ότι οι φορείς τους, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν, θα συνθλίψουν τις αιώνιες δυνάμεις του κακού.

 

…………………………………………………..

 

* Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Scroll to top