20/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Eξω από τα δόντια;

      Pin It

Του Χρίστου Ανδριανόπουλου*

 

Στην πολύπαθη ήπειρό μας από το 1945 και έπειτα εκλείπει μια ξεκάθαρη ιδέα για το πώς αναπτύσσεται ένας μισαλλόδοξος, εχθρικός κι απειλητικός λόγος απέναντι σε λαούς, «φυλές», θρησκεύματα ή κοινωνικές ομάδες. Ακόμα κι αν το ρατσιστικό τέρας δεν έπαψε ποτέ να κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, η έλλειψη οργανωμένων σχεδίων αφανισμού πληθυσμών εξαφάνισε συνακόλουθα το στρατόπεδο που τα αντιπάλευε, μέσα σε ένα σύννεφο σχετικολογίας και ορθού πολιτικού λόγου. Αυτό δημιούργησε μια σύγχυση ειδικά στο κατά πόσο η διανόηση, η τέχνη και ο Τύπος τοποθετούνται εντός ενός καθιερωμένου αστικού «αντιρατσισμού».

 

Οι ρατσιστικές δηλώσεις σημαινόντων προσώπων τα τελευταία 5 χρόνια περισσότερο εξέπληξαν παρά προβλημάτισαν την ελληνική κοινωνία. Οι αντιδράσεις όλων των αποχρώσεων σε αυτές τις δηλώσεις αντιμετωπίστηκαν με αντίστοιχη σκωπτικότητα. Η αίσθηση ότι ένθεν κακείθεν εκτοξεύονται περίεργες οβίδες οι οποίες τελικά θα πέσουν στα κεφάλια ενός δύσμοιρου λαού, δημιούργησε μια ένταση στον Νεοέλληνα η οποία εκτονώθηκε σε φωνές οι οποίες θα μιλούσαν επιτέλους «έξω από τα δόντια». Η φράση αυτή σήμερα αποτελεί τον κύριο μοχλό μιας δημοσιογραφικού τύπου ανάλυσης της οργής. Είναι εντελώς αδιάφορο αν αυτές οι φωνές καταγγέλλουν την υποτιθέμενη κτηνοβασία αρνιών από μουσουλμάνους ή τη δημιουργία του επόμενου ΧΥΤΑ σε κάποια επαρχιακή πόλη. Το «έξω από τα δόντια» σήμερα είναι ένα θέσφατο, ο χρυσός κανόνας τον οποίον σέβονται και αναπαράγουν όλοι, ακόμα και δημοσιογράφοι ή καλλιτέχνες που έχουν καταπιεί τα απειλητικά τους δόντια ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κοινώς το « έξω από τα δόντια» στην καλύτερη των περιπτώσεων εκφράστηκε με το «η άποψή μου κι όποιον πάρει ο χάρος» (κι αυτός ο χάρος είχε μια επιμονή σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες) ή με μια ανοιχτά προβοκατόρικη δημόσια λειτουργία των διαμορφωτών της κοινής γνώμης.

 

Αλήθεια, τι σημαίνει έξω από τα δόντια; Και κυρίως γιατί κάποιες φορές τα λόγια «έξω από τα δόντια» προκαλούν τόση αγανάκτηση στις διάφορες «μειοψηφίες» όταν άρθρα γνωστών περιοδικών καταπιάνονται με προφανή θέματα;

 

Για να γίνει κατανοητό πρέπει να επιστρατεύσουμε μια κοινοτοπία: οι Εβραίοι. O Αλέν Γκρες σε άρθρο του στη Monde diplomatique αναρωτιέται: «Θα νομιμοποιούνταν, άραγε, οι πολέμιοι των θρησκειών τη δεκαετία του ’30 να καυτηριάζουν την εβραϊκή θρησκεία;». Ισως να ήταν νόμιμο, το πρόβλημα είναι ότι αυτό είχε εν τέλει τρομερές κοινωνικές συνέπειες. Μπορεί να μην είναι γνωστό, εξαιτίας του επικού χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου και της δαιμονοποίησης του «Γερμανού», αλλά ο ελαφρύς γερμανικός Τύπος της περιόδου 1920-1930 συνέβαλε τα μέγιστα στη σχετικοποίηση του μίσους.

 

Από την άλλη, ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Ουγκενέν αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν άνθρωποι υπεράνω σκοταδιστικής υποψίας, από τον Βολταίρο μέχρι τον Προυντόν και τον Μαρξ, να εκφράζουν για τους Εβραίους απόψεις που ούτε ο ίδιος ο πατέρας του κρατικού αντισημιτισμού, o Σαρλ Μοράς, «τόλμησε να εκφράσει».

 

Είναι γνωστό ότι δεν μετράει μόνο το τι λες αλλά και το πότε το λες. Δηλαδή πότε ως μεγαλοδημοσιογράφος εξεγείρεσαι για την «κατάσταση του κέντρου», πότε ως φτασμένος συγγραφέας αποφασίζεις να εξισώσεις την καταστροφή της χώρας με τον Νιγηριανό που σου έκλεψε χθες την τσάντα, πότε ως αρθρογράφος επιλέγεις να μετατρέψεις σε εθνικό ζήτημα το χθεσινό ξύλο μεταξύ δύο μεταναστών ένα στενό πιο κάτω, πότε ως επαρχιώτης δημοσιογράφος πνίγεσαι από το «κράτος των Εξαρχείων»… Κι αν η γραφικότητα της καθεστωτικής δημοσιογραφίας κάποιες φορές είναι χαριτωμένη ή ανώδυνη, η αποτύπωσή της στους δρόμους είναι αποκρουστική και θανατηφόρα. Ο δημόσιος λόγος μπορεί να ξεκινάει από το μελάνι, αλλά συχνά καταλήγει στο αίμα, με τρόπους που κάποιοι δεν έχουν διάθεση να λάβουν υπόψη τους. Κανένα πρόβλημα! Αν η κρίση τούς έφερε σε τέτοια σύγχυση, ας αποσυρθούν, κανείς δε θα τους κατηγορήσει. Δεν χρωστάμε τίποτα να τους υπομένουμε. Αν, από την άλλη, το αντικείμενο της διανοητικής εργασίας τους είναι αυτό… καλοφάγωτα!

 

Αυτό το άρθρο τελειώνει διαφορετικά από ό,τι θα ήταν το αναμενόμενο, διότι την ώρα που γράφεται, ανακαλύπτονται οι Εβραίοι του μήνα: οι καθηγητές. Ωστόσο η προπαγάνδα παρουσίασε σημάδια πρώιμης κόπωσης. Σε τηλεοπτική εκπομπή άκουσα δημοσιογράφο να ρωτά καθηγητή αν πιστεύει ότι η κατάληψη αποτελεί μέσο πάλης. Κάποιο λάθος θα έγινε. Μάλλον παραδόθηκε ετεροχρονισμένα πακέτο προπαγάνδας και κοινωνικού ανταγωνισμού. Ισως, από την άλλη, να κάνω και λάθος… Πράγματι! Το «εγώ πληρώνω, ρε αλήτη, για να τα σπας» μοιάζει ανατριχιαστικά με το «ήρθαν εδώ και μας κλέβουν κι από πάνω». Επειδή ο φυλετικός ρατσισμός και ο συνταγματικά κατοχυρωμένος/ενθαρρημένος κοινωνικός αυτοματισμός δεν διαφέρουν ουσιαστικά, ας μου επιτραπεί να αφιερώσω παραφρασμένη μια φράση του Ασδραχά ως μια ταπεινή παραίνεση σε αυτούς που κρίνουν τη φυλετική και κοινωνική σύνθεση του τόπου: «Ολες οι αφηγήσεις είναι χρήσιμες, αρκεί να μην αναιρούν τον εαυτό τους». Αυτό φυσικά δεν ισχύει για τα φαφούτικα αρπακτικά του δημόσιου λόγου.

 

……………………………………………………. 

 

Υποψήφιος διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας, Πανεπιστήμιο Paris 10

 

 

Scroll to top