Pin It

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

 

Αφιέρωμα στο Ελληνικό Φεστιβάλ: ο Γιώργος Λούκος ξανάπιασε το τιμόνι, ίδιος και… σοφότερος

 

Το άλλο Σάββατο με δύο παραστάσεις χορού, η μία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, η «Πειραιώς 260» ανοίγει τις πύλες της. Το αθηναϊκό καλοκαίρι ξαναπαίρνει φεστιβαλικούς ρυθμούς. Ολα καλά. Ο πρόεδρος του φεστιβάλ θυμάται τον δύσκολο χειμώνα, τότε που η ανανέωση της θητείας του παιζόταν στα κομματικά και… άλλα ζάρια. Πιστεύει ότι η μεγάλη δύναμη του θεσμού είναι το ζωντανό, νεανικό κοινό του. Και σχεδιάζει από τώρα τις εκδηλώσεις του 2014, για να μη χάνει χρόνο

 

 

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

 

30-LOUKOSΤον βρήκα στο Παρίσι. Να βλέπει χορό, τη μεγάλη του αγάπη. Να τρέχει από την πρόβα της Αν Τερέζα ντε Κέερσμακερ (που ευτυχώς θα δείξει παλιότερη δουλειά της το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας) στη νέα παράσταση του Μπενζαμέν Μιλπιέ στο Chatelet, με μια κολεκτίβα που έκανε στο Λος Αντζελες λιγο πριν αναλάβει, τον Σεπτέμβριο, τη διεύθυνση του Μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού.

 

Θα τη βλέπαμε κι εμείς εδώ την παράσταση «L.A. Dance Project» του συζύγου της Νάταλι Πόρτμαν (για να συνεννοηθούμε καλύτερα) με χορογραφίες δικές του, του Φορσάιθ και του Κάνιγχαμ. Θα ήταν μέρος του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών, αν ο Γιώργος Λούκος δεν είχε περάσει αυτό τον μακρύ και αβέβαιο χειμώνα. Αν η θητεία του τόσο πετυχημένου και δημοφιλούς προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ είχε ανανεωθεί έγκαιρα. Αν δεν είχε κολλήσει στα κομματικά λασπόνερα της Νέας Δημοκρατίας – και στο μπουρδούκλωμα της τρικομματικής κυβέρνησης. Και αν ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τζαβάρας δεν άκουγε με τόση ευλάβεια τους γνωστούς εδώ και χρόνια εχθρούς της ανανεωτικής φόρας του Γιώργου Λούκου και του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του σε θέματα ρουσφετολογίας και διαπλοκής .

 

Αν, αν, αν… Πάλι καλά που κατάφερε και έκανε τελευταία στιγμή ένα τόσο ενδιαφέρον πρόγραμμα. «Εθνικό ζογκλέρ» τον χαρακτήρισε με θαυμασμό ο Σταμάτης Φασουλής από τη στήλη του στα «ΝΕΑ». Και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου πρότεινε ειρωνικά προς την πολιτεία την επόμενη φορά «να του δώσει μερικές ώρες για να δούμε τι θα καταφέρει».

 

Τα παραπάνω δεν αναιρούν βέβαια τη διαπίστωση ότι το φετινό, όγδοο στη σειρά, Ελληνικό Φεστιβάλ που ο Γιώργος Λούκος διευθύνει, είναι λιγότερο γκλάμορους (με την καλή έννοια, όχι την κοσμική) από άλλες χρονιές. Οχι λόγω χρημάτων, αλλά λόγω πίεσης χρόνου. Μας τρώει η περιέργεια (και ο μαζοχισμός) να μάθουμε τι ακόμα θα μας είχε φέρει σε Πειραιώς, Ηρώδειο και Επίδαυρο αν είχε αρχίσει τη δουλειά του ήδη από τον Σεπτέμβριο.

 

«Βεβαίως και είχα προχωρήσει σε κάποιες συνεννοήσεις. Για τον καταπληκτικό «Ιβάνοφ» του Τσέχοφ με τον Ιθαν Χοκ, που παρουσίασε στη Νέα Υόρκη το Classic Stage Company, για τον «Οθέλλο» του Χάιτνερ με το Εθνικό της Αγγλίας, με μεγάλες ορχήστρες… Αλλά όταν έπειτα από πέντε μήνες που οι ξένοι σού στέλνουν και σου ξαναστέλνουν e-mails για να δουν τι γίνεται και συ δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, ντρέπεσαι, νιώθεις εκτεθειμένος και λες «συγγνώμη, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα στην Ελλάδα…»

 

Πίστεψε, άραγε, κάποια στιγμή ότι το θέμα έχει τελειώσει, ότι αποχαιρετά το φεστιβάλ; «Φυσικά και το πίστεψα» απαντάει. «Οταν άκουγα συνέχεια για τον πόλεμο που μου έκαναν πολύ συγκεκριμένα άτομα, είτε για προσωπικούς λόγους είτε για πολιτικούς -έλεγαν ότι δεν μπορούν να δώσουν το φεστιβάλ σε έναν άνθρωπο που κάνει ο,τι θέλει και δεν τους ακούει!- ένιωθα ότι πάει, τελείωσε. Και μην ξεχνάτε ότι ο Κώστας Τζαβάρας με πήρε ένα τηλέφωνο τον Αύγουστο, μου είπε ότι θα τα πούμε σε δεκαπέντε μέρες και με ξαναπήρε έπειτα από έξι μήνες».

 

Και τα σημάδια που έφταναν από ΔΗΜΑΡ μεριά, τα οποία έδειχναν ότι τον έχει επιβάλει, ότι σώζει το φεστιβάλ, δεν τα πίστευε; «Κοιτάξτε, εγώ με τη ΔΗΜΑΡ, που η στάση της μου έδωσε μεγάλη χαρά, δεν είχα καμιά επαφή. Μόνο τον Βασίλη Πουλαντζά γνωρίζω κι αυτό επειδή είναι άνθρωπος του θεάτρου» λέει.

 

Αναρωτιέμαι κάτι που και πολλοί άλλοι σκέφτονται. Γιατί δεν τα βρόντηξε να φύγει και να τους αφήσει να χάνουν τον καιρό τους ψάχνοντας μάταια να βρουν αντικαταστάτη του με κύρος (τι Γαβρά, τι Κόκκο , τι… Ξαρχάκο είχαν σκεφτεί οι σοφοί του υπουργείου). «Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή τον χειμώνα είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι δεν αντέχω πια. Δεν ήταν τόσο η καθυστέρηση όσο η αίσθηση ότι είχε ξαναφουντώσει ένα παλιό κλίμα, μια εθνικιστική προσέγγιση στο θέατρο, αλλά και μια τάση προς το ρουσφέτι και την κομπίνα. Ξέρετε πολύ καλά ότι υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ότι αυτοί και μόνον αυτοί είναι το θέατρο στην Ελλάδα, ότι δικαιούνται τα πάντα, άσχετα αν, όταν ανέλαβα το φεστιβάλ, αυτοί είχαν πάει χίλιες φορές στην Επίδαυρο και ο Λευτέρης Βογιατζής καμία. Δυο κόσμοι που τους χωρίζει χάος. Θυμάμαι που του είχα κλείσει του Λευτέρη ένα ραντεβού με τον Λιάπη και δεν πήγε γιατί είχε πέσει η γάτα του από το παράθυρο και την έψαχνε…»

 

Κι όμως, η συνύπαρξή του με τον Κώστα Τζαβάρα στην ανακοίνωση του προγράμματος κύλησε σε ευχάριστη ατμόσφαιρα. Γελάει. «Μέχρι τη συνέντευξη Τύπου ήμουν πολύ αγχωμένος. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να μην αντιδράσω άγρια. Επρεπε να συγκρατηθώ. Αλλά ο Κώστας Τζαβάρας, τον οποίο έχω συναντήσει πια δυο-τρεις φορές, μου φαίνεται πολύ συμπαθητικός. Μου είπε «εγώ δεν είχα τίποτα εναντίον σου, μπήκαν διάφοροι μεταξύ μας». Και ομολογώ ότι αντέδρασε πολύ καλά και στο άλλο θέμα, των ρουσφετιών, που κακά τα ψέματα όλο και μου ζητάνε…» Αλλά σ' αυτό το τελευταίο θέμα, που συναρπάζει κάθε δημοσιογράφο και δεν είναι θέμα κιτρινισμού αλλά ουσίας, ο Γιώργος Λούκος είναι πάντα… τάφος. Πάμε παρακάτω.

 

Δεν νοσταλγεί λίγο την εποχή των παχιών αγελάδων (λέμε τώρα), δηλαδή τα πρώτα του χρόνια στο φεστιβάλ που και περισσότερα χρήματα είχε, αλλά και έφερνε πλήθος ξένων ονομάτων, να μην ξέρουμε τι να πρωτοδιαλέξουμε; «Μου λείπει» ομολογεί. «Αλλά με τον καιρό μαθαίνω να κάνω ιεραρχήσεις. Αυτό που πάνω απ' όλα με κρατάει στο φεστιβάλ, αυτό που χαίρομαι και εκτιμώ είναι ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο κοινό, εντελώς διαφορετικό από το παλιό. Γιατί τι σχέση έχουν με τις κοσμικότητες του Ηρωδείου τα νέα παιδιά που έρχονται στην Πειραιώς με τις σαγιονάρες και τα σορτσάκια τους μετά το φροντιστήριο; Τέτοιο κοινό δεν υπάρχει σε πολλά φεστιβάλ, ίσως σε ορισμένα θέατρα του Βερολίνου και του Αμβούργου. Ολοι οι ξένοι που έρχονται στην Πειραιώς το επισημαίνουν και μου λένε πόσο σπάνια είναι η ατμόσφαιρα στο φεστιβάλ μας».

 

Αλλαξε το κοινό, άλλαξε όμως και ο ίδιος ο Γιώργος Λούκος. Ο άνθρωπος που διευθύνει από το 1984 το Μπαλέτο της Οπερας της Λιόν, κορυφαίο στον κόσμο για τις επιδόσεις του στον σύγχρονο χορό, τι ήξερε από ελληνικό θέατρο και χορό όταν ήρθε στην Αθήνα; Ελάχιστα πράγματα. Κι όμως. Σήμερα, με τις επιλογές του για την Πειραιώς, διαμορφώνει το νέο πρόσωπο της χορευτικής και θεατρικής σκηνής. Είναι αποφασιστικός παράγοντας, θέλει δεν θέλει, στον χώρο της σύγχρονης δημιουργίας. Ενας «παραγωγός». Τον ενδιαφέρει αυτός ο ρόλος;

 

«Καθόλου. Εξακολουθεί πάνω απ' όλα να με ευχαριστεί το να ανακαλύπτω και να φέρνω στην Ελλάδα πράγματα από το εξωτερικό. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι η νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών και ηθοποιών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, είμαστε λίγο περισσότερο παραγωγικοί απ' όσο θα έπρεπε. Δηλαδή, το Φεστιβάλ της Αβινιόν είχε 42-45 προτάσεις κι εγώ 378! Και η Γαλλία έχει 60 εκατομμύρια πληθυσμό. Ξέρω βέβαια ότι στη Γαλλία υπάρχουν πολλοί, εθνικοί και τοπικοί θεσμοί που χρηματοδοτούν την τέχνη κι εμείς εδώ δεν έχουμε σχεδόν τίποτα… Και ούτε θέλω να πω κάτι άσχημο για τους νέους καλλιτέχνες. Το αντίθετο. Οι περισσότερες προτάσεις είχαν ενδιαφέρον, θα μπορούσα να έχω διαλέξει κι άλλες. Ισως στην πορεία καταφέρω να εντάξω στο πρόγραμμα μερικές ακόμα».

 

Θα ήθελα να μάθω την άποψή του για το θέμα «Εθνικό Θέατρο». Ακριβώς την προηγούμενη μέρα από τη τηλεφωνική μας συνομιλία είχε ανακοινωθεί ο διορισμός του Σωτήρη Χατζάκη. Ο Γιώργος Λούκος δεν είναι από αυτούς που μασάνε τα λόγια τους.

 

«Πιστεύω ότι ο Χουβαρδάς έκανε μια θαυμάσια δουλειά στο Εθνικό, θα μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο σημαντικούς διευθυντές του. Αλλαξε το ρεπερτόριο, οργάνωσε το θέατρο, έφερε καταπληκτικούς ηθοποιούς, ανέθεσε σκηνοθεσίες σε νέους, ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ελπίζω να συνεχιστεί αυτή η πορεία. Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο να καταστραφεί πολύ γρήγορα κάτι και είναι πολύ δύσκολο να σταθεί γερά στα πόδια του κάτι νέο. Ελπίζω επίσης να μην ξαναγυρίσει στο Εθνικό η ξεπερασμένη, εθνικιστική προσέγγιση στο αρχαίο δράμα. Να μην ενισχύσουμε πάλι αυτούς που φώναζαν κάποτε στον Βασίλιεφ «έξω οι Ρώσοι» από την Επίδαυρο, επειδή δεν συμφωνούσαν με την πρωτότυπη προσέγγισή του στη «Μήδεια» του Ευριπίδη».

 

Να και κάτι κοινό μεταξύ Λούκου και Χουβαρδά. Ποτέ κανένας τους δεν θέλησε να κολακέψει το κοινό, να του δώσει αυτό που, υποτίθεται, έχει μάθει να περιμένει. Ο πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ έχει πολλά παραδείγματα, στα οποία η ανατροπή των θεατρικών δεδομένων είχε επιτυχία.

 

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ που μου έλεγαν ότι ο Μπέκετ δεν θα τα πάει καλά στην Επίδαυρο, γιατί είναι χώρος αρχαίου δράματος. Οταν έφερα την Πίνα Μπάους με τον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ, το θέατρο πλημμύρισε κόσμο και η ίδια η Πίνα ήταν τόσο συγκινημένη που έβλεπε το έργο της, φτιαγμένο ειδικά για τον κλειστό χώρο της Οπερας του Παρισιού, να στέκεται στην Επίδαυρο. Και είχε προσαρμόσει τα πάντα μόνο και μόνο για να έχει αυτή την εμπειρία. Και μην ξεχνάτε ότι μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων στο αρχαίο θέατρο ήταν ο «Οθελλος» του Οστερμάιερ».

 

Εχει αρχίσει ήδη να σκέφτεται το φεστιβάλ του 2014; «Βεβαίως, δεν θέλω να χάνω χρόνο. Τώρα μου λένε, «έλα στο Βερολίνο να δεις κάτι», «έλα από δω, έλα από κει». Παίρνω τρένα και αεροπλάνα και τρέχω. Και τα βάζω όλα από την τσέπη μου, χαλάω όλα μου τα λεφτά για το φεστιβάλ, όπως μου λέει η αδελφή μου. Γιατί, ξέρετε, εγώ δεν πληρώνομαι για τη θέση του προέδρου…» Ορίστε που ανακαλύψαμε έναν σπουδαίο χορηγό του Ελληνικού Φεστιβάλ. Τον σπουδαιότερο. Το Μπαλέτο της Οπερας της Λιόν. Το έχει σκεφτεί ποτέ αυτό ο Κώστας Τζαβάρας;

 

[email protected]

 

 

Scroll to top