Pin It

Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου

 

Δυστυχώς δεν διαθέτω τις γνώσεις και την ενημέρωση για να πω με σιγουριά αν η χώρα όντως έχει μπει σε έναν καλό δρόμο έπειτα από μια κολασμένη τετραετία. Σύμφωνα όμως με την παλιά και κατά κανόνα ορθή ανάγνωση των πολιτικών πραγμάτων, η κατάσταση πρέπει να είναι χειρότερη από εκείνη που παρουσιάζει η κυβέρνηση και καλύτερη από εκείνη που καταγγέλλει η αντιπολίτευση. Συνεπώς ευσταθεί η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις με την επικοινωνιακή πολιτική της. Ταυτόχρονα, όμως, δείχνει καθαρά πως ο κομματικός λόγος συνδυάζει την οξυδέρκεια όταν πρόκειται για τους αντιπάλους με το εξόφθαλμο ψέμα όταν πρόκειται για μας: ναι, η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει τη δική της επικοινωνιακή πολιτική, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ακριβώς το ίδιο με τη δική του. Γιατί αμφότεροι προσβάλλουν τόσο βάναυσα τη νοημοσύνη μας;

 

Το θέμα όμως έχει και μια άλλη, πολύ πιο σημαντική διάσταση. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, η αντιπολίτευση προσπαθεί να πείσει τον κόσμο ότι η κυβέρνηση καταστρέφει τη χώρα, επειδή κάθε αποτυχία της μεταφράζεται σε επιτυχία της αντιπολίτευσης. Ετσι γινόταν επί δεκαετίες. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης, μετά την πρώτη πολιτικοποιημένη φάση όταν η στάση των περισσοτέρων καθοριζόταν με ιδεολογικά κυρίως κριτήρια, περάσαμε στην εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία, με μόνο πραγματικό ζητούμενο αν οι πράσινοι ή οι γαλάζιοι θα ελέγχουν την κάνουλα από την οποία έρρεαν τα χρήματα του κράτους προς τους ευνοούμενούς τους. (Με τους κόκκινους να αναλαμβάνουν την προστασία όσων έγιναν «εργαζόμενοι» επειδή κατάφερναν να διοριστούν στο δημόσιο από τα κόμματα εξουσίας.) Γι’ αυτό οι εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ. μπορεί μεν να ανέβαζαν ή να κατέβαζαν το βιοτικό επίπεδο πολλών οργανωμένων οπαδών τους, αλλά το σύστημα παρέμενε το ίδιο. Καμία σχέση δηλαδή με αυτό που περνάμε. Σήμερα –και επί τούτου συμφωνούν άπαντες– αντιμετωπίζουμε το φάσμα μιας «βιβλικής», όπως θα έλεγαν τα κανάλια, καταστροφής. Ποιος είναι σε τέτοιες περιστάσεις ο ρόλος της αντιπολίτευσης;

 

Η προφανής απάντηση είναι ότι η αντιπολίτευση, αν κρίνει ότι διακυβεύεται η ύπαρξή μας, όπως π.χ. σε έναν πόλεμο, βάζει πλάτη. (Υπενθυμίζω την επιστολή Ζαχαριάδη το 1940.) Αν όμως πιστεύει ότι για τα δεινά ευθύνεται η κυβέρνηση, τότε παρουσιάζει το δικό της λεπτομερές και συγκεκριμένο σχέδιο που θα μας δώσει τη λύση. Το περίεργο είναι ότι η Αριστερά (εννοώ πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ), ενώ αποδέχεται τα περί πολέμου και μάλιστα υπερθεματίζει, δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Και το να μη βάλει πλάτη το καταλαβαίνω. Ποιο κόμμα θα αντιστεκόταν στον πειρασμό να περάσει γενεές δεκατέσσερις τους αντιπάλους του, ενώ βλέπει (ή νομίζει ότι βλέπει) την εξουσία να έρχεται; Οσο για την ασάφεια ως προς το τι θα κάνει, κι αυτή εξηγείται. Οποιαδήπτε αποσαφήνιση και κοστολόγηση των προτάσεών του (όπως συνηθίζουν οι ξενέρωτοι Ευρωπαίοι) θα δημιουργούσε εσωτερικά προβλήματα με τις συνιστώσες και θα απογοήτευε όσους βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν Αγιο Βασίλη που πάντα φέρνει όποιο δώρο του ζητήσαμε.

 

Γι’ αυτό η λύση είναι η καταστροφολογία, την οποία χαρακτήρισα παρακινδυνευμένο χαρτί, δηλαδή πολιτική υψηλού ρίσκου, με το εξής σκεπτικό: η καταστροφολογία δικαιώνεται μόνο αν οδηγήσει σε μια μαζική μεταστροφή στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων (κοινοβουλευτική εκδοχή) ή σε μια εξέγερση (επαναστατική εκδοχή). Ούτε το ένα βλέπω, ούτε το άλλο. Το πιο πιθανό είναι να υπάρξει βραχυπρόθεσμα μια μικρή, και σαφώς μικρότερη από ό,τι θα ισχυριστεί η κυβέρνηση βελτίωση, με το μακροπρόθεσμο να παραμένει άδηλο.

 

Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Δεδομένου ότι για μυριάδες χειμαζόμενους συμπολίτες μας το ζητούμενο είναι να πάρουν κάποιες ανάσες και όχι να γίνει ο Α. Τσίπρας πρωθυπουργός, δεν είναι μόνο η συνεχής γκρίνια του ΣΥΡΙΖΑ που χτυπάει άσχημα. Είναι κυρίως το προφανέστατο γεγονός ότι επιχαίρει όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Το διαπιστώνουμε από τις αντιδράσεις τους. Στην Κουμουνδούρου προσεύχονται οι μαύρες τρύπες να μεγαλώσουν, οι συντάξεις να περικοπούν ακόμα, οι προσπάθειες για επενδύσεις να μην αποδώσουν, οι δόσεις να μην εκταμιευθούν, να μη δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, οι δανειστές να γίνουν ακόμα πιο αυταρχικοί κ.ο.κ. Κι όποτε η πραγματικότητα τους διαψεύδει, σπεύδουν να πουν ότι όντως συμβαίνει, απλώς εμείς οι αφελείς και καθηγούμενοι από την κυβερνητική προπαγάνδα δεν το βλέπουμε.

 

Αυτό μπορεί να χαλιβδώνει τη θέληση των ήδη έτοιμων από καιρό, αλλά πολλοί δυστυχισμένοι ίσως ενοχληθούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι ο Α. Τσίπρας θα ήθελε να δυστυχήσουν ακόμα περισσότερο για να μπορέσει να τους σώσει, όπως γίνεται στο όνειρο του Ολιβερ Στόουν και του Σλαβόι Ζίζεκ.

 

Scroll to top