Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*
Καταλαβαίνεις ότι μια περίοδος γίνεται «ιστορικό παρελθόν» όταν αρχίζουν να πληθαίνουν οι αυτοβιογραφικές μαρτυρίες γι’ αυτήν. Ο Ε. Χόμπσμπαουμ θεωρούσε την πιο ενδεικτική φιγούρα του 20ού αιώνα τη μητέρα που έζησε την απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων νέων παιδιών στους φρικτούς πολέμους της περιόδου. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω δίπλα σε αυτή την τραγική φιγούρα, και την πιο σκεπτόμενη αλλά συνήθως το ίδιο θλιμμένη μορφή του μάρτυρα: του επιζώντος που μαρτυρεί τα όσα έζησε, που μαρτυρεί για τα «μαρτύριά» του.
Παρ' ότι εκκρεμεί να ορίσουμε πληρέστερα τι περιγράφουμε ως «μεταπολίτευση» και κυρίως πότε και αν έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της, η διάχυτη πρόσληψη της περιόδου αυτής τη θέλει να είναι πλέον νεκρή. Δεν αισθανόμαστε ακόμη σίγουροι να προσδιορίσουμε τι πέθανε από δαύτη και τι παραμένει ζωντανό, αλλά κάτι μας σπρώχνει έντονα να τη θάψουμε άρον άρον, και μάλιστα άκλαυτη. Εκείνοι που έζησαν το ενθουσιώδες κλίμα της μετάβασης στη δημοκρατία το 1974, μάλλον θα θλίβονται διπλά όταν το συγκρίνουν με τη βουβή παγωμάρα που επικρατεί σήμερα την ώρα που τελείται η εξόδιος ακολουθία της ταφής της. Από πού προκύπτει λοιπόν αυτή η αίσθηση για το «τέλος μιας εποχής»;
Εχω την εντύπωση ότι στο συλλογικό υποσυνείδητο ο σηματοδότης γι’ αυτό το «τέλος» ήταν η κατακρήμνιση του ΠΑΣΟΚ στα βάραθρα των περσινών εκλογών. Στο μυαλό του μέσου Ελληνα η περίοδος ήταν ταυτισμένη με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το οποίο κυβέρνησε συνολικά σχεδόν 20 χρόνια τη χώρα. Η μετατροπή του ΠΑΣΟΚ από ένα «κόμμα εξουσίας», που μπορούσε να συσπειρώσει ακόμη και στις χειρότερες στιγμές του γύρω στο 40% των ψηφοφόρων, σε ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό και απαξιωμένη φήμη φαίνεται να είναι ενδεικτικό σημάδι ότι η μεταπολίτευση, που κτίστηκε εν πολλοίς από τα υλικά του «πασοκικού σοσιαλισμού», μας άφησε χρόνους και πάει.
Διαβάζοντας, ωστόσο, την πρόσφατη κατάθεση ενός τότε πρωταγωνιστή στον στενό ηγετικό πυρήνα και σήμερα αποστασιοποιημένου κι επικριτικού μάρτυρα της εποχής, του Παρασκευά Αυγερινού («Η Αλλαγή τελείωσε νωρίς», εκδ. Εστία) συνειδητοποιούμε ότι μπορεί το τέλος της περιόδου να τοποθετείται κάπου στο σήμερα, το τέλος όμως του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να είχε έρθει προτού καν αναρριχηθεί το ίδιο στην εξουσία. Σαν το κουφάρι του Ελ Σιντ που τον στήριξαν στο άλογό του για να καθοδηγήσει έστω και νεκρός τον αφοσιωμένο στρατό του, έτσι και το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να κυβέρνησε χωρίς πυξίδα, τουλάχιστον τα χρόνια του ’80, καθοδηγώντας μια υπνωτισμένη κοινωνία στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Τέσσερα είναι τα αίτια που επισημαίνει ο Π. Αυγερινός γι' αυτή την αποτυχία -και οι επισημάνσεις τού «μάρτυρα» είναι καίριες, παρ' ότι το «φαινόμενο ΠΑΣΟΚ» είναι πολύ σύνθετο: η έλλειψη κοινής πολιτικής καταγωγής των στελεχών του ΠΑΣΟΚ (ιδίως από τη στιγμή που ο Ανδρέας, μετά τις εκκαθαρίσεις του 1975, έδωσε χώρο στους παλιούς κεντρώους πολιτευτές οι οποίοι και ήλεγξαν την Κοινοβουλευτική Ομάδα)· οι υπέρμετρες φιλοδοξίες αυλικών που ήταν προϊόντα απλής ευνοιοκρατίας κι ενός καταφανούς πνεύματος μετριοκρατίας· η φτωχή πολιτική τους παιδεία που μάλλον πρέπει να περιοριζόταν σε αναγνώσματα του τύπου «Πώς να κατακτήσετε την εξουσία και να μην την αφήσετε ποτέ»· και, ως αποτέλεσμα αυτής της ελαφρότητας και της ιδιοτέλειας, μια σαφής έλλειψη αυτοσυνείδησης, μια απουσία ιστορικής αίσθησης για το ποια ήταν τα διακυβεύματα της εποχής και ποια η θέση μας απέναντί τους.
Αλλά το ΠΑΣΟΚ ήταν ο αρχηγός του. Σε ένα χωρίο που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, ο Π. Αυγερινός αποκαλύπτει ότι ο Ανδρέας γύρω στο 1979, κι ενώ ήταν σαφές ότι όδευε προς την πρωθυπουργία, διαγνώστηκε ότι έπασχε από βαριά μανιοκατάθλιψη, για την οποία μάλιστα αναγκάστηκε να ακολουθήσει ειδική φαρμακευτική αγωγή. Η αποκάλυψη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι σίγουρο ότι απαιτείται η συνδρομή ειδικότερων εμού για να αναλύσουν τις προεκτάσεις μιας τέτοιας ψυχικής νόσου. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού νομίζω ότι μπορεί να μας εξηγήσει κάτι που ήδη γνωρίζαμε για τον πολιτικό Ανδρέα Παπανδρέου: τη διφυή του φύση. Πρόκειται για μια ψυχική δομή που φαίνεται να αντανακλά τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας όπως η ελληνική: ένας χαρακτήρας με ροπή στον ρομαντισμό και φαινομενικά ανυπότακτος, έτοιμος όμως να κάνει στο ημίφως τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις για το προσωπικό του συμφέρον. Και ταυτόχρονα μια ψυχή που παίρνει κρυφή χαρά όταν πονά και υποφέρει, που αισθάνεται παρακατιανή και ταπεινωμένη από τους μεγάλους και τους ισχυρούς, και που ωστόσο δεν διστάζει ακόμη και να αυτοκαταστραφεί προκειμένου να εντυπωσιάσει ή και να εκβιάσει.
Και τούτο είναι το πιο ενδιαφέρον: όχι αν μας κυβερνούσε τόσα χρόνια ένας Ανδρέας φάντασμα του εαυτού του αλλά για πόσα χρόνια ακόμη θα μας κυνηγάει το φάντασμα του μανιακού Ζορμπά.
…………………………………………………………………..
* Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο ΤΕΙ Καλαμάτας