04/12/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο δικανικός λόγος των κομμάτων

Toυ Γιώργου Γιαννουλόπουλου Υπάρχει κάτι που όλοι γνωρίζουμε αλλά σπανίως μας προβληματίζει, για να μην πω ποτέ. Εννοώ τη δικανική διάσταση του πολιτικού λόγου. Δηλαδή την τάση να διαβάζουμε επιλεκτικά και με τέτοιο τρόπο τα τεκταινόμενα, έτσι ώστε η παράταξη της αρεσκείας μας να έχει πάντα δίκιο και οι άλλες πάντα άδικο. Κάτι που.
      Pin It

Toυ Γιώργου Γιαννουλόπουλου

 

Υπάρχει κάτι που όλοι γνωρίζουμε αλλά σπανίως μας προβληματίζει, για να μην πω ποτέ. Εννοώ τη δικανική διάσταση του πολιτικού λόγου. Δηλαδή την τάση να διαβάζουμε επιλεκτικά και με τέτοιο τρόπο τα τεκταινόμενα, έτσι ώστε η παράταξη της αρεσκείας μας να έχει πάντα δίκιο και οι άλλες πάντα άδικο. Κάτι που γίνεται εύκολα αν επιστρατεύσουμε διάφορα ρητορικά τεχνάσματα, τα οποία από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελούσαν τον κορμό της δικανικής επιχειρηματολογίας.

 

Αναφέρω ενδεικτικά: Επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ένα θέμα που ενισχύει τη θέση μας, υποβαθμίζοντας ή αποσιωπώντας άλλα που την υπονομεύουν, μιλάμε αποκλειστικά για τις ανακολουθίες των αντιπάλων μας για να περάσουν απαρατήρητες οι δικές μας, και γενικά θυμόμαστε μόνο ό,τι μας συμφέρει, ενώ ξεχνάμε ακαριαία όσα μας φέρνουν σε δύσκολη θέση.

 

Αυτό ισχύει για όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην Αριστερά όμως δημιουργεί το εξής πρόβλημα: Επειδή τα περί ιστορικής νομοτέλειας που αναγκαστικά θα οδηγήσει στον σοσιαλισμό δεν τα πιστεύει πια κανείς (εκτός Περισσού) το θεωρητικό/πολιτικό υπόβαθρο της σημερινής Αριστεράς είναι ορισμένες αξιακές επιλογές –απόρριψη της απληστίας, κοινωνική αλληλεγγύη, ανάδειξη του συλλογικού, κατάργηση της εκμετάλλευσης κ.ο.κ.–, επιλογές που εξουσιοδοτούνται από την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και την προϋποθέτουν.

 

Η οποία κριτική σκέψη σημαίνει πάνω απ' όλα να εξετάζουμε κριτικά και τις προϋποθέσεις του δικού μας λόγου, όχι μόνο να τα χώνουμε στους αντιπάλους μας. Και επειδή ο αναγνώστης τής ανά χείρας εφημερίδας έχει ένα σαφώς αριστερό προφίλ, θα εντοπίσω κάποιες αντιφάσεις –για να το πω ευγενικά– στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Πιο συγκεκριμένα, θα σταθώ στο εξής σχετικά ανώδυνο περιστατικό, το οποίο όμως μας δείχνει καθαρά πώς λειτουργεί η δικανική ρητορική, ή καλύτερα η κομματική προπαγάνδα: Ο Αλέξης Τσίπρας εύλογα κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι, ενώ ζήτησε να εγκριθούν τα πρόσφατα πολύ σκληρά μέτρα για να πάρουμε τη δόση, οι δηλώσεις των εταίρων μας έδειξαν προς στιγμή –το τι θα γινόταν τελικά ουδείς το γνώριζε– ότι μπορεί και να μην την παίρναμε. Ξέχασε όμως κάτι: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος αυτοπροσώπως είχε δηλώσει πως «τα λεφτά θα μας παρακαλάνε να τα πάρουμε».

 

Αν έπεσε έξω η κυβέρνηση, πόσο επιτυχημένη ήταν η δική του πρόβλεψη; Θα μπορούσα να επικαλεστώ κι άλλα παραδείγματα «ατυχών» δηλώσεων Τσίπρα που στη συγκυρία ίσως λειτούργησαν θετικά –με ψηφοθηρικά κριτήρια– αλλά γρήγορα ξεχάστηκαν για ευνόητους λόγους. Για παράδειγμα, ότι εκείνοι που μας κυβερνούν δεν είναι και τόσο Ελληνες (το βρίσκετε αντιρατσιστικό;).

 

Οι εν λόγω κραυγαλέες ανακολουθίες πέρασαν εντελώς απαρατήρητες από τους δημοσιολογούντες υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί υστερούν σε παρατηρητικότητα και οξυδέρκεια, αλλά επειδή ο δικανικός πολιτικός λόγος επιβάλλει να μη βλέπουμε κάποια πράγματα που δεν μας συμφέρουν. Ο Φίχτε έλεγε ότι ο πατριώτης επαινεί τη χώρα του ή σιωπά. Προφανώς υπάρχει και ο κομματικός πατριωτισμός.

 

Φυσικά το πρόβλημα είναι απόρροια της ανταγωνιστικής πολυφωνίας, χωρίς την οποία δεν νοείται η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οταν όμως ο κομματικός λόγος κρίνεται από το εκλογικό αποτέλεσμα και όχι από το αν συνάδει προς την κριτική σκέψη, το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της Αριστεράς αναιρεί το θεωρητικό και πολιτικό της υπόβαθρο. Ισως η μόνη λύση θα ήταν να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στην παρούσα σκοπιμότητα και τον απώτερο στόχο, ανεβάζοντας κατά το δυνατό το επίπεδο του πολιτικού λόγου.

 

Κάτι που προϋποθέτει τη συναίσθηση ότι η μαχητικότητα που απαιτούν οι καιροί υπονομεύει ταυτόχρονα την κριτική σκέψη στο όνομα της οποίας μαχόμαστε ως Αριστερά. Στον λόγο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Αντίθετα, με τον Τσίπρα να παριστάνει τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον δημοσκοπικό άνεμο στα πανιά τους, διαισθάνομαι τον κίνδυνο να γίνουν κάτι σαν το νερό του Καματερού.

Scroll to top