Pin It

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

 

Θόδωρος Τερζόπουλος, ο Ελληνας σκηνοθέτης που γίνεται ανάρπαστος στον κόσμο όλο

 

Εχει πλάνο δουλειάς μέχρι το 2015. Μόλις γύρισε απο Ταϊβάν, Ιταλία, Ρωσία. Ξαναφεύγει για Βερολίνο, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Πράγα. Κι όταν παίζει στο θεατράκι του, το «Αττις», ουρά κάνουν οι πιστοί του. Μια συζήτηση μαζί του, σε μια Ελλάδα που νιώθει ηττημένη και φοβισμένη, είναι ένα μάθημα αισιοδοξίας. Κι ένας οδηγός επιτυχίας.

 

«Το 1992, εποχή της μεγάλης κρίσης στη Ρωσία, σκηνοθετούσα το “Κουαρτέτο” με την Ντεμίτοβα. Μέσα σε εκείνη την τρομαχτική κατάσταση, ο δήμαρχος της Μόσχας μεταμόρφωνε την γκρίζα πόλη. Την έβαφε ολόκληρη. Θα μου μείνει αλησμόνητο. Το χρώμα έδιωξε τη μελαγχολία από τους ανθρώπους, μπήκε η άνοιξη, αναθάρρησαν…. Δεν θα ξεχάσω τη μάνα μου -στη μεγάλη φτώχεια του Εμφυλίου- που διαρκώς έβαφε το σπίτι. “Είμαστε φτωχοί και πρέπει όλα να είναι καθαρά” έλεγε. Μέσα στα άδεια, κάτασπρα δωμάτια τοποθετούσε όλα τα προϊόντα με τα οποία θα ξεχειμωνιάζαμε –έμοιαζε εγκατάσταση του Κουνέλλη– και τα μετρούσε. Δύο τσουβάλια φασόλια, πέντε κιλά ρύζι κ.λπ. Κι έλεγε: Αυτό βγάζει τόσα μαγειρέματα, εκείνο τόσα. Ολο αυτό προβαλλόταν μέσα στο φρεσκοβαμμένο σπίτι με μια μυθική διάσταση. Ε λοιπόν ναι, βοηθά η αίσθηση της
καθαριότητας, του μέτρου»

 

 

Της Εφης Μαρίνου  Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος

 

 

 

photo28

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (27)getFile (28)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είναι από τους πρώτους Ευρωπαίους σκηνοθέτες που πριν από 25 χρόνια ξεκίνησε μια έντονη διαπολιτισμική δραστηριότητα δουλεύοντας με το θέατρό του «Αττις» σ’ όλο τον κόσμο. Σήμερα, το πλάνο δουλειάς του Θόδωρου Τερζόπουλου εκτείνεται μέχρι και το 2015… Μετά την Ταϊβάν, την Εθνική Ακαδημία της Ιταλίας, την Αγία Πετρούπολη, τη Μόντενα της Ιταλίας, επιστρέφει για το 1ο διεθνές σεμινάριο στο «Αττις» (18 Ιουνίου-3 Ιουλίου). Ταξιδεύει στο Βερολίνο και μετά, για πρώτη φορά, σαράντα μέρες διακοπές…

 

Το διάλειμμα τελειώνει: Ιαπωνία, Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, Πράγα. Αθήνα για τη σκηνοθεσία του «Transit» στο «Αττις» και ξανά πίσω στη Ρωσία με δύο σκηνοθεσίες (Αγία Πετρούπολη και Μόσχα). Ξανά Ταϊβάν, αφού το 2015 θα παρουσιάσει στην πλατεία Σανγκ Κάι Σενγκ μια «Ορέστεια» που θα συνδέει τις δυο παραδόσεις –θα συμμετέχουν εκατό τυμπανιστές- απευθυνόμενη σε κοινό πέντε χιλιάδων θεατών.

 

- Πώς είναι αυτό το πολύχρονο, συνεχές ταξίδι;

 

«Μια διαδικασία που μου δίνει αισιοδοξία, δύναμη. Δεν με αποσπούν άλλα πράγματα. Δεν έχω τηλεόραση, δεν ξοδεύω ενέργεια στο διαδίκτυο. Κλείνω αυτιά και μάτια στην κόπρο που θέλουν να μας επιβάλουν. Δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η Μαρία, η βοηθός μου, παλεύει μαζί μου. Το σύστημα εργασίας του “Αττις” διδάσκεται ήδη σε τέσσερις Ακαδημίες και σύντομα σε επτά, με αντίστοιχα βιβλία που θα εκδοθούν. Πιστεύω στη μέθοδο. Χωρίς τους Στανισλάφσκι, Μέγιερχολντ, Γκροτόφσκι, Σουζούκι το θέατρο δεν θα προχωρούσε… Αλλοτε αναζητώντας το χάος μέσα στην τάξη κι άλλοτε την τάξη μέσα στο χάος».

 

- Η ανάγκη φυγής προς τα έξω πώς ξεκίνησε;

 

«Από μικρός ασφυκτιούσα και μάλλον έπαιξε ρόλο η καταγωγή, η πίεση των παιδικών χρόνων με τον πατέρα φυλακισμένο λόγω αριστερών φρονημάτων. Ηθελα να φύγω. Με βοήθησε ο αδελφός μου, που ήταν ήδη καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Λιψία και, φυσικά, ο Χάινερ Μίλερ στο Βερολίνο. Σιγά σιγά άνοιξε ένας δρόμος. Και τότε, μη έχοντας τη δυνατότητα να επιστρέψω, άρχισα να βλέπω την Ελλάδα αλλιώς, να σχεδιάζω μέσα μου την στάση των επόμενων χρόνων. Η πατρίδα, η γλώσσα, η βάση μου είναι εδώ. Δεν θα κλείσω ποτέ το θέατρο. Οι ηθοποιοί είναι η οικογένειά μου. Οσο μπορώ θα δουλεύω έξω για να πληρώνονται όλοι και όλα, ακριβώς στην ώρα τους. Οταν στον πυρήνα υπάρχει συνοχή, αγάπη, η κολεκτίβα αναπτύσσεται. Τότε βλέπεις και τον έξω κόσμο αλληλέγγυα».

 

- Δεν νιώθετε ηττημένος έξω από την ασφάλεια του θεάτρου;

 

«Ποτέ δεν ήμουν νικητής. Ηττημένος γεννήθηκα, ηττημένος μεγάλωσα, ηττημένος έδρασα. Η τέχνη είναι του ηττημένου και η νίκη είναι του πολιτικού. Γι’ αυτό ο καλλιτέχνης συνεχώς παλεύει. Η Αθήνα μού λείπει και συγχρόνως με απελπίζει. Το 1992, εποχή της απίστευτα μεγάλης κρίσης στη Ρωσία, σκηνοθετούσα το “Κουαρτέτο” με την Ντεμίτοβα. Μέσα σε εκείνη την τρομαχτική κατάσταση, ο δήμαρχος της Μόσχας μεταμόρφωνε την γκρίζα πόλη. Την έβαφε ολόκληρη. Θα μου μείνει αλησμόνητο. Το χρώμα έδιωξε τη μελαγχολία από τους ανθρώπους, μπήκε η άνοιξη, αναθάρρησαν».

 

- Αρκεί άραγε η καθαριότητα, το χρώμα;

 

«Εζησα τη μεγάλη φτώχεια του εμφυλίου. Δεν θα ξεχάσω τη μάνα μου που, διαρκώς, έβαφε το σπίτι. Δεν ξεχνώ την απάντησή της όταν παραπονιόμουν: είμαστε φτωχοί και πρέπει όλα να είναι καθαρά. Μέσα στα άδεια, κάτασπρα δωμάτια, τοποθετούσε όλα τα προϊόντα με τα οποία θα ξεχειμωνιάζαμε –έμοιαζε εγκατάσταση του Κουνέλλη- και τα μετρούσε. Δύο τσουβάλια φασόλια, πέντε κιλά ρύζι κλ.π. Κι έλεγε: αυτό βγάζει τόσα μαγειρέματα, εκείνο τόσα. Ολο αυτό προβαλλόταν μέσα στο φρεσκοβαμμένο σπίτι με μια μυθική διάσταση. Ε λοιπόν ναι, βοηθά αυτή η αίσθηση της καθαριότητας, του μέτρου. Επί μία δεκαετία, με τους άντρες είτε σκοτωμένους είτε στη φυλακή, το χωριό επιβίωσε με τις ανταλλαγές αγαθών, την αλληλεγγύη».

 

- Μοιάζει να μην έχετε προσωπικές ανάγκες

 

«Εζησα πάντα με το πνεύμα της οικονομίας, μετρώντας, μεριμνώντας για τις υποχρεώσεις: ΙΚΑ, ηθοποιοί, λογαριασμοί. Αν περίσσευε κάτι, δεν έπαιρνα ρούχα, αλλά έναν ή δυο προβολείς για το θέατρο. Κι όταν πια είδα ότι η δουλειά μου αποδίδει και οικονομικά, σκέφτηκα ότι χρειάζομαι ακόμη έναν χώρο. Και αγόρασα το απέναντι κτίριο για να γίνονται πρόβες, εργαστήρια, παραστάσεις».

 

- Μετανιώσατε για κάτι που κάνατε ή δεν κάνατε;

 

«Ισως εγκατέλειψα τον εαυτό μου. Το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς μου πήγε στο θέατρο. Επί είκοσι χρόνια δεν ήξερα τι σημαίνουν διακοπές. Επίσης, δεν ασχολήθηκα με το αστικό δράμα. Ξεχάστηκα με τις τραγωδίες. Μετά το “Transit” θα καταπιαστώ με μεγάλα κείμενα του αστικού ευρωπαϊκού θεάτρου, όχι με τρόπο μεταμοντέρνο, αλλά μέσα από τη δική μου ματιά».

 

- Υπήρξατε συμμαθητές με τον Λευτέρη Βογιατζή στη Σχολή Μιχαηλίδη.

 

«Ο φίλος της εφηβείας μου. Την ημέρα του θανάτου του ξενύχτησα ψάχνοντας να βρω την αλληλογραφία μας∙ τριάντα επιστολές που ανταλλάξαμε όταν ήμουν στρατιώτης και μετά στη Γερμανία. Τις διάβαζα και ένιωθα να ζωντανεύουν όλες οι όμορφες, ποιητικές αντιφάσεις του. Εβλεπα την αγωνία του 20χρονου Λευτέρη για την τέχνη του. Τον θυμάμαι να μου λέει περιχαρής: “Σου έφερα τον πρώτο Τζόις που θα διαβάσεις: «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη»… Μιλούσαμε για τον Ρίλκε, τον Ρεμπό, διαβάζαμε συχνά δίπλα δίπλα. Στη Σχολή Μιχαηλίδη –την προτιμήσαμε γιατί δίδασκε ο μύθος-Σεβαστίκογλου, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας- ήμασταν από τους χειρότερους μαθητές. Κινδυνεύαμε να μείνουμε στην ίδια τάξη, αλλά δουλεύοντας μαζί, στο παρά πέντε, τα καταφέραμε. Ο Λευτέρης ήταν ο πιο ευκατάστατος όλων μας. Πηγαίναμε σπίτι του και αδειάζαμε το ψυγείο. Αλλοτε μας έφερνε στη Σχολή ταπεράκια… Σαν άνθρωπος, αξιολάτρευτος, τρυφερός, παιχνιδιάρης».

 

- Εσείς κάτω από τη σκηνή, εκείνος κάτω και πάνω στη σκηνή.

 

«Θα ήθελα η δουλειά του να βγει στο εξωτερικό. Εκείνος δεν ήθελε. Φοβόταν και τα αεροπλάνα. Νιώθω γι’ αυτόν ξεχωριστή εκτίμηση και αγάπη. Ηταν καλλιτέχνης υψηλής πνευματικότητας. Ο,τι έκανε δεν ήταν ποτέ μέσα στην ιδεολογία του εφήμερου. Θυμάμαι σχεδόν όλες τις παραστάσεις του κι αυτό κάτι λέει με τόσα που έχω δει τριγυρίζοντας στον κόσμο. Είχε αυτή την απόλυτη, θαυμαστή σχέση με τα πράγματα. Επί χρόνια ένιωθα ότι μας συνέδεε ένα είδος συνενοχής, ένας πολύ εσωτερικός διάλογος. Πικράθηκα πολύ με τον θάνατό του».

 

- Θα σκηνοθετούσατε, στην Ελλάδα, παράσταση εκτός «Αττις»;

 

«Συχνά, όταν έρχονται στο θέατρο περισσότεροι από αυτούς που μπορούν να αντιληφθούν αυτό που κάνω, ανησυχώ. Ακούγεται παράξενο και μάλιστα σε περίοδο κρίσης, αλλά το νιώθω. Αναρωτιέμαι μήπως έχω γίνει mainstream. Δεν με ενδιαφέρει να προκαλέσω. Δουλεύω βασανιστικά τις λεπτομέρειες. Προσπαθώ να βρω κάτι που δεν υπάρχει, όπως κι ο Λευτέρης… Ψάχνω το ανεξήγητο, το ανερμήνευτο. Είμαι μέσα στη δυσκολία και κάποτε τη μεταφέρω στους θεατές. Ομως δεν πρέπει να πάρουν δουλειά για το σπίτι; Αν τα αντιληφθούν όλα σε μια παράσταση, δεν απομένει παρά ένα ωραίο στιφάδο και μετά ύπνος».

 

- Δουλεύετε πολύ την κίνηση, την αναπνοή, το σώμα του ηθοποιού. Τι σημαίνει για σας η σωματική έκφραση;

 

«Το ενεργητικό σώμα είναι το ισχυρότερο μέσον αντίστασης. Σήμερα είναι κουρασμένο, ξεχαρβαλωμένο, παθητικό, παραδομένο στην τηλεόραση και στο fb. Τόσο αδρανοποιημένο, που τα χέρια προσομοιάζουν με του πιθήκου έτσι όπως ακουμπούν στο πληκτρολόγιο. Αυτό το σώμα πώς θα αντιμετωπίσει τη βία, την τρομοκρατία; Εγώ δεν δουλεύω μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά. Κι αυτό με συντηρεί σε φόρμα, σε εγρήγορση ώστε να εργάζομαι, να ταξιδεύω, να διδάσκω, να περπατώ, να είμαι χαρούμενος».

 

- Στη Λατινική Αμερική δραστηριοποιείται θεατρική ομάδα που φέρει το όνομά σας: «Τeo Terenous» («Τερέν του Θεόδωρου»).

 

«Παρουσιάζουν τη δουλειά τους –και αρχαίο δράμα- σ’ όλο τον κόσμο. Με ακτιβίστικο πνεύμα πηγαίνουν και σε εμπόλεμες περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Δεν θέλω να περιαυτολογώ αλλά, πιστέψτε με, η ελληνική ιδέα έχει ορίζοντα. Αν το αντιληφθείς νωρίς, ξανοίγεσαι στον κόσμο και κάποτε συνειδητοποιείς ότι αυτό που εν τέλει υποστηρίζεις είναι η χώρα σου. Οφείλεις να είσαι και παρεμβατικός. Θυμάμαι ξένους συνέδρους σε διεθνή συνάντηση που υποστήριξαν ότι η Ευρώπη αρχίζει από την Αναγέννηση. Διαγράφουν, δηλαδή, το Βυζάντιο, ακόμα και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ηταν παρών και εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού, ο οποίος σιώπησε. Και τότε πήρα τον λόγο. Και τους τα είπα…».

 

- Φταίει η άσκηση πολιτικής;

 

«Βγαίνουμε έξω και δεν έχουμε κότσια να διαπραγματευτούμε. Ε, λοιπόν, δεν παίζεται έτσι το παιχνίδι∙ το ξέρω από πείρα. Οταν συζητώ με τους ξένους, παλεύω σκληρά καλλιτεχνικούς όρους αλλά, ναι, και οικονομικούς. Γιατί οι όροι μου αφορούν όχι μόνο τη δουλειά μου, αλλά και την Ελλάδα -μακριά από μένα οι μεγαλοϊδεατισμοί. Οι Ελληνες πολιτικοί υποτάσσονται σαν από χόμπι, βίτσιο, ασθένεια. Λες κι είναι ξενόδουλοι από παράδοση… Γι’ αυτό, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, χάνουμε συνέχεια. Ενα ολόκληρο πολιτικό σύστημα φτιαγμένο για να ηττάται. Να, τώρα θύμωσα…».

 

[email protected]

 

 

Scroll to top