Του Νίκου Τσάμη*
Πλησιάζει ο καιρός που θα ανοίξει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος στο περιθώριο του δημόσιου διαλόγου, ο οποίος κυριαρχείται από το εάν έχουμε μπροστά μας μια «ιστορία επιτυχίας» της χώρας μας και της περήφανης κυβέρνησής της ή όχι. Μια αναθεώρηση που, όπως φαίνεται, το μείζον θέμα της θα είναι η μείωση του αριθμού των βουλευτών σε αντίθεση με την κοσμογονία των «μεταρρυθμίσεων», δηλαδή την εκποίηση δημόσιου πλούτου, την ισοπέδωση του κράτους-πρόνοιας και της προστασίας της εργασίας.
Οι επιλογές των ελληνικών και ευρωπαϊκών ελίτ είναι σαφείς: Αύξηση της παραγωγικότητας μέσω «κινεζοποίησης» του παραγωγικού τοπίου, φτωχοποίηση, καταστολή. Αναρωτιέται κανείς πόσο βιώσιμο είναι μακροπρόθεσμα ένα τέτοιο μοντέλο τη στιγμή που η χρεοκοπία στο επίπεδο των θεσμών προηγήθηκε της οικονομικής. Μια πρωθυπουργική καμαρίλα που υποκατέστησε την όποια θεσμική διάρθρωση με την διαπλοκή και τον διαγκωνισμό για την εύνοια του αρχηγού-κομματάρχη. Σε τέτοιο περιβάλλον δεν πρέπει να απορεί κανείς για την άνθηση της κλεπτοκρατίας και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου. Σήμερα επιχειρείται όχι η εθνική ανασύνταξη, αλλά η συνέχιση της ίδιας διαδικασίας με κουρσάρους την υπερεθνική Χρηματοπιστωτική Ακρίδα και την εγχώρια επαρχιώτικη ελίτ σε σχέση υπαλληλίας της. Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται το ερώτημα ποια θα μπορούσε να είναι η στάση της κοινωνίας. Ποια θα μπορούσε να είναι η πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να ενώσει την διάχυτη αγανάκτηση σε καίρια πολιτική επιδίωξη της κοινωνίας των πολιτών, ξεπερνώντας τα κομματίδια που ιδρύουν σωρηδόν τα απόβλητα του πολιτικού συστήματος πλειοδοτώντας σε βερμπαλισμό και κενολογία.
Για την «Πρωτοβουλία για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή» είναι σαφές ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει εάν δεν ξαναγραφτεί ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας κατά τρόπον που δεν θα επιτρέπει τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Μόνον μια Ριζική Συνταγματική Αλλαγή μπορεί να εγγυηθεί ότι η περίφημη «επανεκκίνηση» δεν θα είναι ένας νέος κύκλος ελπίδας και καταστροφής που παρατηρείται στην Πατρίδα μας κάθε τρεις, τέσσερις δεκαετίες. Στοιχειώδεις πρόνοιες μιας τέτοιας αλλαγής θα μπορούσαν να είναι: Η εισαγωγή των δημοψηφισμάτων για τοπικά και γενικότερα ζητήματα, η λαϊκή πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων, η κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών και το όριο των δύο θητειών στα αιρετά αξιώματα, η διάκριση των εξουσιών με το ασυμβίβαστο βουλευτή – υπουργού και τις χωριστές εκλογές για νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης με την εκλογή της ηγεσίας της από τους λειτουργούς της και όχι από την εκτελεστική εξουσία,η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου για να μπορεί να επεμβαίνει σε ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος, ρήτρες ελέγχου της διαχείρισης του δημόσιου χρήματος μόνον από τη Δικαιοσύνη, ρήτρες ελέγχου της ασυδοσίας των ΜΜΕ κ.λπ.
Οι καιροί απαιτούν από όλους να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Ιδίως να μην βαυκαλιζόμαστε με «ιστορίες επιτυχίας» που αφήνουν ανέπαφο το πολιτικό σύστημα που επέτρεψε στην Καταστροφή να συμβεί. (Το τελευταίο ισχύει και για την Αριστερά!) Να αντιληφθούμε ότι πρωτίστως πρέπει να αποκαταστήσουμε την λειτουργικότητα των θεσμών πριν επιχειρήσουμε οτιδήποτε θα έβγαζε τη χώρα από τη σημερινή δεινή θέση. Να αντιληφθούμε ότι οι δυσκολίες απαιτούν την πορεία μας με τον μέγιστο βαθμό νομιμοποίησης όλων των εξουσιών και άρα τον μέγιστο βαθμό συμμετοχής του Λαού στις διαδικασίες που θα νομιμοποιούν αυτές τις εξουσίες. Το παράδειγμα της Ισλανδίας είναι εδώ για να μας εμπνεύσει σαν ένας τρόπος που η Δημοκρατία αποτέλεσε το φάρμακο για την κρίση….
………………………………………………………………………………
* Ιατρός, Διδάκτωρ Κοινωνικής Ιατρικής, ιδρυτικό μέλος της «Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή»