Η καταλυτική ροπή της κυβέρνησης Σαμαρά προς τον πολιτικό αυταρχισμό σηματοδοτεί μια ουσιώδη αλλαγή που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια και τώρα, ελέω μνημονιακών αδιεξόδων, δείχνει να φτάνει στην κορύφωσή της. Η δογματική εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης συνταγής προβάλλει ως υπέρτατη αξία, σαν ένα αυθύπαρκτο αγαθό, στην υπεράσπιση και συντήρηση του οποίου η νομιμότητα υποτάσσεται. Ετσι, όπως λέει ο Λουίτζι Φεραγιόλι στο εμβληματικό έργο του «Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής», αλλάζει ο χαρακτήρας των εγγυήσεων: «Από σύστημα εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών και της διαφωνίας, γίνεται σύστημα εγγυήσεων της ασφάλειας, που δεν προστατεύει πια τους πολίτες από τις καταχρήσεις εξουσίας του κράτους, αλλά το κράτος και τους “δημοκρατικούς” θεσμούς από τη διαφωνία και την αντίθεση των πολιτών».
Ο δρόμος για τον πολιτικό αυτό αυταρχισμό στρώθηκε τα προηγούμενα χρόνια ως αντίληψη από ένα είδος «αυταρχικού μεταρρυθμισμού», ο οποίος άνθησε κυρίως στην οκταετία Σημίτη. Μεταλλαγμένοι πολιτικοί της Σοσιαλδημοκρατίας, σε ένα κοινό μέτωπο με «καθαρούς» (νεο)φιλελεύθερους, οραματίζονται ότι ως άλλοι Μεγάλοι Πέτροι θα βγάλουν τη χώρα από την ιστορική της καθυστέρηση και θα την οδηγήσουν μέσω του «εκσυγχρονισμού» στις λεωφόρους της ανάπτυξης, έστω και εάν η ίδια η κοινωνία ανθίσταται, κολλημένη, υποτίθεται, στα αρχαϊκά πολιτικά της πρότυπα. Φυσικά, πίσω από αυτές τις αφυδατωμένες και θολές έννοιες των «μεταρρυθμίσεων», του «εκσυγχρονισμού» και της «ανάπτυξης» κρυβόταν η προσπάθεια να περάσει η νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Γι' αυτό και δεν μπήκαν ποτέ σε συζήτηση ερωτήματα όπως: Τι ακριβώς σηματοδοτεί ο εκσυγχρονισμός; Μεταρρυθμίσεις με ποια κριτήρια; Ανάπτυξη για ποιον; Ποιος θα είναι ο φορέας του εκσυγχρονισμού; Ποιος αποφασίζει την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων; Και τα ερωτήματα αυτά δεν τέθηκαν γιατί οι απαντήσεις είναι προφανείς: το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων και της πολιτικής ελίτ που τους εκπροσωπεί, ο εκσυγχρονισμός συνεπάγεται την προσαρμογή των κρατικών δομών στις ανάγκες μιας νεοφιλελεύθερης προσέγγισης, που συνοψίζεται στο δόγμα «λιγότερο κράτος με κάθε κόστος» και η ανάπτυξη είναι ο ευφημισμός για την επιβολή μιας «ανταγωνιστικότητας» με θύμα τη λαϊκή πλειοψηφία.
Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα βλέπουμε τους περισσότερους αστέρες του σημιτικού εκσυγχρονισμού να κοιτούν με δέος τον Αντώνη Σαμαρά και άλλοι να τον στηρίζουν ανοιχτά, ενώ άλλοι θεωρούν απλώς «απαραίτητη» την παρουσία του. Αυτή η «ψυχική ταύτιση» κάνει για κάποιους ανεκτή την παλαιοκομματική και άκρως συντηρητική προσωπικότητα του πρωθυπουργού, ο οποίος οικονομικά ταυτίζεται με τον νεοφιλελευθερισμό, πολιτικά με την ακροδεξιά και κοινωνικά με τον πατερναλιστικό αυταρχισμό.
Η ραγδαία διολίσθηση του Αντώνη Σαμαρά και του επιτελείου του στη διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων (βλ. πράξεις νομοθετικού περιεχομένου) και ο ευτελισμός και αυτού ακόμα του κολοβού Κοινοβουλίου πρέπει να κινητοποιήσει τα δημοκρατικά ανακλαστικά των πολιτών, γιατί, ως φαίνεται, το πραξικοπηματικό κλείσιμο της ΕΡΤ ήταν μόνο η αρχή.