Του Τάσου Πετρόπουλου*
«Να μην επιβαρυνθεί η Δικαιοσύνη με τις κυβερνητικές ευθύνες». Με αυτόν τον τίτλο συνόδευα το άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας, αλλά ο συντάκτης ύλης, από δικαιολογημένη οργή, έδωσε τον τίτλο «Εκτροπή της Δικαιοσύνης». Με τον τίτλο αυτό διαφωνώ απολύτως. Διότι ευτυχώς δεν έχει (ακόμα) διαμορφωθεί τέτοια κατάσταση. Να όμως που πυροδοτείται ακόμα και σε επικοινωνιακό επίπεδο. Το χαλκείο που κατασκεύασε και απέδωσε στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας τις δήθεν διευκρινιστικές δηλώσεις για τη λήξη της σύμβασης των εργαζομένων στην ΕΡΤ, αυτή τη φορά εξέπεμψε από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Τον κατά τα άλλα ανεξάρτητο και αδέσμευτο φορέα αμερόληπτης πληροφόρησης και ελεγμένων για την αλήθειά τους γεγονότων. Η «είδηση» στην υπηρεσία της κυβερνητικής εξουσίας.
Σε αυτούς τους σκληρούς καιρούς που διανύουμε, οφείλουμε να μην υποστείλουμε τον αγώνα για την αμεροληψία της Δικαιοσύνης. Εγχείρημα δυσχερές καθώς δεν παύει να αποτελεί αποτελεσματικό μηχανισμό κρατικής επιβολής. Από αυτή την άποψη υιοθετώ την πνευματική διαθήκη του αείμνηστου καθηγητή και ακαδημαϊκού Ι. Μανωλεδάκη που συνοψίζεται στις λίγες γραμμές που ακολουθούν: «Σε ένα κράτος δικαίου, δηλαδή σε ένα κράτος όπου η εξουσία αυτοπεριορίζεται κατά την άσκησή της με νομικούς κανόνες που ισχύουν απαρέγκλιτα για όλους, η Δικαιοσύνη αποτελεί τη σημαντικότερη πολιτειακή λειτουργία. Διότι σε αυτήν ανατίθεται κατά το Σύνταγμα ο έλεγχος της τήρησης των νόμων, από την ίδια την πολιτειακή εξουσία σε όλες τις μορφές άσκησής της.
Η οποιαδήποτε εξουσία βρίσκεται υπό τον διαρκή δικαστικό έλεγχο, που ανακόπτει ως φραγμός κάθε αυθαίρετη, καταχρηστική ή καθ' υπέρβαση άσκησή της.
Με την ανάθεση αυτού του εγγυητικού (υπέρ του πολίτη) και ελεγκτικού (της εξουσίας) ρόλου τα δικαστήρια αποκτούν παράλληλα και έναν αντιεξουσιαστικό προορισμό. Για να επιτελέσει όμως ο δικαστικός λειτουργός αυτόν τον προορισμό του, θα πρέπει να υπερβεί την ιδιότητά του ως φορέα της ενιαίας (κατ' άρθρο 26 Σ.) κρατικής εξουσίας και να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Κι εδώ είναι που ανακύπτει ως αίτημα η δικαστική ανεξαρτησία. Ετσι δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητος -ως εγγυητής των ελευθεριών του πολίτη και ως ελεγκτής της άσκησης εξουσίας- ο δικαστής εκείνος που, ταυτιζόμενος με τη νομοθετική εξουσία, εφαρμόζει αντισυνταγματικούς νόμους ή, ταυτιζόμενος με τη διοίκηση, δεν ακυρώνει μια παράνομη διοικητική πράξη.
Είναι φανερό ότι τα δικαστήρια, ως «πυλώνας» του κράτους δικαίου, δέχονται και τους κραδασμούς της σύγκρουσης με εκείνες τις δυνάμεις που τα θεωρούν εμπόδιο στη χωρίς όρια ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Οταν η αντοχή των δικαστών για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους εμφανίζεται μειωμένη σ’ αυτή τη σύγκρουση, το κράτος δικαίου διέρχεται κρίση».
Στην αντοχή των δικαστών προσβλέπουμε.
……………………………………………………………
*Δικηγόρος–εργατολόγος