Pin It

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Art

 

Η σκηνοθέτις της αγαπημένης ταινίας «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» επέστρεψε

 

Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου έλειψε δέκα χρόνια από το σινεμά. Και να που η νέα της ταινία, το «September», κάνει την πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα του Κάρλοβι Βάρι. Και είναι μια ταινία που αναρωτιέται: τι είναι φυσιολογικό, τι είναι μοναξιά, τι είναι ευτυχία; Κι έχει δύο σπουδαίες ηθοποιούς, την Κόρα Καρβούνη και τη Μαρία Σκουλά

 

 

getFilas3e

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

Μας είχε λείψει η Πέννυ Παναγιωτοπούλου. Τα χρόνια περνούσαν και ταινία δεν έκανε. Κι όμως. Το 2002 η πρώτη της δουλειά είχε ξεχωρίσει, βραβευτεί, αγαπηθεί. Ηταν οι «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου», για ένα παιδάκι που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον θάνατο του πατέρα του. Ο νεαρός του πρωταγωνιστής Γιώργος Καραγιάννης είχε κερδίσει στο Λοκάρνο, από τα σημαντικότερα φεστιβάλ της Ευρώπης, βραβείο α' ανδρικού ρόλου, η ίδια η ταινία ειδική διάκριση από την κριτική επιτροπή. Βλέπετε, το ελληνικό σινεμά υπήρχε, βραβευόταν, πρόσφερε σημαντικές ταινίες και πριν από δέκα χρόνια – καμιά φορά το ξεχνάμε.

 

Και, να, ξαφνικά, που η νέα ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου, το «September», κέρδισε μια θέση στο διαγωνιστικό τμήμα του 48ου Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι (29 Ιουνίου-6 Ιουλίου), ένα παλιό, μεν, φεστιβάλ -ξεκίνησε το 1946- που όμως τα τελευταία χρόνια ξαναμπήκε, φρέσκο, ανήσυχο και πρωτοπόρο, στο κέντρο των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Ναι, από κει ξεκίνησε πέρυσι η εξαιρετική πορεία της ταινίας «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» τού Εκτορα Λυγίζου με τη βράβευση του πρωταγωνιστή του, Γιάννη Παπαδόπουλου.

 

Με σενάριο της σκηνοθέτιδος σε συνεργασία με την εξαιρετική νέα πεζογράφο Κάλλια Παπαδάκη, είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας-Γερμανίας (ZDF, ARTE, ΕΡΤ). Πρωταγωνιστούν η Κόρα Καρβούνη, η Μαρία Σκουλά και στον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο ο θεατρικός σκηνοθέτης Νίκος Διαμαντής.

 

Εχουμε μάλλον πολλά να πούμε με την Πέννυ Παναγιωτοπούλου. Να ξαναπιάσουμε το νήμα που «κόπηκε» πριν από δέκα χρόνια…

 

-Πέρασε πολύς καιρός από την προηγούμενη ταινία σας. Να περιμένουμε κάτι εντελώς διαφορετικό;

 

getFzxe3ile«Ναι, έτσι νομίζω. Αλλά δεν πιστεύω ότι μέτρησαν σ' αυτό μόνο τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν και που με άλλαξαν, με προχώρησαν. Θεματικά και κινηματογραφικά είναι πολύ διαφορετική. Οι «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί» ήταν πιο λυρική, πιο ποιητική ταινία. Αυτή είναι μια αυστηρή, σχεδόν ψυχρή καταγραφή. Και αυτή η ταινία, όμως, θέλω να πιστεύω ότι σε αγγίζει, σχεδόν σε σκίζει συναισθηματικά, αλλά με τρόπο ξεχωριστό. Νομίζω πως η ιστορία της αφορά πολύ περισσότερες εκφάνσεις της πραγματικότητας, όχι μόνο το πένθος ή την απώλεια. Ξεκινάει από εκεί για να μιλήσει εν τέλει για τη ζωή και την ανθρώπινη υπόσταση».

 

-Είναι και κινηματογραφικά διαφορετική;

 

«Η ένδεια στα μέσα με βοήθησε. Εκανα σινεμά σινεμά. Και παρ' όλο που δεν υπάρχουν κινήσεις της κάμερας κ.λπ. δεν σου λείπουν, ούτε εμένα μου έλειψαν στο γύρισμα. Μου άρεσε κιόλας. Δεν ταίριαζε στην ταινία η κάμερα στο χέρι. Η μόνη απόφαση που έπρεπε να πάρω, ήταν πού θα μπει η κάμερα για να αποτυπωθεί σε βάθος η ιστορία. Επέλεξα στατικά κάδρα – μπορείς να πεις ότι έχει ένα είδος θεατρικότητας η ταινία. Ολη η κίνηση και ο ρυθμός δημιουργήθηκαν στο μοντάζ».

 

-Ποιο είναι, λοιπόν, το θέμα της;

 

«Στη αρχή, αντανακλαστικά πάντα, μου 'ρχεται να πω το λάθος πράγμα. Να ορίσω, δηλαδή, την ιστορία του «September» μονοσήμαντα: μια ταινία για τη μοναξιά ή για τη μοναχικότητα. Μετά μου 'ρχεται να πω ότι είναι μια ταινία για δύο μοναξιές. Τελικά, ξέρετε τι είναι; Μια αισθηματική αγωγή ορισμένων ανθρώπων και κυρίως της Αννας (Κόρα Καρβούνη). Μια ιδιότυπη ιστορία ενηλικίωσης. Η ηρωίδα μου είναι μια νέα γυναίκα, στα 30 της, που ζει μια κανονική, πολύ ήσυχη ζωή με τον εαυτό της και τον σκύλο της. Και ξαφνικά ο σκύλος πεθαίνει. Μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, ζητάει να τον θάψει στον κήπο τής απέναντι οικογένειας. Μεταφορικά και συμβολικά όμως τι κάνει; «Φυτεύει» το πένθος της στους άλλους. Το μοιράζεται. Το μεταφέρει. Ετσι εμπλουτίζεται η ιστορία, δυναμώνει. Η Αννα χαζεύει την ευτυχισμένη οικογένεια. Αναμετριέται μαζί της. Νοσταλγεί αυτό που ακόμα δεν έχει και που μπορεί, βέβαια, κάποτε να αποκτήσει, ποιος ξέρει. Ερωτεύεται τη Σοφία (Μαρία Σκουλά), την άλλη γυναίκα, τα παιδιά και τη ζωή που ζουν. Ερωτεύεται τη φασαρία τους σε σχέση με τη δική της ησυχία, ερωτεύεται ακόμη και τη δυστυχία τους!».

 

-Πολύ περίεργη κοπέλα θα την έλεγα.

 

«Ναι, είναι περίεργη γιατί δεν ανήκει στον μέσο όρο. Η Αννα είναι μια ρομαντική ηρωίδα. Γι' αυτό και πολλοί άνθρωποι, ο μέσος όρος που έχει μάθει να κατατάσσει και να κατηγοριοποιεί τα πράγματα για να 'ναι ήσυχος και ευτυχισμένος, μπορεί και να τη βρει μη φυσιολογική. Ομως η ταινία ακριβώς σε αυτό θέλει να πατήσει. Να παίξει με τα όρια, με τα ψυχικά σύνορα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της αγάπης, της πίστης και της διαφορετικότητας. Εναλλάσσει συνεχώς, υπόγεια ελπίζω, συναισθήματα για το τι είναι το φυσιολογικό και τι δεν είναι, τι είναι ευτυχία, τι δεν είναι. Τι είναι η μοναξιά. Αυτή η ταινία ασχολείται με αρκετά μεγάλα πράγματα, χρησιμοποιώντας μικρές κλίμακες».

 

-Η άλλη οικογένεια είναι όντως ευτυχισμένη;

 

«Οπως ξέρεις πολύ καλά, πολύ λίγες είναι οι πραγματικά ευτυχισμένες οικογένειες. Στην άλλη γυναίκα, τη Σοφία, η Αννα ανακινεί και ανασύρει τον φόβο. Γι' αυτό που θα μπορούσε να είναι, γι' αυτό που θα μπορούσε να γίνει. Ή μήπως γι' αυτό που ήδη είναι, δηλαδή μια μόνη γυναίκα; Η Αννα, όμως, ταυτόχρονα τη γοητεύει, όχι μόνο γιατί είναι σαγηνευτική και ελεύθερη, αλλά πιο πολύ γιατί την καταλαβαίνει. Ενώ ο άντρας της δεν την καταλαβαίνει καθόλου».

 

-Και πώς τελειώνει η ιστορία;

 

«Σε ανεβάζει πάρα πολύ… Το τέλος της είναι απλό και μη αναμενόμενο, ακριβώς όπως είναι και η ζωή. Και βάθος και αφρός. Γι' αυτό και πολλές φορές μπορεί να είναι παρεξηγήσιμο. Ακριβώς γιατί δεν είναι βαρυσήμαντο. Αλλά έτσι είναι η ζωή για κάποιον που την αγαπά. Κι εγώ την αγαπάω».

 

-Ο τίτλος «September» θέλει κάτι να δηλώσει;

 

«Eίναι αφηρημένος, όπως αφηρημένη γίνεται στο τέλος και η ταινία. Δεν θα 'θελα να βγεις από την αίθουσα και να πεις: «Είναι μια ταινία γι' αυτό ή για 'κείνο». Και, δεύτερον, ο Σεπτέμβρης είναι το ίδιο αίσθημα που είναι και η ταινία: ένα ξεκίνημα, αλλά κι ένα τέλος, έχει μια χαρά, αλλά και μια στενοχώρια. Και είναι και στα χρώματα της ταινίας, καφεκόκκινος. Υπάρχει κι ένας υπότιτλος στα αγγλικά, μια φράση από τη Βίβλο: «Υπάρχει μια εποχή για όλα». Αυτό θέλει να πει η ταινία, ότι το ένα διαδέχεται το άλλο».

 

-Ολα αυτά τα χρόνια μακριά από το σινεμά πώς νιώθατε; Δεν σας πίεζαν όλοι να κάνετε ταινία;

 

«Πολύ. Κι αυτό με πίεζε περισσότερο, το «έλα Πέννυ». Επίσης το ότι έβαλα τον εαυτό μου σε μια θέση αποτυχίας, ενώ ήμουν σε θέση επιτυχίας. Αυτό ήταν το πιο άσχημο από ψυχολογική άποψη. Τώρα που έκανα αυτή την ταινία, δεν με νοιάζει πια που έλειψα τόσο. Γιατί ο χρόνος είναι υποκειμενικός, σαν το ασυνείδητο. Σε έναν χρόνο ανήκουν όλα –και οι «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί» και το «September»-, τον δικό μου εσωτερικό χρόνο. Κι αυτός είναι συνεχής και ταυτόχρονος. Επίσης πιο απλά, αφού υπάρχει αυτή η ταινία είναι σαν να μην έχουν περάσει δέκα χρόνια. Γιατί υπάρχει συνέχεια. Οταν δεν υπάρχει συνέχεια είναι τo πρόβλημα. Εχω ήδη την επόμενη ιδέα στο μυαλό μου. Και θα την ξαναδουλέψω με την Κάλλια Παπαδάκη και τον Γιαν Φλάισερ, αν με αντέχουν ακόμη!».

 

-Το σινεμά άλλαξε πολύ αυτά τα δέκα χρόνια (συνθήκες παραγωγής, αισθητική, διεθνείς ορίζοντες, νέοι, δυναμικοί παραγωγοί). Πώς βλέπετε τη νέα γενιά που τόσο διακρίνεται παντού, ακόμα και στα Οσκαρ;

 

«Μου αρέσει που το σινεμά μας έχει μπει στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Δεν μου αρέσει όμως να μιλάω με όρους γενιάς. Μου αρέσει να μιλάω πιο πολύ για ταινίες που μου αρέσουν και ταινίες που δεν μου αρέσουν. Για ταινίες που μένουν και ταινίες που δεν μένουν. Εκείνο που με ενοχλεί είναι ότι σε όλες τις τέχνες χρησιμοποιείται ο όρος «νέα γενιά» σχεδόν με «λαγνεία» δημοσιογραφική. Αυτό, νομίζω, γίνεται και από τεμπελιά, για να αρθεί η υποχρέωση της συντήρησης, της συνέχειας και της ιστορικότητας. Πώς και πού εγγράφονται, δηλαδή, ιστορικά οι γενιές όταν πάψουν πια να είναι νέες;».

 

-Πώς νιώσατε, λοιπόν, όταν πέθανε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;

 

«Ενιωσα χάλια. Λίγο τον γνώρισα προσωπικά. Αλλά χάθηκε, χάνεται μια ολόκληρη εποχή που την πρόλαβα λίγο. Να πού βρίσκεται η διαφορά της γενιάς του Αγγελόπουλου. Αυτοί οι άνθρωποι, άσχετα αν πολλοί δεν ήταν καθόλου γενναιόδωροι η αλληλέγγυοι –σήμερα αυτό δείχνει τελείως διαφορετικό- σημάδεψαν μια εποχή. Τώρα πια είναι αδύνατον η δημιουργία να είναι το ίδιο σημαντική, όπως τότε, για την κοινωνία. Τα πράγματα είναι λίγο πυροτεχνήματα, παλιώνουν γρήγορα. Στην εποχή του Αγγελόπουλου οι ταινίες έμεναν περισσότερο στο μυαλό. Γι' αυτό είναι ωραίο εμείς, που είμαστε μια μικρή χώρα, να κρατάμε κάποια πράγματα μέσα μας, να υπάρχει παντού μια συνέχεια».

 

-Αλήθεια, η κρίση στην ταινία σας υπάρχει καθόλου; Οι νέοι σκηνοθέτες λίγο-πολύ κάπως εμπνέονται από αυτήν.

 

«Νομίζω ότι υπάρχει το κοινωνικό στοιχείο – αλλά δεν ξέρω πώς. Αλλά από την κρίση, ε, όχι, δεν εμπνέομαι. Διότι δεν εμπνέομαι από τίποτα που έχει αρχή, μέση και τέλος και κρατάει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Συμπάσχω και είμαι μέρος αυτού του πράγματος, αλλά δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω γι' αυτό καθόλου, τουλάχιστον με άμεσο τρόπο. Μεγαλώνοντας αρχίζεις και αφαιρείς πράγματα από το οπτικό σου πεδίο, όχι από το ψυχικό σου. Είσαι πιο κοντά σ' αυτό που λέμε «το τέλος των πραγμάτων», που είναι πιο ουσιαστικό. Δεν έχω την ορμή εγώ να ασχοληθώ με την κρίση, έχω ζήσει κι άλλη πριν από αυτήν, και οι μεγαλύτεροι από μένα κι άλλες. Δεν με κινητοποιεί καθόλου να βγω και να τραβήξω μια διαδήλωση. Εχω ζήσει το Πολυτεχνείο, ήμουν 14 χρόνων. Κι αυτή ήταν πιο σημαντική εικόνα για μένα. Κρατάω, λοιπόν, και κινητοποιούμαι από πιο κρυμμένα πράγματα, φωλιασμένα».

 

-Εχω πάντως την αίσθηση ότι το ελληνικό σινεμά ενδιαφέρει περισσότερο τα ξένα φεστιβάλ ακριβώς λόγω της κρίσης.

 

«Θα σας πω μια ωραία ιστορία. Για να περάσει το σενάριό μου από την ZDF έπρεπε να το… μπαλαμουτιάσω με την κρίση. Πού μπορούσε, όμως, να μπει η κρίση στην ιστορία μου; Εγραψα, λοιπόν, ένα ολόκληρο λογύδριο πώς θα φαίνεται η κρίση, ότι θα δείξουμε κλειστά μαγαζιά όταν περπατάει η Αννα με τον σκύλο της, τα «ενοικιάζεται» και τα «πωλείται». Αλλά δεν γύρισα τίποτε από όσα είχα πει. Και όταν ήρθε ο Γερμανός για το τελευταίο κατ, είδε την ταινία και σιώπησε. Την αισθάνθηκε, χωρίς να τη βλέπει την κρίση. Και δεν μου την ξαναανέφερε ποτέ».

 

 

Info: Παίζουν ακόμα ο Χρήστος Στέργιογλου και οι μικροί Αναστάσιος Τζερτζεμέλης, Ειρήνη Κολλιάκου.

 

Φωτογραφία: Γιώργος Μιχελής. Μοντάζ: Πέταρ Μάρκοβιτς. Καλλιτεχνική διεύθυνση: Λιλή Κεντάκα. Κοστούμια: Εύα Γκουλάκου.

 

 

 

 

 

 

Scroll to top