30/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ / ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣΑΦΙΕΡΩΜΑ / ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

Το βάθος της φιλικής σχέσης

Είχα την τύχη να συνδεθώ φιλικά με τον Κώστα Αξελό από τα εφηβικά μου χρόνια και η φιλία αυτή είχε διάρκεια πάνω από δύο δεκαετίες. Παρ’ ότι τη χαρακτήριζε μια έντονη.
      Pin It

Του Κωνσταντίνου Δασκαλάκη*

 

Είχα την τύχη να συνδεθώ φιλικά με τον Κώστα Αξελό από τα εφηβικά μου χρόνια και η φιλία αυτή είχε διάρκεια πάνω από δύο δεκαετίες. Παρ’ ότι τη χαρακτήριζε μια έντονη ασυμμετρία ως προς τη συνεισφορά του καθενός, ακόμα παραμένει συγκινητικό, όταν διαβάζω στις αφιερώσεις των βιβλίων που ανελλιπώς μου έστελνε με την έκδοσή τους: «με τη φιλία μου». Εκφραση που σαφώς διαφέρει από την πιο ουδέτερη διατύπωση: «φιλικά». Είναι γνωστό από το έργο του πως η φιλία αποτελούσε για εκείνον έναν στοχαστικό πόλο, γύρω από τον οποίο συχνά προσπάθησε να αναπτύξει περιοχές της σκέψης του. Ο νεολογισμός της φιλικότητας, που συχνά θεματοποίησε, συνδεόταν ακριβώς με αυτό το πρόβλημα της προσέγγισης των ορίων και του βάθους της φιλικής σχέσης.

 

Δεν είναι καθόλου τόσο μεγαλόσχημο όσο κινδυνεύει να ακουστεί, πως αυτή η μακροχρόνια φιλία συνέβη να είναι για εμένα μια εισαγωγή στη φιλοσοφία. Δεν είναι μεγαλόσχημο, αν αναλογιστεί κανείς πως ζωή και στοχασμός δεν αποτελούσαν δύο στεγανούς κόσμους για τον Αξελό, ούτε καν δύο συγκοινωνούντες κόσμους, αλλά όψεις του ίδιου ενιαίου κόσμου. Τούτο λέγοντας, το να μπει κανείς σε μια κατανόηση μιας σκέψης που την έχει αισθανθεί κοντινή έχει μεγάλες δυσκολίες, καθώς συχνά η εγγύτητα παραμορφώνει την προοπτική.

 

Η πρώτη συνάντηση με τον Αξελό έλαβε συμπτωματικά χώρα στην Ιθάκη. Σε μια μεγάλη συντροφιά φιλικών οικογενειών, εκείνος οργάνωνε τις βραδιές, προτείνοντας να παίξουμε διάφορα παιχνίδια. Οσο διαρκούσε η συναναστροφή, κατάφερνε να ερεθίσει τη φαντασία και να ενθουσιάσει τους νεότερους, παρά την εφηβική τους αγωνία και πλήξη. Κατόπιν, όμως, η ανάμνηση αυτού του παιχνιδιού έδινε χώρο στην παράδοξη αίσθηση μιας αναζήτησης ενός όχι τόσο προφανούς βάθους. Αργότερα, άρχισα να ανακαλύπτω πως η έννοια του «παιχνιδιού» –πιο πολυσήμαντη και πιο βαθιά από αυτό που αποκαλυπτόταν στα παιχνίδια– αποτελούσε κάτι σαν ένα κέντρο στη στοχαστική του αναζήτηση.

 

Η χρονιά εκείνη της γνωριμίας μας συνέπεσε με ένα σημαντικό γεγονός για τον αδελφό μου κι εμένα, που ήταν ο θάνατος της μητέρας μας. Δίπλα στην αμηχανία και ιδίως τη σιωπή του εγγύτερου περιβάλλοντος, η στάση του στοχαστή μπροστά στη μετέωρη αίσθηση του τέλους και το θάρρος του μπροστά στη σκέψη του αναπόφευκτου αποτελούσαν μια ανατροπή. Με έναν πολύ σιγανό, όχι απαραίτητα εράσμιο τρόπο, πρότεινε κάτι που άρχισα λίγο λίγο να καταλαβαίνω εκ των υστέρων –κι ίσως αυτό αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο του τρόπου του, άρα της σκέψης του,– ένα άνοιγμα μπροστά σε αυτό που φάνταζε μόνο κλείσιμο για τους εφήβους που ήμασταν τότε. Αργότερα πάλι είδα πως ο στοχασμός του διαρκώς επιχειρούσε να προσεγγίσει αυτό το άνοιγμα.

 

Το πρόβλημα της θνητότητας συνδεόταν στενά, ήδη από εκείνες τις πρώτες κουβέντες, με τη μεγάλη σπαζοκεφαλιά ή, καλύτερα, με το βαθύ αίνιγμα που έχει το όνομα «κόσμος». Στον αντίποδα των γυμνασιακών σπουδών, που τις χαρακτήριζε η εμμονή στην αυθεντία των μαθηματικών, άκουγα λόγια που χωρίς μονοσήμαντους ορισμούς, και συνεπώς χωρίς πολύ μεγάλη σαφήνεια για τα νεανικά μου αυτιά, προκαλούσαν τη φαντασία να συλλάβει κάτι ολοένα πιο ευρύ και συνάμα πιο βαθύ: κάτι που ούτε συλλαμβάνεται ούτε εξαντλείται πλήρως, παρά την προσπάθεια. Τόσο η υπολογιστική μανία έμοιαζε να καθορίζει τη ματιά μας για τον κόσμο, ώστε εντυπωσιαζόμουν και φυσικά απελπιζόμουν που άκουγα –κι αργότερα διάβαζα– πολύ περισσότερο για το τι δεν είναι ο κόσμος, παρά για το τι είναι.

 

Η αρνητικότητα του ορισμού, που διατρέχει τη διαδρομή του Αξελού και βέβαια τον συνδέει με μια περιοχή της ιστορίας της σκέψης, μοιάζει δεμένη με την κατανόηση της σχέσης με τον κόσμο ως «περιπλάνησης». Η σταθερότητα με την οποία ο στοχαστής στέκεται μπροστά στο κενό, διακρίνοντας και ερμηνεύοντας, δεν συνιστά μιαν ακλόνητη θέση, πάνω στην οποία χτίζει ένα οικοδόμημα, αλλά μάλλον γεννάει μια κίνηση χωρίς βεβαιότητες. Οι αναφορές του Αξελού στον «πλάνητα» άνθρωπο, εκείνες τις έναστρες νύχτες στο νησί, δημιουργούσαν μια πολύτιμη ατμόσφαιρα για την προσέγγιση ίσως του πιο αβυσσαλέου κέντρου της σκέψης του: της τρεμάμενης σχέσης ανθρώπου και κόσμου. Της σκέψης πως περιπλάνηση δεν υπάρχει χωρίς κόσμο, αφού δεν στοχεύει παρά στο βάθος του κόσμου, και μαζί πως ο κόσμος έχει ανάγκη μια τέτοια περιπλάνηση.

 

Σε ένα από τα παιχνίδια που είχε προτείνει ο Αξελός εκείνες τις ημέρες των διακοπών, ο παίκτης υποδυόταν ένα ιστορικό πρόσωπο, οδηγώντας και συνάμα παραπλανώντας τους συμπαίκτες του. Την ανάμνηση της ανάλαφρης ταύτισης με κάποιο μακρινό παρελθόν στα πλαίσια του παιχνιδιού, άρχισε αργότερα να διαδέχεται η υποψία μιας παράδοξης συγχρονικότητας –την οποία ο στοχαστής υπονοούσε συχνά– και μαζί ενός χρόνου όχι απλά γραμμικού, ούτε απλά αιτιακού.

 

Σε έναν τέτοιο χρόνο, αντλώντας από ένα απροσδιόριστο μέλλον και χάρη σε κάποιο αινιγματικό κάλεσμα, ο στοχασμός φύεται, και απρόβλεπτα ξαναφύεται, σαν ανάμνηση ενός παρελθόντος, αλλά κάθε φορά σαν νέος, σαν μοναδικός. Παραμένοντας ανεπίκαιρος, έξω από τάσεις ή σχολές, φωτίζει κάτι από τη σχέση με τον κόσμο και ανοίγει μια νέα δυνατότητα. Τέτοια τα λόγια του στην τελευταία (χρονολογικά) αναζήτησή του: «Το κάλεσμα του α-διανόητου, το κάλεσμα μιας σκέψης η οποία δεν προϋποτίθεται από μιαν ύπατη αρχή, μπορεί να ανακύψει οποτεδήποτε, οπουδήποτε, με κάθε τρόπο, να μας επιβληθεί και να δημιουργήσει μια κατάσταση». (1)

 

…………………………………………………………………………………………….

 

*Αρχιτέκτων, διδάκτωρ Φιλοσοφίας

 

(1) Kostas Axelos, En quête de l’ impensé, Paris, Les Belles Lettres, Collection «encre marine», 2012, σελ. 30.

Scroll to top