30/06/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ευ+υγεία

Παθήσεις του θυρεοειδούς

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι συχνές και συχνά κληρονομικές. Πολλές συνοδεύονται από διόγκωση του αδένα (βρογχοκήλη). Οι παθήσεις του θυρεοειδούς διακρίνονται... .
      Pin It

Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι συχνές και συχνά κληρονομικές. Πολλές συνοδεύονται από διόγκωση του αδένα (βρογχοκήλη). Οι παθήσεις του θυρεοειδούς διακρίνονται σε εκείνες που προκαλούν αύξηση της λειτουργίας του αδένα (υπερθυρεοειδισμός), μείωσή της (υποθυρεοειδισμός) ή μη μεταβολή της (ευθυρεοειδισμός).

 

Του Δημήτρη Ν. Παπαχρήστου*

 

Υπερθυρεοειδισμός Προκαλείται από ποικίλα αίτια, με συνηθέστερο τη νόσο (ν) Graves που οφείλεται στην ανάπτυξη αυτο-αντισωμάτων (TSI), τα οποία διεγείρουν τη θυρεοειδική λειτουργία. Αλλες αιτίες υπερθυρεοειδισμού είναι το τοξικό αδένωμα, η πολυοζώδης τοξική βρογχοκήλη κ.ά. Παρά τις ιδιαιτερότητές τους, τα νοσήματα αυτά παρουσιάζουν κοινές κλινικές εκδηλώσεις που οφείλονται στην αθρόα κυκλοφορία και δράση των θυρεοειδικών ορμονών και αποδίδονται με τον όρο «θυρεοτοξίκωση». Αυτή εκδηλώνεται συνήθως με ταχυκαρδία, εφιδρώσεις, απώλεια βάρους, διάρροια, νευρικότητα, αϋπνία, τρόμο χεριών, υπερθερμία και επιτάχυνση των τενόντιων αντανακλαστικών. Ο υπερθυρεοειδισμός συνήθως συνοδεύεται από βρογχοκήλη. Στο 50% των ασθενών με ν. Graves παρατηρείται εξόφθαλμος, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν και άλλες οφθαλμικές, δερματικές, οστικές ή ηπατικές εκδηλώσεις.

 

Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα και την αύξηση των Τ3 και Τ4 με μείωση της TSH στο αίμα. Μπορεί επίσης να απαιτηθούν ραδιοϊσοτοπικές (π.χ. σπινθηρογράφημα) και άλλες εργαστηριακές εξετάσεις. Θεραπευτικά, ο υπερθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση, με ένα από τα ακόλουθα μέσα:

 

Αντιθυρεοειδικά φάρμακα: Αποτελούν τη συνηθέστερη επιλογή. Σπανίως, μπορεί να έχουν σοβαρές παρενέργειες (π.χ. 1-3% ακοκιοκυτταραιμία). Μετά από 18 μήνες αγωγής με φάρμακα, 50% των πασχόντων από ν. Graves θεραπεύονται, ενώ οι υπόλοιποι υποτροπιάζουν.

 

Ραδιενεργό ιώδιο: Εφαρμόζεται μόνο σε ενήλικους ασθενείς. Συχνά (70%) προκαλεί υποθυρεοειδισμό και δύναται να επιτείνει συνυπάρχοντα εξόφθαλμο.

 

Θυρεοειδεκτομή: Αποτελεί θεραπεία εκλογής σε πολυοζώδεις τοξικές βρογχοκήλες, ενώ στη ν. Graves επιφυλάσσεται για μεγάλες και ανθεκτικές στα άλλα μέσα βρογχοκήλες. Προϋποθέτει προετοιμασία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα και προεγχειρητική λήψη ιωδίου για αποφυγή «θυρεοτοξικής κρίσης», που αποτελεί σοβαρή κατάσταση. Μετεγχειρητικές επιπλοκές της αποτελούν η υπασβεστιαιμία (λόγω αφαίρεσης των παραθυρεοειδών αδένων) και το βράγχος φωνής (από τρώση του λαρυγγικού νεύρου) που είναι σπάνιες (1-2%) όταν η επέμβαση γίνει από εξειδικευμένους χειρουργούς.

 

……………………………………………………………………………………………..

 

Υποθυρεοειδισμός Μπορεί να προκύψει από διάφορα αίτια, όπως η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, η θυρεοειδεκτομή, η λήψη αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, η βαριά έλλειψη ιωδίου κ.ά. Οι κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν: βραδυκαρδία, αύξηση του σωματικού βάρους, υπνηλία, βραδυψυχισμό, κατάθλιψη, δυσκοιλιότητα, διαταραχές έμμηνης ρύσης, οιδήματα (μυξοίδημα) ή, ακόμη, περικαρδίτιδα και ασκίτη. Αν η νόσος παραμεληθεί, μπορεί να οδηγήσει σε κώμα και θάνατο, ενώ στη βρεφική ηλικία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή σωματική και πνευματική καθυστέρηση (κρετινισμός). Η διάγνωση βασίζεται στην εύρεση υψηλής TSH στο αίμα. Θεραπευτικά χορηγούνται διά βίου θυρεοειδικές ορμόνες.

 

…………………………………………………………………………………………….

 

Θυρεοειδοπάθειες με ευθυρεοειδισμό Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν συνήθως οι εξής παθήσεις:

 

1. Μη τοξική βρογχοκήλη: Θεωρείται αντιρροπιστική μεγέθυνση του θυρεοειδούς, σε αρχική «δυσχέρειά» του να παράγει επαρκώς θυρεοειδικές ορμόνες. Στα ποικίλα αίτιά της συμπεριλαμβάνονται: έλλειψη ιωδίου, βρογχοκηλογόνα φάρμακα, γενετικές δυσλειτουργίες του θυρεοειδούς, αυτοανοσία κ.ά. Στην Ελλάδα η βρογχοκήλη είναι ενδημική, καθώς προσβάλλει >10% του πληθυσμού. Κυριότερη αιτία της, η ιωδοπενία (που παρατηρείται σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας), σε συνδυασμό με κάποια γενετική προδιάθεση. Αλλο, σύνηθες σήμερα, αίτιο είναι η αυτοανοσία. Η βρογχοκήλη διακρίνεται σε διάχυτη και οζώδη. Οι όζοι είναι ογκίδια του αδένα και διακρίνονται σπινθηρογραφικά σε υπερλειτουργικούς (θερμούς), που μπορεί να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισμό, και σε υπολειτουργικούς (ψυχρούς) που ενδέχεται (4-10%) να υποκρύπτουν καρκίνο. Η διάγνωση βασίζεται στην ψηλάφηση και στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς σε συνδυασμό με την απουσία αυξημένων Τ4 και Τ3 στο αίμα.

 

Θυρεοειδικοί όζοι >1 cm πρέπει να διερευνώνται για κακοήθεια με FNA και η λειτουργικότητά τους να εξετάζεται με σπινθηρογράφημα. Θεραπευτικά, χορήγηση θυροξίνης δύναται να αναστρέψει τη θυρεοειδική μεγέθυνση σε αρκετές περιπτώσεις. Οζοι μεγάλοι, ανθεκτικοί στη θυροξίνη και ύποπτοι ή θετικοί για κακοήθεια οφείλουν να χειρουργούνται.

 

2. Θυρεοειδίτιδες: Είναι φλεγμονές του θυρεοειδούς. Συνηθέστερα απαντώνται η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) και η υποξεία θυρεοειδίτιδα (De Quervain).

 

Η πρώτη χαρακτηρίζεται από ανομοιογενή διόγκωση του θυρεοειδούς, θετικά αντιθυρεοειδικά αντισώματα και ευθυρεοειδισμό. Μπορεί όμως επίσης να εκδηλωθεί με θυρεοτοξίκωση (από καταστροφή κυττάρων) ενώ ακόμη συνηθέστερα προκαλεί υποθυρεοειδισμό. Χορήγηση μικρών δόσεων θυροξίνης αποκαθιστά το υποθυρεοειδικό καθεστώς και αποθαρρύνει το μεγάλωμα όζων.

 

Η δεύτερη, ιογενούς αρχής, προκαλεί επώδυνη θυρεοειδική διόγκωση με αύξηση της ταχύτητας καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) και πυρετό. Μπορεί να εκτρέψει τη θυρεοειδική λειτουργία και υποχωρεί συνήθως μετά από ημέρες ή εβδομάδες με χορήγηση ασπιρίνης ή κορτικοειδών.

 

3. Νεοπλάσματα: Διακρίνονται σε καλοήθη ή κακοήθη. Τα κακοήθη, κατά σειρά συχνότητας (και αυξανόμενης κακοήθειας), είναι: το θηλώδες (75%), το θυλακιώδες (16%), το μυελοειδές (5%), το αμετάπλαστο (3%) και διάφορα άλλα (1%). Υπόνοια ύπαρξής τους οφείλει να εγείρεται σε κάθε όζο, ιδιαίτερα ψυχρό και συμπαγή, σκληρό και μονήρη, με ταχεία αύξηση ή αντίσταση στη θυροξίνη.

 

Η αντιμετώπιση είναι χειρουργική, που σε μικρά θηλώδη καρκινώματα προσφέρει πλήρη ίαση. Μεγαλύτερα, πολυεστιακά ή διηθητικά θηλώδη ή θυλακιώδη νεοπλάσματα οφείλουν να λάβουν μετεγχειρητικά θεραπευτικό, ραδιενεργό ιώδιο και παρακολουθούνται για το ενδεχόμενο μεταστάσεων (που επίσης μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά με ραδιενεργό ιώδιο). Τα μυελοειδή αντιμετωπίζονται χειρουργικά ενώ τα αμετάπλαστα είναι συνήθως μη χειρουργήσιμα.

 

Συμπερασματικά, το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τον θυρεοειδή είναι δικαιολογημένο.

 

Η σημασία της λειτουργίας του για την υγεία, η αυξημένη συχνότητα των παθήσεών του, ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα μας, και το γεγονός ότι αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς όταν διαγνωσθούν εγκαίρως, υπαγορεύουν εύλογα την ανάγκη προληπτικού θυρεοειδικού ελέγχου.

 

Βεβαίως, οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας, μεταβολές βάρους, ψυχολογίας, καρδιακού ρυθμού ή έμμηνης ρύσης, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, χειρουργείο ή κύηση (καταστάσεις όπου η θυρεοειδική ακεραιότητα είναι κρίσιμη) και οπωσδήποτε κάθε θυρεοειδική διόγκωση είναι μόνο μερικές από τις συνθήκες όπου ο θυρεοειδικός έλεγχος απολύτως επιβάλλεται.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Ο Δημήτρης Ν. Παπαχρήστου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής ΔΠΘ, ενδοκρινολόγος και παθολόγος/διαβητολόγος, PDF Yale University (ΗΠΑ) και Mc Gill (Καναδάς), διευθυντής Ενδοκρινολογικής Κλινικής Θεραπευτηρίου Metropolitan, σύμβουλος Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου

 

 

 

 

Scroll to top