Του Γιώργου Σταματόπουλου
Αίφνης ο συρμός του Προαστιακού από αεροδρόμιο προς Κιάτο σταμάτησε, λίγο μετά τον σταθμό Μεγάρων. «Συνηθίζεται», μου λέει ο διπλανός μου. Δεξιά μας βουνά, αριστερά μας, στο βάθος του γκρεμού, η θάλασσα. Μετέωροι σε κενό επικοινωνίας. Περνάν ένα, δύο, τρία λεπτά. «Συνηθίζεται;» ρωτώ τον διπλανό μου.
Τον βλέπω αμήχανο. Περνάν ακόμη τρία λεπτά. Πλέον είναι ανήσυχος. Ολοι είμαστε ανήσυχοι. Ουδεμία ανακοίνωση. Αρχίζουν οι ψίθυροι. Βλάβη, λέει ο ένας, κάποια δικαιολογημένη καθυστέρηση, λένε οι καλοπροαίρετοι.
Εμφανίζεται ο μηχανοδηγός. «Θα μας πείτε τι συμβαίνει;» ρωτάμε αγωνιωδώς. Α, μπα. Αφήνει τη θέση του και διασχίζει τον διάδρομο προς την πίσω πλευρά του συρμού, ακολουθούμενος από τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των επιβατών. «Τι τρέχει, είναι κάτι σοβαρό;». Μηδέν απάντηση.
Αρχίζει ο εκνευρισμός. «Εχουμε δικαίωμα να μάθουμε τι συμβαίνει. Είναι υποχρεωμένοι να αναγγείλουν, να ενημερώσουν». Ουδενός το αυτί (μηχανοδηγού και ελεγκτού) ιδρώνει. Κάποιοι τρέχουν πίσω τους. Κάτι μαθαίνουμε. Εχει βλάβη. Κάποιοι (γύφτοι;) κλέψανε τα καλώδια στον Ασπρόπυργο, κάτι έσπασε μέσα στη σήραγγα. Ο,τι θέλει ο καθένας λέει. Καμία ανακοίνωση. Κοιταζόμαστε σαν ηλίθιοι.
Τα κινητά τηλέφωνα παίρνουν φωτιά. Αλβανικές, ρωσικές, αραβικές λέξεις δονούν τον χώρο. Και αγγλικές. Και φυσικά ελληνικές. Περνά μισή, μία, μιάμιση ώρα. Είμαστε στο έλεος του αναπάντεχου. Εμφανίζεται ο μηχανοδηγός. Κάποιος επιβάτης είναι συνάδελφός του. «Μπορείς» -τον ερωτά- να πάρεις τους υπεύθυνους στον επόμενο σταθμό (Κινέτα); Θα καθυστερήσουμε (!) πες τους, έχουμε βλάβη, θα 'ρθει άλλος συρμός». Αυτό μετά την πάροδο μιάμισης ώρας!
Ωραία. Αφού ο θυμός εξαντλήθηκε μεταξύ μας («άμα θέλουνε να το κλείσουνε το μαγαζί, να μας το πούνε καθαρά, να πάψουμε να ταξιδεύουμε μ' αυτό το μέσο» ή «χάλασε ο τρένος» -όπως έλεγε στο κινητό της μια κυρία απροσδιόριστης εθνικότητας-, «στείλτε κάποιο λεωφορείο να μας πάρει» και άλλα φαιδρά), μάθαμε ότι θα έλθει άλλος συρμός να μας σπρώξει (!) και να πάμε ωθούμενοι στον προορισμό μας.
Αλλά όχι. Τελικά πληροφορούμαστε (όχι από τα μεγάφωνα, αλλά από το τι μάθαινε ο καθένας μέσω του κινητού του), ότι πρέπει να κατεβούμε (στη μέση του πουθενά), διότι θα έλθει άλλος συρμός να μας πάρει από τις διπλανές ράγες.
Εγκλωβισμένοι, χωρίς λίγο νερό επί δύο ώρες, αρχίζουμε να «ζητωκραυγάζουμε». Αλλά… Να κατεβούμε, αλλά πώς; Το ύψος, πάνω από ένα μέτρο, ήταν απελπιστικά μεγάλο. Κάποιος είχε χειρουργηθεί, άλλος είχε βγάλει την κήλη του, έτερος τη σκωληκοειδίτιδα, ηλικιωμένοι με βαλίτσες αδυνατούσαν να κατέβουν. Πανικός.
Ενας έρμος ελεγκτής πέταξε τη γραβάτα του και προσπαθούσε να βοηθήσει τους πάσχοντες. Αλλά και όσοι θεωρούσαμε εαυτούς υγιείς είχαμε προβλήματα. Πηδάγαμε μεν στο κενό αλλά μας υποδέχονταν κοφτερά κυβόσχημα χαλίκια. Αλλος έχανε την ισορροπία του, κάποιων φτερούγιζαν οι βαλίτσες, πολλοί αρνούνταν να κατέβουν (λόγω φόβου, λόγω πανικού;), δήλωναν ότι δεν μπορούσαν.
Κατεβήκαμε άπαντες εντέλει. Στριμωγμένοι ανάμεσα στις ράγες και στον γκρεμό, περίπου 400 άνθρωποι. Φάνηκε το τρένο. Χειροκροτήματα ειρωνικά. Αλλά πώς θα ανεβούμε; Το ύψος τώρα από το έδαφος φάνταζε διπλάσιο. Πώς θα σκαρφαλώσουν οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς; Ούτε μια σκάλα δεν είχαν οι «προαστιακοί».
Φιλοτιμήθηκε κάποιος, που έχει στερηθεί πολιτικά δικαιώματα εδώ και 13 χρόνια. Εδεσε τα χέρια του και τα χρησιμοποιήσαμε σαν σκαλοπάτι με την ταυτόχρονη βοήθεια νεαρών που ήσαν ήδη στον συρμό να μας τραβάνε. Σαν τα ζώα. Μια αγέλη σε πανικό. Ενα ασκέρι απροσανατόλιστο, αβοήθητο. Σκηνές φρίκης. Τραγωδία. Ούτε μια λέξη από τους υπεύθυνους τόσες ώρες. Ούτε μια ανακοίνωση.
«Θα τα κάνεις γνωστά όλα αυτά;», μου λέει φίλη, διευθύντρια τράπεζας, από το Κιάτο. «Είχα δύο πολύ σημαντικά ραντεβού στις 14.30 (σ.σ. ο συρμός φτάνει στις 14.17). Εχω σοβαρό πρόβλημα». Θα τα γράψω, απαντώ, να μου φύγει όμως ο θυμός, να είμαι κάπως νηφάλιος.
Διότι η συμπεριφορά των υπευθύνων ήταν απαράδεκτη. Απερίγραπτη. Αδιανόητη. Αμα θέλουν να το ξεπουλήσουν το μαγαζί, δεν χρειάζεται τόση αγένεια. Να τους αποκαλέσεις ελεεινούς και άθλιους;