Pin It

Συνέντευξη στον Κώστα Ζαφειρόπουλο

 

Εκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση να δράσει έγκαιρα στο ΕΣΥ προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος λοιμώξεων, απευθύνει ο γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων, Μαρκ Σπρένγκερ.

 

Στη συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», επιμένει ότι «η κατάσταση στα νοσοκομεία στο θέμα της πρόληψης των λοιμώξεων είναι στο παρά ένα», όπως είχε δηλώσει πρόσφατα και στο πρακτορείο Reuters, και απαριθμεί τα αίτια αυτής της… κακοδαιμονίας: μειωμένα κονδύλια, λίγο προσωπικό, περιορισμένα μέσα.

 

Οσον αφορά τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας, απαντά ότι «δεν είναι πολιτικός αλλά γιατρός και κατά συνέπεια πολύ ανήσυχος για την κατάσταση».

 

-Επισκεφθήκατε πρόσφατα την Ελλάδα. Ποια είναι η εικόνα που έχετε αποκομίσει για την κατάσταση του συστήματος Υγείας της χώρας;

 

To Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων προσκλήθηκε από το ΚΕΕΛΠΝΟ για να συζητήσουμε τα νέα δεδομένα στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά την έξαρση του AIDS, την αντιμικροβιακή αντίσταση και τις μεταδιδόμενες ασθένειες. Ηταν η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα ως διευθυντή του ECDC, η οποία εστίασε κυρίως στις αντιμικροβιακή αντίσταση.

 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη χώρα σας ήταν ξεκάθαρο πως υπήρχαν ελλείψεις σε βασικό εξοπλισμό στα νοσοκομεία. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η ύπαρξη προληπτικών μέτρων για τη διάδοση των λοιμώξεων, όπως η απομόνωση κρουσμάτων, η ενεργός εξέταση του πληθυσμού και σε γενικές γραμμές να πληρούνται όλες οι προδιαγραφές για σωστό εμβολιασμό. Για όλα αυτά απαιτείται όχι μόνο υπευθυνότητα αλλά και σημαντικά κονδύλια.

 

Αφού επισκέφθηκα κάποια νοσοκομεία στην Ελλάδα μπορώ να πω ότι τα χρήματα που δαπανώνται πλέον για τις προαναφερθείσες ενέργειες δεν επαρκούν. Υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε ανθρώπινο προσωπικό πρώτης γραμμής και κυρίως σε νοσηλευτές. Είναι δυσανάλογος ο αριθμός των ασθενών σε σχέση με τους νοσηλευτές και αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό.

 

-Ποια είναι τα επιστημονικά δεδομένα που σας ανησυχούν περισσότερο;

 

Θα αναφερθώ σε μια περίπτωση ενδεικτικά. Τα ποσοτικά δεδομένα μας δείχνουν ότι η μικροβιακή αντοχή του ιού της «κλεμπσιέλλας» έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, το ποσοστό αντοχής της στις καρβαπενέμες (carbapeneme) αυξήθηκε στην Ελλάδα από το 28% στο 68% μέσα σε 6 χρόνια, από το 2005 εές το 2011.

 

Επιπλέον δεδομένα από το ESAC-Net αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη κατανάλωση αντιβιοτικών ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παρά τις όποιες προσπάθειες πραγματοποιήθηκαν από τις δημόσιες αρχές τα τελευταία χρόνια για να αντιμετωπιστεί η μικροβιακή αντοχή, τα δεδομένα που έχουμε καταδεικνύουν ότι στην Ελλάδα βρίσκεται σε ανοδική πορεία.

 

Εγινα μάρτυρας των ελλείψεων στα νοσοκομεία, ειδικά στο θέμα της πρόληψης των λοιμώξεων, και μπορώ να σας πω ότι βρισκόμαστε στο δώδεκα παρά ένα, σε σχέση με αυτά τα πολύ ανθεκτικά βακτήρια. Ομως ακόμα και τώρα δεν είναι αργά αν δράσετε έγκαιρα και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να βοηθήσουμε ενεργά την Ελλάδα σε αυτή την προσπάθεια.

 

-Στη συνέντευξή σας στο Reuters λέτε ότι «επισκέφθηκα μέρη στην Ελλάδα όπου λείπουν ακόμα και τα στοιχειώδη». Σε τι ακριβώς αναφέρεστε;

 

Αναφερόμουν στις επιπτώσεις των οικονομικών περικοπών στο σύστημα Υγείας εξαιτίας της κρίσης. Απουσιάζει πολλές φορές ο βασικός εξοπλισμός για την αποφυγή διάδοσης λοιμώξεων, γάντια, διαλύματα καθαρισμού χεριών, ποδιές νοσηλευτών. Ο μειωμένος αριθμός εργαζομένων πρώτης γραμμής στα νοσοκομεία επιβαρύνει την ασφάλεια του ασθενούς, αλλά είναι δεδομένο ότι αυξάνει τον κίνδυνο ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.

 

Επιπλέον είναι επιτακτική ανάγκη να χαραχθεί μια εθνική στρατηγική για τον έλεγχο των λοιμώξεων, που θα περιλαμβάνει εξέταση των υψηλού κινδύνου ασθενών με ανθεκτικά βακτήρια, την πιθανή απομόνωσή τους και μια σωστή χρήση των γαντιών, των διαλυμάτων καθαρισμού και γενικά του νοσοκομειακού εξοπλισμού. Ολα αυτά βέβαια είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν σωστά αν ένα νοσοκομείο είναι υπερπλήρες.

 

-Με δεδομένα τα υφιστάμενα προβλήματα και τις περικοπές στον χώρο της Υγείας, ποιες είναι οι προτάσεις του ECDC;

 

Υπάρχουν κάποιες βασικές ενέργειες που η Ελλάδα θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αντιμετωπίσει καλύτερα την αυξημένη αντίσταση στα αντιβιοτικά. Το συμβούλιο έχει ήδη από το 2002 αποφανθεί για το ποιες είναι ακριβώς αυτές, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης και του ελέγχου των νοσοκομειακών λοιμώξεων.

 

Πραγματική πολιτική βούληση εφαρμογής και διατήρησης ενός εθνικού πλάνου αντιμετώπισης της αντιβιοτικής αντοχής. Η υλοποίηση σε εθνικό επίπεδο μιας πολύπλευρης παρέμβασης είναι ο μόνος τρόπος να αλλάξει η τωρινή κατάσταση και να μειωθεί η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Επίσης:

 

*Πρέπει να σταματήσει άμεσα η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών χωρίς ιατρική συνταγή.

 

*Να δημιουργηθεί μια διατομεακή επιτροπή για την αντοχή στα αντιβιοτικά, η οποία θα διαχειρίζεται ένα ποσό του προϋπολογισμού αφιερωμένο μόνο σε αυτό το θέμα.

 

*Να καταρτιστεί εθνικό σχέδιο δράσης με καθιέρωση υποχρεωτικού ελέγχου λοιμώξεων σε κάθε νοσοκομείο.

 

*Αυστηρή εφαρμογή ελέγχου λοιμώξεων και ορθών πρακτικών υγιεινής των χεριών έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τη μετάδοση βακτηρίων.

 

-Εκφράστηκε πάντως δυσαρέσκεια από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας για τις πρόσφατες δηλώσεις σας.

 

Κοιτάξτε, εγώ δεν είμαι πολιτικός αλλά γιατρός και κατά συνέπεια είμαι πολύ ανήσυχος για τη τρέχουσα κατάσταση. Το 2012 το ECDC συμφώνησε με την πρόταση του ΚΕΕΛΠΝΟ να παρέχουμε τεχνική βοήθεια στα ζητήματα της μικροβιακής αντοχής και των λοιμώξεων που σχετίζονται με την υγιεινή.

 

Ο στόχος μας δεν είναι να είμαστε επικριτικοί απέναντι στην Ελλάδα, αλλά να υποστηρίξουμε τη χώρα μέσα από την εμπειρία μας. Είναι πολύ σημαντικό να παρθούν πρωτοβουλίες για να μειωθεί η μικροβιακή αντοχή, όπως φυσικά και η αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών.

 

Εξίσου απαραίτητος είναι ο έλεγχος των λοιμώξεων. Ειδικά σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας, πρόκειται για ζητήματα ζωτικής σημασίας, που οδηγούν και σε μεγαλύτερη ασφάλεια για την υγεία αλλά και σε εξοικονόμηση χρημάτων.

 

ΜΑΡΚ ΣΠΡΕΝΓΚΕΡ (γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων – ECDC)

 

Scroll to top