«Μετά τις εκλογές το κομμάτι της κινηματικής μας φυσιογνωμίας υποχώρησε εν ονόματι του ρόλου μας ως αξιωματικής αντιπολίτευσης
«Εχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις για εκλογές» τονίζει η Σοφία Σακοράφα και αναφερόμενη στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επισημαίνει: «Για να κερδίσουμε το μείζον πολιτικό στοίχημα χρειάζεται τόλμη και πολιτική βούληση ανατροπής». Η βουλευτής Β΄ Αθήνας του κόμματος υπογραμμίζει ότι «κυβέρνηση με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς σημαίνει κυβέρνηση με σημείο αναφοράς το κίνημα και την κοινωνία» και παραδέχεται ότι «μετά τις εκλογές το κομμάτι της κινηματικής μας φυσιογνωμίας υποχώρησε εν ονόματι του ρόλου μας ως αξιωματικής αντιπολίτευσης». Σχολιάζει τη «Νέα Ελλάδα», επισημαίνοντας ότι αυτή οικοδομείται «με τα πιο παλιά, σάπια και επικίνδυνα υλικά» και αναφέρεται σε μετεκλογικές συνεργασίες λέγοντας «μιλώ για ένα πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής και όχι συρραφή μηχανισμών, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση».
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Φώτη Παπούλια
• Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ θα βρεθούμε μπροστά στη ριζοσπαστικοποίησή του ή στη διαχειριστική του φυσιογνωμία;
Oι κρίσεις, όπως η σημερινή, δημιουργούν μια επιβεβλημένη αναγκαιότητα, αυτή ενός ριζικού οικονομικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Η Αριστερά έχει την πολιτική υποχρέωση να μετατρέψει αυτήν την αναγκαιότητα σε ώριμη δυνατότητα. Με την έννοια αυτή, αυτό που θα πρέπει όλοι μας να περιμένουμε από το συνέδριό μας, είναι μια συνολική πειστική απάντηση για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης κι ένα συνολικό ρεαλιστικό σχέδιο για τη μετάβαση στη δημοκρατία και σε ένα άλλο μοντέλο οικονομίας και κοινωνίας. Αυτό το μείζον πολιτικό στοίχημα δεν ακουμπάει σε καμία διαχειριστική λογική. Για να το κερδίσουμε χρειάζεται ριζοσπαστική τόλμη και πολιτική βούληση ανατροπής.
• Εχετε υποστηρίξει την αναγκαιότητα ενός νέου ΕΑΜικού κινήματος. Πόσο αυτό συνάδει με την κυβερνητική ωριμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Για την ακρίβεια έχω υποστηρίξει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός πλειοψηφικού πολιτικού μετώπου, με χαρακτηριστικά που διέθετε και το ΕΑΜ, τηρουμένων πάντα των ιστορικών και πολιτικών αναλογιών. Θαρρώ ότι για την Αριστερά η σκέψη αυτή είναι μονόδρομος για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί σήμερα περισσότερο από ποτέ, περισσότερο και από τις τελευταίες εκλογές, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που βάλλεται συστηματικά, έχει μείνει πλέον δίχως πολιτική εκπροσώπηση, αφού Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αμέσως μετά τις εκλογές εφάρμοσαν με απροκάλυπτο τρόπο τις πιο επιθετικές πολιτικές από τη Μεταπολίτευση και μετά. Αυτά τα τμήματα της κοινωνίας είναι η ώρα να συνταχθούν πολιτικά με αυτό το μέτωπο που θα ανασυγκροτήσει την πατρίδα μας. Ο δεύτερος λόγος –και θέλω να το υπογραμμίσω– μιλάμε για κυβέρνηση με πυρήνα τις δυνάμεις της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει κυβέρνηση με σημείο αναφοράς το κίνημα και την κοινωνία. Κυβέρνηση που λογοδοτεί στην κοινωνία, που ελέγχεται από την κοινωνία και που τελικά στις δύσκολες και συγκρουσιακές αποφάσεις που πρέπει να πάρει, κυβέρνηση που στηρίζεται από την κοινωνία. Με βάση αυτό το σκεπτικό, όχι απλώς συνάδει η ιδέα του μετώπου με τον ρόλο μας ως αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά είναι και ο απαραίτητος όρος για τον ρόλο που θα διαδραματίσουμε ως αυριανή κυβέρνηση.
• Πάντως σε αρκετούς προκαλούν ερωτηματικά τελευταία οι συχνές αναφορές του Αλ. Τσίπρα στην προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου…
Οι αναφορές του Αλέξη Τσίπρα αφορούν και τον Ανδρέα Παπανδρέου, αφορούν την κυβέρνηση της Ισλανδίας, αφορούν το θαύμα πολλών χωρών της Νότιας Αμερικής. Αφορούν τα κινήματα του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και τα κινήματα των χωρών της Γερμανίας και της Γαλλίας. Στη φάση που βρισκόμαστε, η οποία είναι πρωτόγνωρη, άκρως επιθετική και κυρίως ραγδαία, η επίκληση κινημάτων ή στοιχείων κάποιων πολιτικών προσωπικοτήτων χωρίς να αποτελούν οδηγό, αποτελούν σίγουρα το ερέθισμα μιας μεγάλης συζήτησης για το προς τα πού πάμε. Και αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο είναι πού δεν θέλουμε να πάμε.
• Αυτοδιάλυση των τάσεων, ενιαία λίστα, εκλογή προέδρου από το συνέδριο, πόσο ενδιαφέρουν την κοινωνία;
Θα γίνω ωμά ρεαλιστική: καθόλου! Ειδικά έτσι όπως το βάζετε… καθόλου! Εδώ όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτό που αφορά σε πρώτο επίπεδο την ελληνική κοινωνία είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα. Η ταυτότητά της, η οργάνωσή της, το ίδιο της το περιεχόμενο. Και όπως πολύ καλά γνωρίζετε για να φτάσουμε σε αυτό το περιεχόμενο πολιτικής, τις περισσότερες φορές περνάμε αναγκαστικά από μορφές και διαδικασίες που αφήνουν τις κοινωνίες στεγνές από άποψη ενδιαφέροντος. Είναι όμως και αυτές οι διαδικασίες από τους απαραίτητους όρους για να περάσουμε στο διά ταύτα. Αυτό το διά ταύτα να είστε σίγουρος ότι ενδιαφέρει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
• Η κυβέρνηση προχωρά στην κοινωνική αποδόμηση, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ έχει χάσει «κάτι» από την κινηματική του ορμή;
Η διαπίστωση είναι πραγματική. Και δεν θα επικαλεστώ κανένα άλλοθι κόπωσης γι΄ αυτή την κάμψη. Είναι αλήθεια ότι μετά τις εκλογές το κομμάτι της κινηματικής μας φυσιογνωμίας υποχώρησε εν ονόματι του ρόλου μας ως αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό όμως δεν έγινε σκοπίμως, μάλλον υπήρξε μια πολιτική αμηχανία σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, στη διασύνδεσή μας σαν μεγάλο πια κόμμα με τις κινηματικές δυνάμεις. Το δεύτερο, στην ανάπτυξη μιας οργανικής σχέσης με το 27% που μας εμπιστεύτηκε. Σήμερα θαρρώ ότι ανακτούμε και την κινηματική μας φυσιογνωμία και μέσω αυτού αποκτάμε πραγματική πολιτική σχέση εμπιστοσύνης με ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
• Σαμαράς και Βενιζέλος συνθέτουν τη «Νέα Ελλάδα», η ακροδεξιά ρητορεία τους πώς αντιμετωπίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ;
«Νέα Ελλάδα» με τα πιο παλιά, σάπια και επικίνδυνα υλικά. Με εμφυλιοπολεμική φρασεολογία, με φασιστικές πρακτικές, με μισαλλόδοξες πολιτικές, με λογικές άγριας καταστολής και λογοκρισίας. Από ποιους; Από αυτούς που πάντα εντέλλονταν από τα αφεντικά –εγχώρια και ξένα– με αντίτιμο μίζες, νομή από την πίτα και επιβίωση στον παράδεισο της εξουσίας. Κοιτάξτε, η Αριστερά έχει μια ιστορία, μια κουλτούρα και πολιτικές αρχές που την τοποθετούν όχι απλώς στον αντίποδα, αλλά σε θέση σκληρής σύγκρουσης. Είναι αυτονόητο ότι απέναντι σε όσους μαυρίζουν οθόνες, σε όσους θυσιάζουν χιλιάδες εργαζόμενους, σε όσους ξεπουλάνε μισοτιμής δημόσια αγαθά, σε όσους καταστρέφουν την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, σε όσους ασελγούν ακόμη και επί της αστικής νομιμότητας κρατώντας σε ομηρία τον Κ. Σακκά, η αντιμετώπιση είναι μία: πολιτική σύγκρουση.
• Εκλογές βλέπετε και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Εχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις. Κάθε ημέρα που περνά γυρίζουμε χρόνια πίσω με κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Αυτός ο μύλος κατασπαράζει ό,τι ζωντανό έχει απομείνει. Εμείς λέμε εκλογές τώρα! Και εκτιμώ ότι δεν αργούν. Μια κυβέρνηση κοινωνικής μειοψηφίας δεν αντέχει σε τέτοιες πολιτικές, δεν αντέχει το κύμα των αντιδράσεων που αυτές προκαλούν.
• ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκρούουν την πρόταση για συνεργασία, με ποιους θα κυβερνήσετε;
Ημουν αρκετά σαφής ως προς την ανάγκη δημιουργίας μετώπου. Και όταν μιλώ για μέτωπο δεν αναφέρομαι κυρίως σε συμφωνίες κορυφής, αλλά σε συνεργασίες βάσης. Μιλώ για ένα πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής και όχι για συρραφή μηχανισμών, όπως κάνει η σημερινή κυβέρνηση. Και κάθε άλλο παρά αβάσιμο είναι τούτο. Να θυμίσω ότι πριν από 4 χρόνια το ΠΑΣΟΚ του 6% ήταν στο 44%, και ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% στο 4%. Είναι τέτοια η ένταση και η βία των γεγονότων που πλειοψηφίες λιώνουν σαν παγωτά κάτω από τον ήλιο, ενώ δραστήριες και αγωνιστικές μειοψηφίες καταλαμβάνουν θέση πρωταγωνιστή στην πολιτική σκηνή. Κάπως έτσι ή για την ακρίβεια έτσι συντελούνται οι πολιτικές ανατροπές. Για πολιτική ανατροπή μιλάμε και όχι για διαδοχή. Και σε αυτήν την ανατροπή οι δυνάμεις της άλλης Αριστεράς εκτιμώ ότι θα διαδραματίσουν δραστήριο ρόλο.
• Με τη ΔΗΜΑΡ μπορεί να υπάρξει δίαυλος επικοινωνίας;
Δίαυλος επικοινωνίας μπορεί να υπάρξει μόνον με όποιον στάθηκε σθεναρά και μαχητικά απέναντι στο έγκλημα των τελευταίων τεσσάρων χρόνων. Κυρίως με όποιον δεν αντιλαμβάνεται τις πολιτικές επιλογές σαν το αποτέλεσμα δημοσκοπικών αποτελεσμάτων, αλλά σαν ανάγκη που πηγάζει από αρχές και θέσεις. Δεν λέω άλλωστε τίποτε διαφορετικό από την πολιτική αποτίμηση που κάνει και η ελληνική κοινωνία. Δεν λέω τίποτε διαφορετικό από την πολιτική αποτίμηση που κάνει κι ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που εμπιστεύτηκαν τη ΔΗΜΑΡ.