art-savvopoulos-thema

12/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Πλούτος» στην Επίδαυρο απόψε και αύριο σε μετάφραση, σκηνοθεσία, μουσική του Διονύση Σαββόπουλου

Δεν είναι αθώοι όσοι εκμεταλλεύονται τη λαχτάρα μας για δικαιοσύνη

Ο μεγάλος μας τραγουδοποιός σκηνοθετεί Αριστοφάνη σαν διαμαρτυρόμενος θεατής μπουχτισμένος από το σορολόπ και την μπαλαφάρα με την οποία σκεπάζουν τη μαγεία και την ποίησή του οι «δημοφιλείς καλα­μπουρτζήδες μας». Κι έχει μαζί του την Α' Εθνική των ηθοποιών (Κουρής, Λούλης, Παπαδημητρίου, Μουτούση). Οσο για την Παράβαση, αυτή είναι.
      Pin It

Ο μεγάλος μας τραγουδοποιός σκηνοθετεί Αριστοφάνη σαν διαμαρτυρόμενος θεατής μπουχτισμένος από το σορολόπ και την μπαλαφάρα με την οποία σκεπάζουν τη μαγεία και την ποίησή του οι «δημοφιλείς καλα­μπουρτζήδες μας». Κι έχει μαζί του την Α' Εθνική των ηθοποιών (Κουρής, Λούλης, Παπαδημητρίου, Μουτούση). Οσο για την Παράβαση, αυτή είναι αποκλειστικά δική του δουλειά. Θα τον φέρει στην ορχήστρα σε ρόλο άγγελου-εξάγγελου με δεκανίκι

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Ακόμη μία εμπλοκή του Διονύση Σαββόπουλου με τον Αριστοφάνη σίγουρα δεν ξαφνιάζει. Μόνο που τώρα ο τραγουδοποιός κατεβαίνει στην «αρένα» της Επιδαύρου όχι μόνο με τη μουσική του. Μεταφράζει, συνθέτει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει την Παράβαση, που ο ίδιος έχει επινοήσει για το τελευταίο έργο του κωμωδιογράφου (388 π.Χ.), τον «Πλούτο», που παρουσιάζεται απόψε και αύριο στο αρχαίο θέατρο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι πληθωρικά παρών σε μια παράσταση πρωταγωνιστών, όπως οι Νίκος Κουρής, Χρήστος Λούλης, Μάκης Παπαδημητρίου, Αμαλία Μουτούση. Ο αγρότης Χρεμύλος έχει απηυδήσει από τη φτώχεια και την εντιμότητά του. Πνιγμένος στα χρέη, μηχανεύεται τρόπους για να εξαπατήσει τους δανειστές του. Προστρέχει στο μαντείο για να μάθει μήπως υπάρχει περίπτωση, αν ο γιος του σπουδάσει την ανεντιμότητα, τη συκοφαντία, την ιεροσυλία και τη ρητορεία, να δει επιτέλους η οικογένειά του θεού πρόσωπο… Το μαντείο αποφαίνεται ότι πρέπει ν' ακολουθήσει τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσει βγαίνοντας. Ο Χρεμύλος, υπακούοντας στον χρησμό της Πυθίας, σκοντάφτει πάνω σ' έναν ρακένδυτο γέρο, που όμως είναι ο θεός Πλούτος, τυφλωμένος από τον Δία «για να μη βλέπει τους τίμιους ανθρώπους και τους κάνει πλούσιους». Δεν χάνει καιρό. Μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα αποφασίζει να τον πάει στον Ασκληπιό για να τον γιατρέψει. Η παντοδύναμη, όμως, Πενία επαγρυπνεί. Και έχει ακλόνητα επιχειρήματα υπέρ της φτώχειας, που θα τα καταθέσει σ' έναν Αγώνα Λόγου με τον Χρεμύλο.

 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας μίλησε για τον ποιητή Αριστοφάνη, τις δυσκολίες του έργου, τη συνεργασία του με τους ηθοποιούς, την ελπίδα του ότι τα πράγματα στη χώρα μας, αργά αλλά σταθερά, αλλάζουν προς το καλύτερο.

 

• Συμμετέχετε στον «Πλούτο» με τέσσερις ιδιότητες: μεταφραστή, σκηνοθέτη, συνθέτη, ερμηνευτή. Πρόκειται για έναν «δικό» σας Αριστοφάνη, με την έννοια ότι ελέγχετε απόλυτα το δραματουργικό μέρος, την αισθητική όψη της παράστασης;

 

«Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένας “δικός μας” Αριστοφάνης – και λέω “μας” επειδή η βοήθεια που δέχτηκα από τους συντελεστές της παράστασης είναι σπουδαία. Θέλουμε να αναδείξουμε την ποίηση του κειμένου, τη βουβή μουσική του. Το διαβάζουμε σαν μια παρτιτούρα ενός λόγου που έχει καθορισμένα τονικά ύψη, παύσεις, επιταχύνσεις και ριτενούτα. Από τον Μάρτη αυτό προσπαθούμε. Θα δούμε τι καταφέραμε».

 

• Ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή του έργου, τι σας ιντριγκάρει περισσότερο;

 

«Πρώτα πρώτα η ποίηση του κειμένου. Ο Αριστοφάνης δεν ήταν κανένας επιθεωρησιογράφος, ούτε κανένας λαϊκιστής στιχοπλόκος. Ηταν ένας μεγάλος δημιουργός. Ειδικά τον “Πλούτο”, το τελευταίο σωζόμενο έργο του, το αγάπησα ιδιαίτερα το καλοκαίρι του ’85, όταν το έκανα στην Επίδαυρο με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι και σκηνογράφο τον Διονύση Φωτόπουλο. Είναι ένα έργο γεμάτο υπέροχες δυσκολίες, αμφισημίες, υπαινιγμούς, σιωπές, ξόρκια. Προαναγγέλλει το τέλος της Αττικής κωμωδίας, ίσως και το τέλος της Αρχαίας Αθήνας. Είναι μια μελαγχολική κωμωδία, που η μελαγχολία της όμως βγάζει πολύ φως».

 

• Αλήθεια, τι συνέβη και χάλασε η συνεργασία σας γι' αυτήν την παράσταση με το Θέατρο Τέχνης;

 

«Τα μέλη του Χορού, τα οποία μου πρότεινε, ήταν καλοί ηθοποιοί, δεν διέθεταν όμως όλα ικανή φωνή για τραγούδι. Πρότεινα τηλεφωνικώς ένα φιλικό διαζύγιο. Μου το δώσανε διαδικτυακώς. Είναι η δεύτερη φορά που δεν τα καταφέραμε να συνεργαστούμε με το “Τέχνης”. Η πρώτη ήταν με τους “Αχαρνής” το ’75. Ισως μια τρίτη φορά να τα καταφέρουμε καλύτερα».

 

• Ποιο κριτήριο λειτούργησε στην επιλογή των συγκεκριμένων ηθοποιών στους ρόλους;

 

«Είμαι θαυμαστής τους από χρόνια. Δίνουν βάθος σε οποιοδήποτε παίξιμο. Μπορούν π.χ. να είναι σαρκαστικοί και συμπονετικοί την ίδια στιγμή ή αυστηροί και αγαπησιάρηδες ταυτόχρονα. Τέτοιους ηθοποιούς ακριβώς χρειάζεται αυτή η παράσταση. Να αντιμετωπίζουν τον ρόλο όπως ο καραγκιοζοπαίχτης τη φιγούρα που κινεί, να μην είναι ένας, να είναι κάθε φορά δύο. Μ' αυτό παλεύουμε μήνες τώρα».

 

• Πώς θα είναι η δική σας -πρόσθετη στο κείμενο- Παράβαση και ποια ανάγκη σάς οδήγησε να απευθυνθείτε στο κοινό;

 

«Ο “Πλούτος” περιέργως δεν έχει παράβαση, σαν ο Αριστοφάνης να μην ήθελε να είναι άμεσος εδώ. Εφτιαξα μία με εβδομήντα πέντε καινούργιους στίχους, δικούς μου. Θα βγω ο ίδιος στην ορχήστρα σαν άγγελος-εξάγγελος με δεκανίκι, που τον χειροκροτούν όταν λέει τις ευχάριστες φούσκες του και τον ξυλοφορτώνουν όταν αρχίζει να λέει την αλήθεια. Ελπίζω να το δεχτεί το κοινό. Είναι βέβαια μια μικροαυθαιρεσία, αλλά μπροστά στα αυθαίρετα τέρατα που χώνουν στον Αριστοφάνη οι νεότεροι…»

 

• Συνηθίζεται στοιχεία της πολιτικής επικαιρότητας και του λάιφ στάιλ να εντάσσονται στις αριστοφανικές κωμωδίες προκειμένου να τις «ενδυναμώσουν», να λειτουργήσουν αντιστικτικά με την εποχή, να προκαλέσουν το γέλιο. Κι επειδή η διαχρονική διάσταση των κειμένων βοηθά, οι αυξανόμενες προσθήκες δημιουργούν συχνά ένα άλλο έργο. Τι λέτε;

 

«Πραγματικά δημιουργούν, όπως το λέτε, ένα τελείως άλλο έργο, του σορολόπ και της μπαλαφάρας, όπου όλοι γελάνε και είναι ευχαριστημένοι νομίζοντας ότι κατάλαβαν, ενώ δεν κατάλαβαν τίποτα. Τα έχουμε μπουχτίσει κάτι τέτοια και πρέπει να πω ότι σκηνοθετώ τώρα Αριστοφάνη όχι τόσο σαν σκηνοθέτης, που δεν είμαι, αλλά σαν διαμαρτυρόμενος θεατής. Ο Αριστοφάνης βωμολοχεί, αλλά σαν ποιητής. Σαρκάζει, αλλά σαν ποιητής. Και κυρίως βάζει το κεφάλι του στον πάγκο του χασάπη, όπως ο Δικαιόπολις στους Αχαρνής του, σαν ποιητής. Στο κείμενό του βρίσκεις πολλές χοντράδες, πολλά σόκιν, μα όλα αυτά μέσα σε μια μαγεία, που μόνο ένας ποιητής μπορεί να κατορθώσει. Αυτό φαίνεται είναι που δεν μπορούν να πιάσουν οι δημοφιλείς καλαμπουρτζήδες μας».

 

• Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Αριστοφάνης είναι πια παλιομοδίτικος. Ή ότι τα καλύτερα έχουν «ειπωθεί» με παραστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί ιστορικές.

 

«Ετσι είναι όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Εχω δει υπέροχες παραστάσεις Αριστοφάνη από τον Κουν, τον Σολομό, τον Ευαγγελάτο. Αλλά ξέρετε πώς είναι όταν βλέπεις ένα ωραίο παιχνίδι και λαμπρούς παίκτες: θέλεις να παίξεις κι εσύ. “Παλαιομοδίτικος” είναι απερίγραπτος χαρακτηρισμός. Παλαιομοδίτικος είναι ο Αριστοφάνης γι' αυτούς που έκαναν σπέκουλα εύκολου γέλιου επάνω του και αφού τον ξεζούμισαν, τον ξεπέρασαν δήθεν. Ωραίοι και ανυποψίαστοι».

 

• Υπάρχει και η μυθολογία του χώρου. Αλλο να ακούγεται στην αρχαία ορχήστρα της Επιδαύρου η μουσική σας κι άλλο να στέκεστε εσείς ο ίδιος εκεί, μπροστά σ' ένα γεμάτο κοίλον. Πώς νιώθετε στην προοπτική;

 

«Νιώθω ανησυχία, άγχος, φόβο, ο ύπνος μου έχει δυσκολέψει, αλλά τι να κάνω; Θέλω να το κάνω».

 

• Ο Πλούτος σήμερα είναι «τυφλός» ή κάποιοι τον οδηγούν εκεί που πρέπει;

 

«Τον οδηγούν εκεί που θέλουν αυτοί με διάφορα οικονομίστικα προσχήματα. Αλλά και αυτοί που τους αντιμάχονται δεν είναι πάντα αθώοι. Δεν είναι αθώοι όσοι εκμεταλλεύονται τη λαχτάρα του κόσμου για δικαιοσύνη, διότι είναι άλλο πράγμα η λαχτάρα για δικαιοσύνη και άλλο η εκμετάλλευση της λαχτάρας για δικαιοσύνη. Εν τοιαύτη περιπτώσει προτιμώ να 'ναι ο Πλούτος τυφλός και να τριγυρνάει ελεύθερα».

 

[email protected]

 

……………………………………………………………………………………………………………

 

Συντελείται αργά αργά μια αλλαγή, μακάρι να αντέξουμε ώς τότε

 

• Πώς σας φαίνεται η Ελλάδα των μνημονίων, της Χρυσής Αυγής, των συγκυβερνήσεων των δύο αλλοτινών μεγάλων κομμάτων, τόσα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, τόσα χρόνια μετά τον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια»;

 

«Δεν μπορώ πια να μιλώ γι' αυτά. Τι να πω; Βλέπω ό,τι βλέπετε, ζω ό,τι ζείτε. Μ' αφήνουν απλήρωτο, δουλεύω όπως μπορώ. Τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά νιώθω ότι μέσα μας συντελείται αργά αργά μια αλλαγή. Αυτή η αλλαγή μπορεί να δημιουργήσει εκείνο το κλίμα που θα επιτρέψει να αναδυθούν νέα πρόσωπα στην πολιτική σκηνή. Εύχομαι να αντέξουμε ώς τότε».

 

• Ανασχηματισμός. Υπουργός πολιτισμού ο Πάνος Παναγιωτόπουλος. Ο άνθρωπος που καταλαμβάνει κάθε φορά και σε κάθε κυβέρνηση αυτή τη θέση δεν μοιάζει να προκύπτει μέσω κομματικής «καραμπόλας»; Αν εξαιρέσουμε δυο περιπτώσεις υπουργών προερχόμενων από τον καλλιτεχνικό χώρο, συνήθως οι υπουργοί Πολιτισμού είναι άσχετοι με το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Μήπως αυτό δείχνει και την άποψη των κυβερνώντων για το συγκεκριμένο υπουργείο;

 

«Ετσι είναι γενικώς, αλλά ας μην το γρουσουζεύουμε, μπορεί κάτι να καταφέρει ο Πάνος. Ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού θα 'πρεπε να 'ναι τα κατεξοχήν υπουργεία. Ομως άλλο τι θα 'πρεπε… Εδώ τώρα είναι, όπως λέγανε οι παλιοί, νύχτα ζοφερά και ασέληνος».

 

• Αλλάζετε ανάλογα με τις εποχές ή το κοινό σας στίχους των τραγουδιών σας. Για παράδειγμα «ο χαφιές που μας ακολουθεί» έγινε «ο μπαχαλάκιας που μας ακολουθεί» αλλά και «ο χρυσαυγίτης που μας ακολουθεί».

 

«Το κάνω, αλλά σπανιότατα και όταν η ουσία του τραγουδιού δεν αλλάζει. Τότε η αμεσότητα επιτρέπεται. Αυτό το τραγούδι “Η παράγκα”, είναι του ’65, το καταλαβαίνεις από τον στίχο που λέει “φυλλάδες με μιάμιση δραχμή”. Τώρα κάνουν ενάμισι ευρώ. Μόνο αυτό άλλαξε. Θα προτιμούσα να είχαν προχωρήσει λίγο τα πράγματα και να είχε ξεπεραστεί το τραγουδάκι. Και σαφώς χειροτέρεψαν. Εχωσα λοιπόν έναν μπαχαλάκη κι έναν χρυσαυγίτη».

 

• Ποιες σκέψεις σάς δημιουργεί η εξ αριστερών κριτική στο πρόσωπό σας, έτσι όπως εκφράζεται από παλιούς συνοδοιπόρους σε αλλοτινές εποχές;

 

«Είναι χαρά για έναν τραγουδοποιό να ασχολούνται με τα τραγούδια του, ιδίως όταν τα τραγούδια του αποδεικνύονται ανθεκτικότερα από την αρνητική κριτική που υπέστησαν».

Scroll to top