14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ (1911-1989)

Φράουλες ώριμες, με ζάχαρη και λεμόνι

      Pin It

Tου Γιάνη Γιανουλόπουλου*

 

Μια ιστορία από το Γενικό Κρατικό όπου χρειάστηκε να νοσηλευτεί ο Νίκος Σβορώνος

 

Ητελευταία περιπέτεια της υγείας του άρχισε τον Οκτώβριο του ΄88. Οι γιατροί έκριναν πως θα έπρεπε να κάνει αιμοκαθάρσεις. Εμενε τότε στα ορεινά της Κυψέλης, σε ένα σπίτι με πρόχειρους σωρούς βιβλίων και φακέλων στο πάτωμα ή πάνω στα λιγοστά έπιπλα. Πρόκειται για «κατασπίτωση» -κατά το κατασκήνωση- έλεγε μισοαστειευόμενος και ολίγον απολογούμενος. Στον (εντελώς) λάθος άνθρωπο! Τον έβλεπα αρκετά συχνά εκείνη την εποχή, μερικές φορές και με τον Στέφανο Παπαγεωργίου, συνάδελφο ιστορικό στην Πάντειο. Στη συνέχεια χρειάστηκε να μείνει μέσα στο Γενικό Κρατικό, όπου τον φρόντιζαν όλοι, καθένας με τον τρόπο του, με ένα ενδιαφέρον σχεδόν προσωπικό θα έλεγε κανείς.

 

Από τον διοικητή που ερχόταν τακτικά στο δωμάτιό του, μέχρι τους τραπεζοκόμους, τις νοσοκόμες, τους γιατρούς, τις καθαρίστριες και το λοιπό βοηθητικό προσωπικό του νοσοκομείου. Γιατί ο διάσημος ασθενής τους ήταν ευγενής με όλους, σεβόταν τη δουλειά τού καθενός ξεχωριστά, δεν ζητούσε πράγματα και δεν μιλούσε αφ΄ υψηλού σε κανέναν. Δεν φερόταν έτσι διότι αυτό είναι το σωστό. Ετσι αισθανόταν, και τη διαφορά μεταξύ των δύο οι άλλοι την καταλαβαίνουν αμέσως. Ούτε από όσους τον επισκέπτονταν ζητούσε οτιδήποτε, παρά τις συνεχείς ερωτήσεις αν θέλει κάτι, κανένα φρούτο ας πούμε. Τελικώς… υπέκυψε και ζήτησε φράουλες ώριμες, με ζάχαρη και λεμόνι, τις οποίες και είχε έκτοτε κατά διαστήματα. Από την πρώτη στιγμή ωστόσο έγινε φανερό πως δεν ενδιαφερόταν τόσο για τις φράουλες όσο για το ζουμί τους.

 

Οσοι κάνουν αιμοκάθαρση πρέπει να πίνουν μόνο μικρές ποσότητες νερού, παρ΄ότι διψούν, και το ζουμί από τις φράουλες ήταν μια μικροζαβολιά, την οποία είμαι βέβαιος ότι την ήξεραν οι γιατροί και είχαν την κατάσταση υπό έλεγχο. Μια μέρα όμως πέρασε κάποια γιατρός από άλλη κλινική που δεν γνώριζε τους ασθενείς, είδε τις φράουλες και εξανέστη. «Τι γίνεται εδώ; Ολα ελεύθερα; Πίνουμε νερά, κόκα κόλες, ζουμιά, πορτοκαλάδες;» «Μπορώ να πω κάτι;» σήκωσε το χέρι του ο Σβορώνος, ακριβώς όπως ζητάει κανείς τον λόγο σε επιστημονικό συνέδριο, αλλά η γιατρός δεν σταματούσε με τίποτα. «Μήπως να σας συνδέσουμε απευθείας με τη βρύση να πίνετε όσο θέλετε;» συνέχισε αγνοώντας δεύτερο αίτημά του να λάβει τον λόγο. «Κοιτάξτε, εγώ σήμερα για πρώτη φορά έφερα τις φράουλες με δική μου πρωτοβουλία επειδή δεν ήξερα πως δεν πρέπει (…)», επιχείρησα να τη διακόψω, λέγοντας τρία ψέματα σε μία μόνο (σχετικά) μικρή φράση, επίδοση διόλου ευκαταφρόνητη. «Εσείς μπορεί να μην ξέρατε, μου απάντησε, αλλά αυτός -και τον έδειξε- ξέρει»! «Αυτός» εξακολουθούσε, ματαίως, να ζητάει τον λόγο.

 

Κάποτε τελείωσε τον εξάψαλμο και εδέησε να τον ακούσει. Την κοίταξε και της είπε ευγενικά αλλά σταθερά: «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω πιει κόκα κόλα»! «Αυτό είναι το θέμα μας;» αντέδρασε εκείνη, μας γύρισε την πλάτη και έφυγε! Ο Σβορώνος είχε μια έκφραση ήρεμης ικανοποίησης, που μπόρεσε επιτέλους να βάλει ορισμένα πράγματα στη θέση τους. Δεν τον ρώτησα εάν η στάση του απέναντι στο συγκεκριμένο αναψυκτικό είχε κάποια μακρινή σχέση με την πολύ παλιά καταγγελία του «Ριζοσπάστη» ότι περιέχει κοκαΐνη και συνεπώς αποτελεί μέρος ενός ύπουλου (αλλά και ακριβούτσικου) σχεδίου του ιμπεριαλισμού να ντοπάρει τους λαούς, ή με την απόσταση ασφαλείας που ένας άνθρωπος γαλλικής παιδείας, όπως εκείνος, όφειλε να κρατάει από το κατ’ εξοχήν σύμβολο του «αμερικάνικου» τρόπου ζωής, γενικώς.

 

Τον αποχαιρετήσαμε, κόσμος πολύς, στις 27 Απριλίου του 1989 στο Α′ Νεκροταφείο, πολύ κοντά στον λόφο του Αρδηττού και τα άλλα υψώματα του Μετς, όπου τον Δεκέμβριο του 1944, με τον ΕΛΑΣ Καισαριανής, είχε λάβει μέρος στις μάχες με τους Αγγλους και τις συνασπισμένες δυνάμεις του εθνικόφρονος δωσιλογισμού. Οπως πολύ ωραία έγραψε, συνοψίζοντας τη ζωή και το έργο του, ο Λευκαδίτης συμπατριώτης και κοντινός του άνθρωπος, ο Σπύρος Ασδραχάς (κατά κάποιον τρόπο ο διάδοχός του σήμερα ως πρώτος τη τάξει στην κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών), ο Νίκος Σβορώνος μάς κληροδότησε το προσωπικό του παράδειγμα και αυτό το οποίο κυρίως τον διέκρινε: «Μια αίσθηση χρέους που υπερακόντιζε τις συμβατικές δεοντολογίες».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Ιστορικός

Scroll to top