14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ (1911-1989)

Η σχέση πολιτικής και οικονομίας

      Pin It

Του Νίκου Αλιβιζάτου*

 

Για την Ελλάδα ο Νίκος Σβορώνος έγραφε: «μια χώρα αγροτική, με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, [παρουσίαζε] πολιτικές δομές ανάλογες με κείνες που [είχαν] διαμορφωθεί στις σύγχρονες και προηγμένες χώρες της Δύσης»

 

Το 1975, στα «Προλεγόμενά» του στην ελληνική έκδοση της πολύ γνωστής έκτοτε «Επισκόπησης της νεοελληνικής ιστορίας», ο Νίκος Σβορώνος αφιέρωσε αρκετές σελίδες στην ελληνική αστική τάξη. Σε αντίθεση με τον λαϊκισμό του συρμού, όχι μόνο αναγνώριζε την ύπαρξή της (την οποία πολλοί αμφισβητούσαν τότε) αλλά τη θεωρούσε και σημαντική, καθότι είχε αναπτυχθεί χρονολογικά πρώτη στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Η διάχυσή της αυτή εκτός ελλαδικών συνόρων ήταν ο παράγοντας που της επέτρεψε να ανέβει ταχύτατα, από την Αλεξάνδρεια ώς την Οδησσό, και να αποτελέσει, όπως έγραφε, «την κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία των εθνικών αστικών ομάδων» των αντίστοιχων χωρών.

 

Η ανάπτυξη της κοσμοπολίτικης και εξωστρεφούς αυτής αστικής τάξης οφειλόταν λοιπόν προπάντων στον παροικιακό ελληνισμό, χωρίς τη μελέτη του οποίου, σύμφωνα με τον Σβορώνο, δεν μπορεί κανείς να καταλάβει το βαθύτερο νόημα της νεοελληνικής ιστορίας, τουλάχιστον έως το 1922.

 

Η ανωτέρω προσέγγιση δεν αμφισβητείται σήμερα από κανέναν σοβαρό μελετητή της νεότερης Ελλάδας. Δεν εξηγεί, ωστόσο, από μόνη της μιαν άλλη πτυχή της αστικής «διείσδυσης» στην Ελλάδα: την υιοθέτηση, σχεδόν εξ αρχής, αστικών πολιτικών θεσμών, οι οποίοι, εκείνη την περίοδο, μόνο στις προηγμένες βιομηχανικές μητροπόλεις της βορειοδυτικής Ευρώπης είχαν καρποφορήσει. Ετσι, όπως έγραφε ο Σβορώνος, «μια χώρα αγροτική, με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, [παρουσίαζε] πολιτικές δομές ανάλογες με κείνες που [είχαν] διαμορφωθεί στις σύγχρονες και προηγμένες χώρες της Δύσης». Πού οφειλόταν η αντίφαση αυτή;

 

Ιδού ένα μείζον μεθοδολογικό ερώτημα. Στο επίκεντρό του βρίσκεται βέβαια ένα κλασικό ερώτημα της ιστοριογραφίας: Ποια ήταν τελικά η σχέση πολιτικής και οικονομίας, ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου δεν ήταν προφανές ότι είχε επικρατήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής; Να οφειλόταν τάχα το παράδοξο αυτό στο «δημοκρατικό» DNA των Ελλήνων, όπως φαίνεται να πιστεύει ακόμη και σήμερα μια αδιόρθωτα ρομαντική σχολή σκέψης στη χώρα μας; Ή μήπως στο ότι ως «επείσακτοι», θεσμοί όπως η Βουλή, οι εκλογές και το κοινοβουλευτικό σύστημα, διαστρεβλώθηκαν τόσο πολύ στην Ελλάδα ώστε, στην πραγματικότητα, να μην έχουν εφαρμοσθεί ποτέ;

 

Τέτοιου είδους ερμηνείες είναι τόσο εξόφθαλμα λαθεμένες, που δεν αξίζει κανείς ούτε καν να τις αντικρούσει: Δεν υπάρχουν λαοί με «δημοκρατικό» κύτταρο, οι δε 64 εκλογές που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα από το 1843 έως το 2012 δεν ήταν βέβαια (όλες) προσχηματικές. Η απάντηση, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού, βρίσκεται κατά τη γνώμη μου στο ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες ανάλογου επιπέδου ανάπτυξης, στην Ελλάδα, το Σύνταγμα και τους θεσμούς δυτικού τύπου δεν τους ζητούσαν μόνον μερικοί δυτικόστροφοι διανοούμενοι. Τους διεκδικούσαν επί πλέον και οι πιο συντηρητικοί παράγοντες της μετεπαναστατικής Ελλάδας, οι τοπικοί πρόκριτοι, οι οποίοι, μέσω αυτών, δηλαδή μέσω εκλογών και Βουλής, ήλπιζαν ότι θα επανέλθουν στην εξουσία, από τα ηνία της οποίας τους είχε απομακρύνει πρώτα ο Καποδίστριας και στη συνέχεια ο Οθωνας και οι Βαυαροί.

 

Ετσι, παρ’ ότι οι πρώτες εκλογές μετά την 3η Σεπτεμβρίου ήταν νόθες, το στήσιμο της κάλπης κάθε 2,5 με 3 χρόνια δημιούργησε μια δυναμική που, μετά το 1864 και ιδίως μετά τη «δεδηλωμένη» (1875), εκτόξευσαν την Ελλάδα στην πρωτοπορία των κοινοβουλευτικών χωρών του τέλους του 19ου αιώνα. Είναι περιττό να τονισθεί πόσο συνέβαλε η εκλογική αυτή παράδοση στο να είναι η Ελλάδα η μόνη χώρα της Νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων, στην οποία, στον 20ό αιώνα των «άκρων», οι κάθε είδους ολοκληρωτισμοί δεν απέκτησαν ποτέ βαθιές λαϊκές ρίζες.

 

Ταιριάζει άραγε το ερμηνευτικό αυτό σχήμα με τη μαρξιστική μέθοδο που ο Σβορώνος ακολουθούσε με συνέπεια ώς το τέλος του βίου του; Νομίζω πως ναι, και θα προσπαθήσω να δείξω γιατί:

 

Το 1955, σε ένα από τα πρώτα τεύχη της «Επιθεώρησης Τέχνης», ο Νίκος Σβορώνος δημοσίευσε ένα σημαντικό άρθρο με τίτλο «Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία». Μαζί με την «αντεθνική» «Επισκόπηση», που είχε μόλις κυκλοφορήσει στα γαλλικά, το άρθρο αυτό ήταν η αιτία που του αφαιρέθηκε τότε η ελληνική ιθαγένεια. Διότι σε αυτό, αν και δεν την κατονόμαζε ρητά, δεν έκρυβε τη βασική επιλογή του, που ήταν βέβαια η μαρξιστική μέθοδος.

 

Ο μαρξισμός του, ωστόσο, δεν ήταν διόλου δογματικός. Επηρεασμένος από τα πορίσματα της Σχολής των Annales, ήταν «ανοιχτός» στις πιο διαφορετικές εφαρμογές του, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρας. Αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο το κρίσιμο απόσπασμα:

 

«Οι γνωστές λοιπόν βασικές αρχές: ότι η υλική ζωή της κοινωνίας είναι και η πρώτη αιτία της ιστορικής πορείας˙ ότι η βαθύτερη αιτία των κοινωνικών αλλαγών πρέπει να αναζητηθεί στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις˙ ότι η πνευματική ζωή και η ιδεολογία μιας εποχής εξαρτάται από τη σύνθεση και τη δυναμική της κοινωνίας της εποχής αυτής που αποτελείται από τάξεις ανταγωνιστικές˙ και ότι η πάλη των κοινωνικών τάξεων αποτελεί το κέντρο και την γενεσιουργό αιτία των ιστορικών εξελίξεων, όλες αυτές οι βασικές αρχές νομίζουμε ότι αποτελούν τη βάση για τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, όπως και κάθε ιστορίας, κάθε λαού και κάθε περιόδου».

 

Για να προσθέσει ευθύς αμέσως τα εξής κεφαλαιώδη:

 

«Κι εδώ ακριβώς φτάνουμε στην καρδιά του προβλήματος που μας απασχολεί. Αν οι παραπάνω αρχές ισχύουν για κάθε εποχή και κάθε λαό, θα πρέπει να έχουν σε κάθε λαό ειδική εφαρμογή, γιατί αλλιώτικα η μηχανική εφαρμογή τους θα ’δινε σαν αποτέλεσμα μια σχηματική και μονότονη εικόνα απελπιστικά σχηματικών επαναλήψεων, που προδίδει την ανυπότακτη ποικιλία του αντικειμενικού κόσμου».

 

Με άλλα λόγια, οι «σταθερές», όπως τις ονόμαζε –δανειζόμενος τον όρο από τα μαθηματικά– «συμπλέκονται με μια σειρά παραμέτρων (μεταβλητών), διαφορετικών ποιοτήτων και διαφορετικών ρυθμών», οι οποίοι, ειδικά για έναν λαό, όπως ο ελληνικός, με «τρισχιλιετή ιστορική πορεία», εξηγούν τις τόσο χαρακτηριστικές αναστολές και τις επιταχύνσεις που σημαδεύουν την ιστορική διαδρομή του.

 

Να λοιπόν που οι «βασικοί νόμοι» της ιστορίας δεν είναι απόλυτοι, αλλά η εφαρμογή τους στις συγκεκριμένες συνθήκες επηρεάζεται από απρόβλεπτους και αστάθμητους παράγοντες –πολιτικούς, πολιτιστικούς και άλλους– τους οποίους ο ιστορικός οφείλει να εντοπίζει και να αξιολογεί εξ ίσου πολύ με την «υλική βάση» της κοινωνικής συμβίωσης.

 

Λεπτή όσο και ευαίσθητη, η «επτανησιακής» φινέτσας προσέγγιση αυτή του Σβορώνου άνοιγε νέους ορίζοντες, προετοιμάζοντας σε «ανύποπτο χρόνο» την «άνοιξη» των ιστορικών σπουδών στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διετέλεσε μαθητής του Νίκου Σβορώνου, όταν σπούδαζε στο Παρίσι (1972-1977).

Scroll to top