14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ (1911-1989)

Ο ιστορικός και η Ιστορία

      Pin It

Tου Γιώργου Μαργαρίτη*

 

Οταν ο κόσμος αλλάζει, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, στρέφεται στο παρελθόν για να αναζητήσει τα στοιχεία του άγνωστου μέλλοντος

 

Το υποψιαζόμασταν ήδη από τον καιρό του Θουκυδίδη: η πορεία ενός ιστορικού σε μια εποχή πλούσια σε ιστορικά γεγονότα είναι μαζί ευλογία και κατάρα. Ο ιστορικός χρόνος, πυκνός και ορμητικός, σαρώνει τα πάντα γύρω του, αλλάζει τις εποχές, τους ανθρώπους και τον κόσμο και συμπαρασύρει τον ιστορικό επιτάσσοντάς του να απαντά άμεσα στα μεγαλύτερα των ερωτημάτων, χωρίς να του αφήνει χρόνο να σκεφτεί, χωρίς να του επιτρέπει ούτε τη μικρή πολυτέλεια της αποστασιοποίησης από το αντικείμενο τις μελέτης του.

 

Σε αυτές τις περιόδους εκπλήσσει η γονιμότητα των ιστορικών, το ίδιο συχνά εκπλήσσει και η αμηχανία τους: είναι τόσες οι ερωτήσεις που καλούνται να απαντήσουν, που συνήθως μόλις προφταίνουν να αντιμετωπίσουν κάποιες από αυτές. Συνηθέστερα, απογοητεύουν τους γύρω τους, όσους κάτι περισσότερο περίμεναν από αυτούς. Οταν ο κόσμος αλλάζει, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, στρέφεται στο παρελθόν για να αναζητήσει τα στοιχεία του άγνωστου μέλλοντος. Κανείς ιστορικός δεν θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος του αδύνατου, της προφητείας, που του ζητούν.

 

Τον 19ο αιώνα τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη ζήτησαν από τους ιστορικούς να σκιαγραφήσουν την προγενέστερη ιστορία τους σε τρόπο ώστε η τελευταία να νομιμοποιεί την ανεξαρτησία, τη διεύρυνση, την κυριαρχία, την παγκόσμια ευθύνη ίσως του καθενός από αυτά – ανάλογα με τις δυνατότητες και τα σχέδια της εκάστοτε άρχουσας αστικής τάξης. Από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο της μικρής αλλά με Μεγάλες Ιδέες Ελλάδας έως τον Λόρδο Ακτον της Αυτοκρατορικής Μεγάλης Βρετανίας ή τον Μισελέ της λιγότερο ισχυρής και ως εκ τούτου περισσότερο προσδεδεμένης σε «Αρχές» Γαλλίας, όλες οι χώρες έφτιαξαν διά της ιστορίας την αστική τους υπόσταση και διεκδίκησαν τα «νόμιμα» οφειλόμενα μέσα από αυτήν.

 

Στον 20ό αιώνα τα πράγματα περιπλέχθηκαν. Ο αστικός κόσμος κλυδωνίστηκε τόσο από τις εσωτερικές του αντιφάσεις και ανταγωνισμούς όσο και από την αμφισβήτηση της χρησιμότητας και της κυριαρχίας του μέσα από πρωτόγνωρες σε έκταση και σε βάθος εργατικές επαναστάσεις. Με τη σειρά της η ιστορία μπερδεύτηκε και το ίδιο το αστικό σύστημα που την είχε αναγάγει σε υπέρτατη γνώση και επιστήμη στα τέλη του 19ου αιώνα, αμφισβήτησε ευθέως τη χρησιμότητα και την ανάγκη ύπαρξής της στα τέλη του 20ού αντίστοιχου. Το «τέλος της ιστορίας» αναγγέλθηκε μάλιστα με «μιντιακά» επίσημο τρόπο.

 

Ο Νίκος Σβορώνος διέτρεξε ως ιστορικός και ως πολίτης αυτόν τον αλλοπρόσαλλο 20ό αιώνα. Από το 1911 που γεννήθηκε ώς τον θάνατό του στα 1989 διέσχισε όλες τις φάσεις της εποχής που επιγραμματικά σκιαγραφήσαμε. Στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, στα πρώτα ακαδημαϊκά του βήματα, γνώρισε αυτές τις αντιφάσεις: κλήθηκε να διαχειριστεί το «θνήσκον». Με άλλα λόγια, να μελετήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε καιρούς όπου η αρχική της πολιτική «λειτουργικότητα», όπως τη διατύπωσε ο Παπαρρηγόπουλος –ως αναγκαίος κρίκος στη διαμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας– είχε μόλις πάψει να υπάρχει. Το 1922 ήταν τότε πολύ κοντά. Απέμεινε ο ελληνισμός που θλιβερά εικονογραφούσαν τα καραβάνια των προσφύγων που έσπευδαν να κλειστούν στη στενή εθνική επικράτεια.

 

Ο κόσμος που πέθαινε γεννούσε έναν άλλον. Μετά την έκλειψη της Μεγάλης Ιδέας οι Ελληνες ταυτίστηκαν πρώτη φορά με την Ελλάδα, στη γεωγραφική της εκδοχή. Εκεί όπου πριν τα ονειρικά σύνορα του ελληνισμού βρίσκονταν κάπου προς την Τραπεζούντα, τον Μαρμαρά και τη Μαύρη θάλασσα, περνώντας από την Καππαδοκία και την Αλεξάνδρεια, τώρα πλέον ήταν απλά στον Εβρο και όλα έδειχναν ότι θα παραμείνουν εκεί. Το ερώτημα του τι είναι Ελληνες, τι είναι Ελλάδα, επανήλθε σε ολότελα καινούργια βάση από εκείνη που υπήρχε στην πριν από το 1912 εποχή.

 

Το ερώτημα για το τι είναι Ελλάδα και τι είναι Ελληνες, για το τι ακριβώς είναι το έθνος των Ελλήνων απασχόλησε τον νεαρό Νίκο Σβορώνο. Η αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος, οι περί έθνους και φυλής θεατρινισμοί του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου μάλλον διακωμωδούσαν τις ζητούμενες απαντήσεις όπως και τα ερωτήματα. Στο προαύλιο των πανεπιστημιακών σχολών ο Νίκος Σβορώνος άρχισε να γνωρίζει, μέσα από τον μαρξισμό, μια άλλη διάσταση του εθνικού: τον λαό.

 

Ερευνητής στα Κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών, πλέον, αναζήτησε το υποκείμενο αυτό της ιστορίας στο Βυζάντιο, στις ρίζες, δίνοντας μια νέα διάσταση στη μελέτη του τελευταίου. Πολύ γρήγορα όμως η ιστορία τον οδήγησε σε ένα άλλο σχολείο: στην Εθνική Αντίσταση. Μέσα στη νέα κοσμογονία ο ιστορικός Σβορώνος έγινε μέρος του ιστορικού υποκειμένου που μελετούσε, συναντήθηκε δηλαδή με τον λαό και τους αγώνες του. Καπετάνιος του ΕΛΑΣ της Αθήνας πολέμησε στις επικές ημέρες του Δεκεμβρίου του 1944 ενάντια στους Αγγλους εισβολείς και στους πρόθυμους συνεργάτες τους, οι οποίοι, στο όνομα του «Εθνους», πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον Βρετανό Σκόμπι όπως λίγες εβδομάδες νωρίτερα τις πρόσφεραν στον όποιο Γερμανό Φέλμι ή Νοϊμπάχερ.

 

Εναν χρόνο αργότερα ο ιστορικός, μέλος πλέον του Κομμουνιστικού Κόμματος και στόχος, ως εκ τούτου, των νικητών, φυγαδεύτηκε με μέριμνα της Γαλλικής Πρεσβείας στο Παρίσι όπου επρόκειτο να μείνει τριάντα χρόνια, στερημένος στο μεταξύ ακόμα και από την ελληνική του ιθαγένεια: πικρή ειρωνεία για έναν ερευνητή των πηγών του ελληνισμού! Στη Γαλλία έδωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού του έργου, σφραγισμένο και αυτό από την ιστορική συγκυρία της εποχής. Στο μέσο του ψυχρού πολέμου και μέσα στη δίνη των αιματηρών συγκρούσεων της αποαποικιοποίησης, η μαρξιστική ιστοριογραφία έψαχνε να βρει τον δρόμο της: τη δημιουργία μιας νέας ιστορικής σχολής στη θέση της αστικής αντίστοιχης. Δεν ήταν εύκολη η αναζήτηση στην τότε Γαλλία όπου το εθνικό, το πατριωτικό, το λαϊκό, το εργατικό σκιάζονταν από βαριά σύννεφα απλωμένα στον χρόνο από το Βισύ ώς το Βιετνάμ και την Αλγερία.

 

Στα 1975, όταν ο Νίκος Σβορώνος επανηύρε την ελληνική του ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα, ως σημαντικός πλέον πνευματικός ταγός της Μεταπολίτευσης, και πάλι η ιστορία υπαγόρευσε τον νέο του ρόλο. Η αναζήτηση του ελληνισμού δεν ήταν πλέον απλά και μόνο μέρος της ταξικής σύγκρουσης στην ελληνική κοινωνία. Ενα νέο όραμα κυριάρχησε στις νέες αστικές πολιτικές ελίτ και συνεπήρε το μεγαλύτερο μέρος της προοδευτικής διανόησης. Η δικαίωση του ελληνισμού έλεγε το νέο δόγμα τής εδώ αστικής τάξης θα γινόταν μέσα από την ισότιμη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρώπη. Οι αναζητήσεις σταμάτησαν και οι άλλοτε μεγάλες εθνικές –και λαϊκές ταυτόχρονα– στιγμές έγιναν θλιβερό παράρτημα στη νικητήρια πομπή των νέων καιρών. Η Εθνική Αντίσταση «αναγνωρίστηκε» για να διαπομπευθεί ευθύς αμέσως μέσα στην ΠΑΣΟΚική κενολογία και ασημαντότητα. Οι περί έθνους και λαού συζητήσεις μετατράπηκαν σε απόλυτη πομφόλυγα μέσα από συνθήματα του τύπου «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες».

 

Σε αυτή τη φάση, την τελευταία της επιστημονικής και πολιτικής του ζωής, ο Νίκος Σβορώνος, αν και με αναγνωρισμένο και επιτελικό πλέον ρόλο, στάθηκε αμήχανα όπως εξάλλου και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής και ευρωπαϊκής διανόησης. Θα ήταν άδικο να αποδώσουμε τη σημερινή κρίση των ιδεών και της διανόησης στον Σβορώνο και τη γενιά του, στους δασκάλους μας. Η ιστορία τα έφερε έτσι και αυτήν την ιστορία πρέπει να βρούμε τρόπο να την αλλάξουμε.

 

* Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας ΑΠΘ.

 

 

Scroll to top