14/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ (1911-1989)

Ο ερευνητής της νεοελληνικής πολιτισμικής ιστορίας

      Pin It

Tου Τριαντάφυλλου Ε. Σκλαβενίτη*

 

Οι μελέτες του για πολιτισμικά θέματα μετά τη Μεταπολίτευση είναι κυρίως απάντηση στις προσκλήσεις των Λευκαδίων συμπατριωτών του για να μιλήσει στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης

 

Ο Σβορώνος, ως ιστορικός του Βυζαντίου, αλλά και του Νέου Ελληνισμού, ασχολήθηκε περισσότερο με την οικονομική ιστορία: το αποδεικνύουν οι βυζαντινές του μελέτες, λιγότερο γνωστές στην Ελλάδα, αφού είναι δημοσιευμένες στα γαλλικά, αλλά και «Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα», δημοσιευμένο στα γαλλικά το 1956 και στα ελληνικά το 1996. Οι συζητήσεις όμως γύρω από τον Σβορώνο και το έργο του, συχνά, με μονομέρεια και ανισότητα, επικεντρώνονται κυρίως στις θέσεις που υποστήριξε απαντώντας άμεσα στα μεγάλα ερωτήματα για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και την αποδοχή της έννοιας της διαχρονικής συνέχειας του ελληνισμού. Για τις ανάγκες αυτών των συζητήσεων συνήθως δεν αναζητούνται τα στοιχεία σε εκείνες τις αναλυτικές μελέτες του που ερευνούν θέματα ιστορίας των ιδεολογιών και των συνειδήσεων και ανήκουν στο ευρύτερο πλαίσιο των μελετών του για την νεοελληνική πολιτισμική ιστορία.

 

Για λόγους εύκολης πρόσβασης και κυρίως επιγραμματικής διατύπωσης, προτιμώνται τα υποκεφάλαια πολιτισμικής ιστορίας σε είκοσι μόνο σελίδες της «Επισκόπησης της Νεοελληνικής Ιστορίας» (1976). Σε αυτά, όπως και στο βιβλιαράκι του που κυκλοφόρησε το 2004, «Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού», ο συνοπτικά διατυπωμένος λόγος του ιστορικού, ελλειπτικός και προγραμματικά ατεκμηρίωτος, οδηγεί εύκολα τον αναγνώστη σε άδικη και κυρίως λαθεμένη εκτίμηση ότι πρόκειται για απόψεις ανεπεξέργαστες, ακόμη και δανεισμένες από κάποιο διανοητή ή πολιτικό. Χειρότερα γίνονται τα πράγματα με τη χρήση των κειμένων που προέκυψαν από προφορικές του συνεντεύξεις, χωρίς δεύτερη ανάγνωση συνήθως και με τις ερωτήσεις να έχουν συμμετοχή στη διαμόρφωση των απαντήσεων, κυρίως σε αυτά που δεν λέει ο ερωτώμενος για το θέμα.

 

Από τις αναλυτικές μελέτες νεοελληνικής πολιτισμικής ιστορίας του Σβορώνου, οι πέντε πρώτες σημαδεύουν την αρχή της επιστημονικής του δραστηριότητας (1937-1941) και επτά χρονολογούνται στην περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση (1975-1989) που είναι και η τελευταία της ζωής του. Οι πρώτες του μελέτες είναι συνδεδεμένες ίσως με τη φοιτητική περίοδο της ζωής του (1928-1933) και πάντως με την πρώτη επαγγελματική του απασχόληση από το 1936, ως έκτακτου συντάκτη του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Δύο μελέτες του, οι «Παρατηρήσεις εις Λόγον παρηγορητικόν περί Δυστυχίας και Ευτυχίας» και «Το περί της Μάχης της Βάρνης ποίημα» δημοσιευμένα το 1937 και το 1938 στο περιοδικό «Αθηνά» θα μπορούσαν να είχαν ξεκινήσει από τα φοιτητικά του χρόνια στα σεμινάρια του Κωνσταντίνου Αμαντου και του Νίκου Βέη και πάντως ολοκληρώθηκαν στο εντελώς κατάλληλο κλίμα της Ακαδημίας Αθηνών με τους πολύτιμους θησαυρούς των αποδελτιωμένων κειμένων της μεσαιωνικής και νεοελληνικής γραμματείας, με λήμματα κειμενικά και γλωσσικά.

 

Αυτά διευκόλυναν τον Σβορώνο στις εύστοχες παρατηρήσεις του στα κείμενα, στις διορθώσεις που πρότεινε με επιχειρήματα παλαιογραφικά, διάκρισης του λόγιου από το δημοτικό και χρονολογικής τους ιεράρχησης. Εκεί, με διευθυντή από το 1939 τον Μανόλη Κριαρά, αποφάσισε να ειδικευτεί στην πολιτισμική παραγωγή των Παραδουνάβιων ηγεμονιών και των Φαναριωτών, αφού έμαθε ρουμανικά και ανέλαβε να παρουσιάζει στα ελληνικά περιοδικά τις σύγχρονες σημαντικές μελέτες των Ρουμάνων ιστορικών και φιλολόγων. Η μελέτη του (1938) για τον Διονύσιο Φωτεινό (Πάτρα 1769-Βουκουρέστι 1821) και το έργο του «Ιστορία της Βλαχίας» (1818-1819) συνδέουν το ενδιαφέρον του για τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες με την ιστορία της ιστοριογραφίας, που έμεινε ώς το τέλος της ζωής του στα ενδιαφέροντά του και η μελέτη αυτή είναι από τις σπουδαιότερες που έχουμε γι’ αυτή τη θεματική ενότητα στην οποία εντάσσεται και η μελέτη που θα δημοσιεύσει το 1939 για τον Ιωάννη Στάνο και την εξάτομη «Βίβλο χρονική» (Βενετία 1767), εκσυγχρονισμένη χρονογραφία από κτίσεως κόσμου έως το 1700, συμπίλημα από τη «Βυζαντίδα» της Βενετίας και ιταλικά χρονικά.

 

Οι μελέτες του για πολιτισμικά θέματα μετά τη Μεταπολίτευση είναι κυρίως απάντηση στις προσκλήσεις των Λευκαδίων συμπατριωτών του για να μιλήσει στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης και τις αθηναϊκές εκδηλώσεις τους: για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1975), για το Δημοτικό Τραγούδι (1978), τον Αγγελο Σικελιανό (1981) και τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1982). Με την ιστορία της Λευκάδας είχε ασχοληθεί στα νεανικά του χρόνια και ερεύνησε στο Αρχειοφυλακείο της γενέτειρας, συγκεντρώνοντας υλικό για τη διδακτορική του διατριβή για τα νομίσματα και την κυκλοφορία τους στους αιώνες της ξένης κυριαρχίας του ελληνικού χώρου. Δημοσίευσε το 1939 και το 1940 δύο μελέτες για τους Χίους πρόσφυγες στη Λευκάδα και για τους εν Λευκάδι κλέφτες και αρματολούς.

 

Ο Σβορώνος στα ευφρόσυνα χρόνια της Μεταπολίτευσης καλείται από τους συμπατριώτες του ως σοφός διδάχος και δημόσιος ρήτορας και παρά το συγκινησιακό κλίμα στο οποίο γίνονται αυτές οι ομιλίες, δεν αναζητεί εκλαϊκευτικές φόρμες για να γράψει ρητορικά δοκίμια. Παρουσιάζει τις απόψεις του ως ιστορικός, σχεδόν όπως και στα σεμινάριά του, για τον Βαλαωρίτη, τον Σικελιανό και τον Ζαμπέλιο, στις οποίες καταστάλαξε στοχαζόμενος νοσταλγός στο Παρίσι, με τις παραστάσεις και τις μορφές της γενέτειρας και των ανθρώπων της εγκατεστημένες στο ιστορικό του εργαστήριο. Τώρα ερχόταν να καταθέσει στους πατριώτες του κάποια από τα ερμηνευτικά κλειδιά που κατάκτησε: για τον Βαλαωρίτη και τον αντιστασιακό χαρακτήρα που διέπει ολόκληρη την ελληνική ιστορία, όπως εκφράζεται στο έργο του, μαζί με την ταύτιση λαού και έθνους και τη συνηγορία του στα δικαιώματα των καλλιεργητών της γης, των αφανών της ιστορίας. Για τον Σικελιανό καταθέτει τις προτάσεις του για τη μελέτη της ιδεολογίας του αναλυτικά. Τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο προσπάθησε να τον τοποθετήσει στο κυρίαρχο ιδεολογικό και θεωρητικό κίνημα της εποχής του τον ιστορισμό.

 

Μια χειρόγραφη ανθολογία (μισμαγιά) με τραγούδια ελληνικά και τουρκικά και δύο εθνικά στιχουργήματα, που έπεσε στα χέρια του, θα τον φιλοτιμήσει να την υπομνηματίσει και να την εκδώσει. Με την παράδοση του μελετήματος αυτού, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, στον τόμο του Roger Milliex θα προσφέρει ένα αντίδωρο στον ευεργέτη του, όπως είχε κάνει και το 1956 συνεισφέροντας στο αφιέρωμα στον Octave και τη Μέλπω Merlier. Στο τελευταίο του δημοσίευμα, αφιερωμένο στον Στυλιανό Αλεξίου, της φιλικής συνάφειας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου δίδαξε τη δεκαετία του 1980, συναντιέται η νοσταλγική αναθύμηση της Λευκάδας των παιδικών του χρόνων (δεκαετίες 1910 και 1920) με το ερώτημα για τον απόηχο της Κρητικής Λογοτεχνίας στην προφορική παράδοση της γενέθλιας πόλης. Και πάλι όσα έμαθε ανακαλούνται για να βοηθήσουν στον υμνηματισμό των αναθυμημάτων και νέο στάδιο μαθητείας αναλαμβάνεται για να καλυφθούν τα κενά των γνώσεών του και να ανταποκριθεί στο μάθημα που διάλεξε να διδάξει με το τελευταίο του δημοσίευμα: Πώς αξιοποιείται η προφορική μαρτυρία της παιδικής μνήμης και πώς εξασφαλίζεται από την τάση να συμπληρώνονται τα κενά και οι σιωπές της από το απόθεμα των επιστημονικών γνώσεων που διαθέτουμε.

 

……………………………………………………………………………………….

 

* Ιστορικός, διευθυντής Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

 

 

Scroll to top