«Μετά τις εθνικές ιταλικές εκλογές του Φεβρουαρίου, από τις οποίες δεν προέκυψε σαφής πλειοψηφία, ορκίστηκε στις 28 Απριλίου η νέα ιταλική κυβέρνηση συνασπισμού, υπό τον πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα (Δημοκρατικό Κόμμα, PD). Το κίνημα του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι (Scelta Civica) και το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (PDL) συγκατοικούν με την Κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος. Πρόκειται για μια δύσκολη συνύπαρξη, κατάληξη της εξίσου επώδυνης διαδικασίας εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας, όπου το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα έπεσε θύμα των χρόνιων αδυναμιών του.
Συνέντευξη στη Margarita Dean*
• Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε την ιδεολογική του ταυτότητα, μετά από δύο δεκαετίες όπου η Αριστερά αυτοπροσδιορίστηκε, κατά κύριο λόγο, μέσα από την αντιπαράθεσή της με τους πολιτικούς αντιπάλους, Λέγκα του Βορρά και Μπερλουσκόνι;
Είναι αλήθεια ότι η διαδικασία, που ξεκίνησε στις αρχές του ’90 με τη μεταμόρφωση του Κομμουνιστικού Κόμματος, υπήρξε επώδυνη, όπως άλλωστε καταδεικνύουν και οι πολλές ονομασίες που διαδέχτηκαν τη σημερινή. Αυτό που χάθηκε στην πορεία είναι ακριβώς η αναφορά στην Αριστερά, γιατί στο Δημοκρατικό Κόμμα συγχωνεύτηκαν πολλές κουλτούρες, πολλές ομάδες, καλύτερα, οι οποίες επικεντρώθηκαν στο να διατηρήσουν την προηγούμενη ταυτότητά τους, παρά στο να προσπαθήσουν να έρθουν σε διάλογο με τους συνοδοιπόρους. Ακόμα και η ίδια λέξη «Αριστερά» προκαλεί φόβο· ναι, φόβο και σταδιακά εξαφανίστηκε από την επίσημη ονομασία: πρόκειται για έναν ιδεολογικό προσδιορισμό που φέρνει σε δύσκολη θέση τους Χριστιανοδημοκράτες και όσους μπήκαν στο Δημοκρατικό Κόμμα προερχόμενοι από τη «Μαργαρίτα».
Αρα, το πρόβλημα της ταυτότητας παραμένει ανοιχτό και σήμερα οι εσωτερικές διαμάχες είναι ακόμα πιο ορατές απ’ ό,τι παλιά.
Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ιταλία, τις τελευταίες δεκαετίες, είδαμε αφενός τη γέννηση προσωπικών κομμάτων, το κίνημα του Γκρίλο, για παράδειγμα, ή «κομμάτων-επιχείρηση», όπως του Μπερλουσκόνι, και αφετέρου την εξέλιξη των μαζικών κομμάτων σε «ολιγαρχικά», όπως έγινε στην περίπτωση του PD.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε τη σημαντική εκλογική και οργανωτική του βάση· το πρόβλημα εστιάζεται στην κορυφή της ιεραρχίας και οι όποιες διαμάχες ουσιαστικά αποτελούν προστριβές στο εσωτερικό της ολιγαρχίας.
• Θεωρείτε δηλαδή χαμένη ευκαιρία την επιλογή του προέδρου του κόμματος και υποψήφιου πρωθυπουργού από τη βάση, μέσω ψηφοφορίας ανοιχτής προς όλους, εγγεγραμμένους και μη;
Βεβαίως. Την πρώτη φορά που διοργανώθηκε η ψηφοφορία, το 2006, η συμμετοχή άγγιξε τα τρία εκατομμύρια. Ομοια ήταν τα αποτελέσματα και των ακόλουθων ψηφοφοριών. Κι όμως, τι έγινε με τις ονομαστικές λίστες όσων έλαβαν μέρος; Απολύτως τίποτα και έτσι απωλέσαμε τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια σταθερή σχέση με μια ευρεία βάση, αποτελούμενη από την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Θεωρώ ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής, που αποσκοπούσε στο να μη διαταραχθεί η κομματική ολιγαρχία. Η εχθρότητα απέναντι σε κάθε δίαυλο επικοινωνίας με την κοινωνία δείχνει ανάγλυφα πού βρίσκεται το μεγαλύτερο ιταλικό κόμμα της Κεντροαριστεράς.
Υπάρχει κι άλλο παράδειγμα· από το 2005 μέχρι το πρώτο μισό του 2011, στη χώρα άνθησαν κινήματα που όμοια σε αριθμό κι ένταση δεν είχαμε δει στο πρόσφατο παρελθόν: το κίνημα κατά των περιοριστικών νόμων της ελευθερίας της πληροφόρησης, πολύ μεγάλες πορείες γυναικών, φοιτητών, εργαζομένων, σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Κοινωνικές διεργασίες και ζωτικότητα που οδήγησαν στην επιτυχία των υποψηφίων της Αριστεράς στις διοικητικές εκλογές της άνοιξης του ’11 και σε 27 εκατομμύρια «όχι» στο δημοψήφισμα για την ιδιωτικοποίηση του νερού.
Λοιπόν, όλα αυτά δεν έτυχαν καμίας προσοχής από το Δημοκρατικό Κόμμα και η ολιγαρχική δομή του δεν τού επέτρεψε να κατανοήσει τη δυναμική μιας νέας μορφής πολιτικής συμμετοχής, η οποία πλέον είχε αναδειχθεί. Δεν είναι λαϊκισμός το να απευθύνεσαι στα κινήματα ως φυσικός αποδέκτης των αιτημάτων της κοινωνίας, κάθε άλλο, αποτελεί σημείο στήριξης και ανανέωσης της Δημοκρατίας.
Αντίθετα, το Δημοκρατικό Κόμμα συνεχίζει να εμφανίζεται ως πολιτική συγκατοίκηση κομμουνιστών και αριστερών καθολικών, ομάδες που όμως δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ο συνδετικός κρίκος αποτελείται από την κομματική ολιγαρχία, η οποία προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο και σε αυτή τη φάση παρ’ ότι υπάρχουν κάποια σημάδια αλλαγής.
Είναι το ρίσκο που αναλαμβάνεις όταν επιλέγεις να κατακτήσεις το πολιτικό κέντρο. Ας υποθέσουμε ότι αυτή είναι ορθή στρατηγική: ένας τρόπος για να το πετύχεις είναι να προβάλεις την ταυτότητά σου χωρίς επιθετικότητα· ο άλλος είναι να εξασθενίσεις την αριστερή σου ταυτότητα παίρνοντας θέσεις ικανές να σε φέρουν κοντά στον άλλο. Μα τότε η αντίδραση των πολιτών είναι πολύ απλή: από το να ψηφίσουν την απομίμηση, επιλέγουν το πρωτότυπο. Είναι η τέλεια στρατηγική αποτυχίας με μεγάλο ιδεολογικό κόστος. Σήμερα μιλάμε πιο πολύ για τις προτάσεις του Μπερλουσκόνι από αυτές του κόμματος του ίδιου του πρωθυπουργού. Σήμερα η λέξη «Αριστερά» ακούγεται πιο πολύ από τα στόματα των δεξιών.
• Εν όψει του συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος πληθαίνουν οι φωνές που ζητάνε έναν νέο προσδιορισμό της πολιτικής ταυτότητας του φορέα. Θεωρείται ότι οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για να συμβεί;
Ως εξωτερικός παρατηρητής έχω την εντύπωση ότι τουλάχιστον ένα μέρος του PD, αυτό που απέχει από την ολιγαρχία, συνειδητοποιεί τα προβλήματα και όχι μόνο θεωρητικά, όπως στην περίπτωση της σύγκρουσης με τους ηλικιακά «παλιούς», αλλά σε επίπεδο περιεχομένου. Είναι όσοι ζητάνε τον επαναπροσδιορισμό του προγράμματος και των σημείων αναφοράς της Αριστεράς της τρίτης χιλιετίας. Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος, αλλά ούτε κι απαισιόδοξος· βλέπω σημάδια που μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν τελείως απόντα. Προσωπικά εύχομαι αυτή η νέα ζωτικότητα να επιτύχει, γιατί αλλιώς θα φτάσουμε στις επόμενες εκλογές όπου η μόνη ουσιαστική αντιπαράθεση θα είναι μεταξύ του Μπερλουσκόνι και του Γκρίλο, μια προσωποκεντρική πολιτική που τραυματίζει τη Δημοκρατία.
* H Margarita Dean είναι δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια ιταλικών ΜΜΕ στην Αθήνα.
Ποιος είναι
Γεννημένος στο Σικάγο, ο Στέφανο Ροντοτά, καθηγητής Αστικού Δικαίου, γνωστός υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρώην πρόεδρος των Αριστερών Δημοκρατών, κόμμα της Κεντροαριστεράς που εξελίχθηκε στο σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα, ήταν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές με τη στήριξη του κινήματος «5 Αστέρων», όχι όμως και του Δημοκρατικού Κόμματος. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Εφ.Συν.» ο Στέφανο Ροντοτά σκιαγραφεί την κρίση της ιταλικής Αριστεράς.