Becket-James-Valasopoulos

21/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τζέιμς Μπέκετ, πρώην δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας

«Χωρίς τη Μαρία, δεν θα είχαμε πετύχει την καταδίκη της χούντας»

Αν και η συνέντευξη θα ήταν με τον Τζέιμς Μπέκετ, τον δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας που το 1968 τεκμηρίωσε με μαρτυρίες τα βασανιστήρια της χούντας,συναντήσαμε τελικά μια ηρωική όσο και αφανή προσωπικότητα αυτού του αγώνα.
      Pin It

Στο έργο του «Αcropolis Now» (2004), που είδαμε φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Νοτιοαφρικανός Κέντελ Γκέερς αποτυπώνει τις δυνατότητες του ανθρώπου, το μεγαλείο και συνάμα τη φρικαλεότητα: οι δικοί του κίονες, που είναι εμπνευσμένοι από την Ακρόπολη, είναι καμωμένοι από ένα ειδικό αγκαθωτό συρματόπλεγμα με λεπίδες και ξυράφια -πατέντα εταιρείας του απαρτχάιντ- που έχει την ιδιότητα να μην επιτρέπει στον άνθρωπο που θα πιαστεί πάνω του να ξεφύγει. Ενας εφιάλτης που αντλείται από τις εμπειρίες της δικής του πατρίδας, την «Kαρδιά του κτήνους» του Κόνραντ και την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα». Ισως να μην υπάρχει πιο επιτυχής παρομοίωση για να αναφερθεί κανείς στη δικτατορία αυτού του τόπου, «του λίκνου της δημοκρατίας» όπως θεωρείται, που έληξε, τέτοιες μέρες, στις 23 Ιουλίου, πριν από 39 χρόνια, το 1974.

 

«…είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτή η αξιοσέβαστη κυρία είχε στο πόδι της το σημάδι από ένα ατύχημα με χειροβομβίδα που έγινε κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης ανταρτών στη Συρία…»

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ιωάννα Σωτήρχου

 

Αν και η συνέντευξη θα ήταν με τον Τζέιμς Μπέκετ, τον δικηγόρο της Διεθνούς Αμνηστίας που το 1968 τεκμηρίωσε με μαρτυρίες τα βασανιστήρια της χούντας, προκαλώντας τη διεθνή καταδίκη της χώρας πριν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την επικυρώσει -για να μην ξεχνάμε την πολύτιμη βοήθεια των ξένων ιδεαλιστών σε ακόμη έναν αγώνα για την ελευθερία- συναντήσαμε τελικά μια ηρωική όσο και αφανή προσωπικότητα αυτού του αγώνα: τη Μαρία Χάρη Μπέκετ, σύζυγό του την εποχή εκείνη, η οποία πέθανε πέρσι τον Οκτώβριο. Την ανιδιοτελή και πολυδιάστατη αγωνίστρια χάρη στις προσπάθειες της οποίας η χούντα δέχτηκε το μοναδικό της πλήγμα από διεθνή οργανισμό. Κάπως έτσι, αυτή η συνέντευξη αφορά κυρίως εκείνην, φωτίζοντας άγνωστους σταθμούς μιας απρόσμενης πορείας.

 

• Ο κ. Μπέκετ, σκηνοθέτης σήμερα, βρέθηκε στην Αθήνα επειδή γυρίζει ένα φιλμ για τη ζωή της και μας διηγήθηκε ένα κομμάτι της ιστορίας όπως αυτός το έζησε.

 

«Ηρθα ως δικηγόρος με τη Διεθνή Αμνηστία το 1968, γιατί είχαμε αναφορές για βασανιστήρια, και μίλησα με μερικούς ανθρώπους που τα είχαν υποστεί, αν και ήταν πολύ επικίνδυνο ακόμη και να συναντηθούν μαζί μας… Πήγα στην Αγγλία και έγραψα γι’ αυτά τα οποία η δικτατορία αρνιόταν, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις. Οταν άρχισαν να αποδεικνύονται, καταφέραμε να θεμελιώσουμε την υπόθεση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου…». Το βιβλίο του Τζέιμς Μπέκετ «Βαρβαρότητα στην Ελλάδα», που εξέδωσε τότε με συγκλονιστικές μαρτυρίες, ένορκες καταθέσεις καθώς και αποσπάσματα από τις συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταφράστηκε μόλις το 1997 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ποντίκι». Στη συζήτησή μας επανέρχεται συχνά στην περίπτωση του Περικλή Κοροβέση και στα όσα είχε υποστεί, τον οποίο φιλοξένησαν στο σπίτι τους στη Γενεύη όταν φυγαδεύτηκε από την Ελλάδα. Και ο Περικλής θυμάται τους Μπέκετ ως «τους πιο ευγενείς ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου»…

 

• Ποια ήταν η δράση σας;

 

«Ο στόχος ήταν να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα, και υπήρχαν δύο δρόμοι που ακολουθούσαμε με τη γυναίκα μου. Στην αρχή ξεκινήσαμε στέλνοντας γράμματα διαμαρτυρίας παντού, χρησιμοποιώντας ό,τι γνωριμία είχαμε, πολιτικούς, δημοσιογράφους για να ασκήσουν πίεση κατά της χούντας, και μετά καταλήξαμε να στέλνουμε στην αντίσταση υλικά για βόμβες. Το πιο καταλυτικό όμως, που έκανε γνωστή την υπόθεση της χούντας σε όλο τον κόσμο, ήταν το θέμα της παραπομπής της Ελλάδας για βασανιστήρια στο Συμβούλιο της Ευρώπης από τρεις κυβερνήσεις, Νορβηγία, Σουηδία και Δανία. Και η Μαρία, η γυναίκα μου, στήριξε πάρα πολύ αυτήν την προσπάθεια… Ηταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Συμβουλίου που τρεις χώρες έφεραν μια υπόθεση εναντίον ενός άλλου κράτους, χωρίς να έχουν κανένα συμφέρον, λόγω της πίστης τους στα ανθρώπινα δικαιώματα… Για να καταφέρεις όμως να στηρίξεις μια τέτοια υπόθεση, χρειάζεται να έχεις μάρτυρες για το θέμα των βασανιστηρίων, που ήταν η πιο σοβαρή και οδυνηρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι άνθρωποι που είχαν βασανιστεί έπρεπε να συμφωνήσουν να καταθέσουν ως μάρτυρες αυτοπροσώπως στο Συμβούλιο, και αυτό ήταν ένα θέμα αφού δεν τους επιτρεπόταν να ταξιδέψουν…».

 

Κάπως έτσι, φτάνει να συζητείται στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα η «Ελληνική Υπόθεση», η σημαντικότερη διεθνής ενέργεια κατά της χούντας, που θα την αναγκάσει τον Δεκέμβριο του 1969 να αποχωρήσει από το Συμβούλιο για να αποφύγει τη βέβαιη αποπομπή της. Ο βετεράνος Δανός δημοσιογράφος Πουλ Σμιντ έγραψε τον περασμένο Νοέμβριο στην νεκρολογία του «Μία καλή Ελληνίδα», στην «Politiken», ότι «χωρίς τη βοήθεια της Μαρίας η υπόθεση δεν θα είχε καμία τύχη. Ηταν η στρατηγός, η οργανώτρια και η οικονομική υποστηρίκτρια που εξασφάλισε τους μάρτυρες στην υπόθεση…» και μεταφέρει τη συζήτηση στο Συμβούλιο:

 

«Οταν ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας Παναγιώτης Πιπινέλλης απέσυρε την Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1969, αυτό συνέβη με ένα δραματικό περιστατικό που αξίζει να ξαναειπωθεί. Η Γερμανία και η Γαλλία πίστευαν ότι μπορούσε να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να παραμείνει στο Συμβούλιο της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία ήταν οι θεμελιώδεις αρχές του Συμβουλίου. Ο Δανός υπουργός Εξωτερικών, Πουλ Χάρτλινγκ, πήγε στο μικρόφωνο και ρώτησε ήσυχα αν ο συμβιβασμός επιτυγχάνεται στα 10 ή στα 12 χτυπήματα στις πατούσες των ποδιών. Και πρόσθεσε ότι στο θέμα των βασανιστηρίων η κυβέρνηση της Δανίας δεν μπορεί να συμβιβαστεί. Ο κ. Πιπινέλλης τότε ανακοίνωσε ότι είχε οδηγίες να αποσύρει την Ελλάδα από μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και έφυγε από την αίθουσα του συνεδρίου. Βγαίνοντας από το κτίριο είδε τη Μαρία Μπέκετ και της γρύλισε με κακία: «Εσύ φταις για όλα!»…»

 

• Πώς εντοπίσατε τους μάρτυρες;

 

«Είχαμε διασυνδέσεις με ανθρώπους μέσα στην Ελλάδα, η κυρία Φλέμιγκ γνώριζε ανθρώπους, ήταν πολύ σημαντική σ’ αυτόν τον αγώνα και επειδή έφερε το συγκεκριμένο όνομα ήταν πολύ δύσκολο για τη χούντα να τη συλλάβει… Αλλά το πιο δύσκολο ήταν να βρούμε κάποιον που θα δεχόταν να κάνει την καταγγελία και να βγει στο εξωτερικό να καταθέσει ενώπιον του Συμβουλίου, γιατί οι άνθρωποι δεν ήξεραν για πόσο θα διαρκούσε η χούντα και πότε θα ξανάβλεπαν τους δικούς τους. Το άλλο δύσκολο ήταν να βρούμε ποιος θα μπορούσε να κάνει τα πλαστά διαβατήρια. Ο σύνδεσμός μας ήταν με τον Πάμπλο, τον Μιχάλη Ράπτη… Μπορεί να υπήρχαν όλες αυτές οι ομάδες στο εξωτερικό και οι προσωπικότητες, που ήταν στην εξορία, δεν ήθελαν όμως να ηγηθούν της αντίστασης και σκεφτόμασταν ότι πρέπει να υπάρχει ένας ηγέτης, κι έτσι αποφασίσαμε να φυγαδεύσουμε κάποιον γι’ αυτό τον λόγο. Μας είπανε ότι υπάρχει ο Γιώργος Μυλωνάς, ένας κεντροαριστερός πολιτικός κρατούμενος στην Αμοργό, κι έτσι οργανώσαμε την απόδρασή του. Ο Κουλουκουντής έχει γράψει σχετικό βιβλίο γι’ αυτά – ήταν γαμπρός του και οργάνωσε μια πολύ πετυχημένη απόδραση (σ.σ.: «Η συνωμοσία της Αμοργού» εκδόσεις «Πατάκη»). Και όταν έφτασε τελικά στο σπίτι μας, στη Γενεύη, μέσα σε πέντε λεπτά καταλάβαμε ότι αυτός δεν ήταν ο άνθρωπος που θα κατάφερνε να ενώσει την αντίσταση. Και έτσι είπαμε ότι χρειαζόμαστε κάποιον περισσότερο κατάλληλο, και υπήρχε ένας Γεώργιος Κουμανάκος, που ήταν ήρωας των ελληνικών δυνάμεων στην Κορέα, πολιτικός κρατούμενος, ο οποίος, ενώ τα είχαμε όλα έτοιμα, δεν θέλησε να φύγει…

 

»Εν τω μεταξύ, γινόταν ολόκληρη επιχείριση στο εξωτερικό, με ομάδες που ασκούσαν πίεση σε ανώτερο επίπεδο και τελικά η χούντα έπεσε επειδή η Κύπρος πλήρωσε το τίμημα…»

 

• Μετά τις αποκαλύψεις του αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα ως δημοσιογράφος αλλά το καθεστώς τον είχε ήδη κηρύξει «ανεπιθύμητο». Δεν φοβήθηκε;

 

«Αυτό ήταν ένα ρίσκο που πρόθυμα πήρα. Σε αυτή την περίοδο της αμερικανικής αυτοκρατορίας το ρίσκο για μας τους Αμερικανούς ήταν μικρότερο… Νομίζω ότι τώρα αυτή η αυτοκρατορία βρίσκεται στην κάμψη της, και τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ στην εποχή μας, με την έννοια ότι αυτοί που βοηθούν τους πρόσφυγες ή οι δημοσιογράφοι, σκοτώνονται, κανείς δεν είναι σεβαστός πια… Αυτές τότε ήταν οι χρυσές μέρες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τώρα και η ίδια μου η χώρα έχει γίνει ένα κράτος βασανιστής…»

 

• Πόσοι κατέθεσαν ενώπιον του Συμβουλίου;

 

«Εννιά ή δέκα άτομα, μερικοί δεν ήθελαν να φύγουν από τη χώρα γιατί ένιωθαν ότι ήταν πιο χρήσιμοι εδώ, στις οργανώσεις τους… παρά τα μαρτύρια που είχαν υποφέρει. Και θυμάμαι τον Βερνίκο να μου λέει ότι ευτυχώς που δεν ήξεραν να τον ρωτήσουν για τις βόμβες και την εκπαίδευση από τους Παλαιστίνιους, γιατί τότε δεν θα είχε αντέξει και θα τα είχε πει όλα…»

 

• Βόμβες, Παλαιστίνιοι;

 

«Και πάλι η γυναίκα μου ήταν σημαντική… είχε φοβερές επαφές και γνωριμίες στο εξωτερικό. Το 1947, όταν ήταν μαθήτρια και παραθέριζε στη Ρόδο, γνώρισε στο ξενοδοχείο όπου έμενε έναν μεγαλύτερο άνθρωπο με τον οποίο άρχισαν να κάνουν παρέα.

 

Αυτός αποδείχτηκε ότι ήταν ο κόμης Μπερναντότ (σ.σ.: Σουηδός ευγενής και διπλωμάτης που είχε συμβάλει στην απελευθέρωση Εβραίων κρατουμένων από τους ναζί και τον σκότωσαν οι σιωνιστές που στη συνέχεια συγκρότησαν την πρώτη κυβέρνηση του ισραηλινού κράτους), μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1947-48, και της έλεγε τι συνέβαινε με την εμπόλεμη κατάσταση στην Παλαιστίνη, τις σιωνιστικές προσπάθειες για τη δημιουργία κράτους και τους φόβους του για την τύχη του ντόπιου πληθυσμού. Μέχρι που κάποια στιγμή έμαθε ότι τον σκότωσαν…».

 

Κάπου εκεί εδράζονται οι επαφές της τόσο με τη σουηδική διπλωματία όσο και με τους Παλαιστινίους που τη βοήθησαν στον αγώνα κατά της χούντας. Στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου ήταν στη Βηρυτό, όπου έστησε τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Κύπρος», μεταδίδοντας τη φωνή του Αρχιεπισκόπου για να αποδείξει ότι είχε επιζήσει…

 

Ενδεικτική η αναφορά του φίλου της συγγραφέα και ιστορικού Νιλ Ατσερσον, στη νεκρολογία της στην εφημερίδα «Ιndependent», για τη συμμετοχή της στον παράνομο αγώνα κατά της χούντας με τη λαθραία μεταφορά εκρηκτικών και όχι μόνον: «…είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτή η αξιοσέβαστη κυρία είχε στο πόδι της το σημάδι από ένα ατύχημα με χειροβομβίδα που έγινε κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης ανταρτών στη Συρία…»

 

• Και η ταινία που ετοιμάζετε;

 

«Είναι για την πρώην γυναίκα μου, τη Μαρία… Ηταν κάποια που απέφευγε τη δημοσιότητα, κι έτσι κανείς δεν γνωρίζει τη συμβολή της, όπως στην ελληνική περίπτωση που χωρίς αυτήν μπορεί να μη γίνονταν έτσι τα πράγματα. Μετά ασχολήθηκε με το Κυπριακό και τους πρόσφυγες και τα τελευταία χρόνια με τη διάσωση των νερών από τη μόλυνση, δραστηριοποιώντας την ελίτ της επιστημονικής κοινότητας σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Οσο ψάχνω ανακαλύπτω πράγματα που κι εγώ δεν γνωρίζω. Η μητέρα της καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, από αριστοκρατική οικογένεια, λεγόταν Τζελέπη. Αυτό της έδινε σχετική ελευθερία…

 

»Εκείνο τον καιρό ζούσαμε στη Γενεύη, είχαμε δύο μικρά παιδιά κι εκείνη ερχόταν παρανόμως στην Ελλάδα συνέχεια, κάτι πολύ επικίνδυνο…

 

»Το διαμέρισμά μας ήταν ένα είδος κέντρου γι’ αυτές τις δραστηριότητες, άνθρωποι έρχονταν και έφευγαν και από διαφορετικές αντιστασιακές ομάδες, που δεν έπρεπε να συναντηθούν μεταξύ τους για λόγους ασφαλείας, κι έτσι βάζαμε κάποιους στην κρεβατοκάμαρα και άλλοι ήταν στο σαλόνι…».

 

Το ποτάμι των αναμνήσεων κυλάει ορμητικό για ώρα, για τα ταξίδια και τις επαφές της, τις προσπάθειες της χούντας να την παγιδέψει, άγνωστες πτυχές της αντίστασης αλλά και της αρωγής που προσέφεραν οι «ξένοι»… «Ηταν γεμάτη ιδέες που τις υλοποιούσε. ό,τι σκεφτόταν το έκανε».

 

• Γιατί δεν ασχολήθηκε με την πολιτική;

 

«Σκοπός της ήταν μόνο να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα και μετά «ας έκαναν ό,τι ήθελαν»… Και όταν επέστρεψε ο Καραμανλής, της είχε προτείνει να γίνει πρέσβης της Ελλάδας στις ΗΠΑ, κάτι που θα είχε ενδιαφέρον εκείνη την εποχή, αλλά ήταν πολύ απασχολημένη στο να βοηθάει τους πρόσφυγες από τα κατεχόμενα. Και είχε αρνηθεί…».

Scroll to top