Pin It

Του Αλέξη Ηρακλείδη*

 

Τα γεγονότα Ιουλίου-Αυγούστου 1974 έχουν μείνει ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη των Ελληνοκυπρίων και των Ελλήνων ως μέγα τραύμα ανάλογο με τη Μικρασιατική Καταστροφή που βέβαια ήταν πολύ πιο καταστροφική και τραγική. Και στις δύο περιπτώσεις οι ευθύνες για την τραγική κατάληξη δεν οφείλονται μόνο στους εχθρούς μας και στους ξένους αλλά και στους ίδιους τους Ελληνες: το 1974 με το εγκληματικό κατά του Μακαρίου πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ-Β και το 1922 με το μεγάλο λάθος του Βενιζέλου να διεκδικήσει τη δυτική Μικρά Ασία και να στείλει ελληνικό στρατό στη Σμύρνη με στόχο την προσάρτηση της περιοχής με τη γνωστή συνέχεια, την εισβολή στη Μικρά Ασία κατακτώντας εδάφη στα οποία δεν υπήρχαν καν Ελληνες.

 

Με την ελληνική επέμβαση στην Κύπρο και την ανάθεση της προεδρίας στον φανατικό εθνικιστή Νίκο Σαμψών (γνωστός στους Τουρκοκυπρίους ως «χασάπης της Ομορφίτας» για τις ωμότητες τον Δεκέμβριο του 1963) η Τουρκία θεώρησε δεδομένα δύο πράγματα: πρώτον, ότι η απαράδεκτη για τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα Ενωση ερχόταν οσονούπω, ενδεχομένως και με τις ευλογίες των ΗΠΑ, και δεύτερον, ότι ο Σαμψών και ο Ιωαννίδης, που ήταν πασίγνωστοι για το άσβεστο μίσος τους προς τους Τουρκοκυπρίους και τους Τούρκους, θα εξαπέλυαν ανηλεείς διώξεις και σφαγές («γενοκτονία») με στόχο τη φυσική εξαφάνιση των Τουρκοκυπρίων από το νησί. Λαμβάνοντας υπόψη την πλήρη ανυποληψία της χούντας του Ιωαννίδη και το γεγονότος ότι φταίχτης ήταν η χουντική Ελλάδα, η κατάσταση παρουσιαζόταν ιδανική για μία τουρκική επέμβαση η οποία δεν θα τύχαινε γενικής κατακραυγής. Ακόμη και ο Μακάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας μίλησε για ελληνική «εισβολή» στην Κύπρο και ζήτησε την αρωγή της διεθνούς κοινότητας.

 

Η τουρκική απόφαση δεν ήταν ομόφωνη, αντιρρήσεις είχε η αντιπολίτευση υπό τον Ντεμιρέλ και ορισμένοι υπουργοί και σημαίνουσες προσωπικότητες της Τουρκίας, όπως ο καθηγητής Nihat Erim που είχαν εμπλακεί με το Κυπριακό. Οι στρατιωτικοί όμως και οι διπλωμάτες που χειρίζονταν τα θέματα αυτά ήταν υπέρ της επέμβασης. Αλλά το βάρος της απόφασης βρίσκεται στον πρωθυπουργό Ετζεβίτ, που θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή και ότι επρόκειτο για μοναδική ευκαιρία ριζικής αντιμετώπισης του Κυπριακού που είχε αποτελέσει βραχνά για την Τουρκία. Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με το τι πιστεύουμε εμείς, στόχος του Ετζεβίτ δεν ήταν τότε η διχοτόμηση, ούτε βέβαια η κατάκτηση όλης της Κύπρου. Ο στόχος ήταν η επίλυση του Κυπριακού με ομοσπονδιακή λύση, αυτό που σήμερα λέμε δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία (που είναι και το ζητούμενο από τον Ιανουάριο του 1977 και μετά, με τη σχετική συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς). Ο Ετζεβίτ ονόμασε τη στρατιωτική επέμβαση «ειρηνευτική αποστολή»! Εμείς τη λέμε βέβαια εγκληματική και παράνομη «εισβολή και κατοχή». Το βέβαιο είναι ότι η πρώτη εισβολή, αυτή στις 20-22 Ιουλίου, δεν καταδικάστηκε διεθνώς, σε αντίθεση με τη δεύτερη.

 

Ενας άλλος πρωταγωνιστής της εποχής εκείνης είναι οι ΗΠΑ, ή μάλλον «μη πρωταγωνιστής», ενώ θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής με θετικό ρόλο. Ο ρόλος ή μη ρόλος των ΗΠΑ και ειδικά του υπουργού Εξωτερικών Κίσινγκερ θέτει τρία αδήριτα ερωτήματα, που μέχρι σήμερα δεν έχουν λάβει (με βάση την αρχειακή έρευνα) απολυτά ικανοποιητική απάντηση:

 

Γιατί δεν σταμάτησαν το πραξικόπημα του Ιωαννίδη στην Κύπρο, ενώ είναι βέβαιο ότι γνώριζαν πως θα γίνει; Δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ή είχαν δώσει το πράσινο φως και μετά ένιπταν τας χείρας των;

 

Γιατί δεν κατόρθωσαν να πείσουν την Τουρκία να μην επέμβει; Δεν ήθελαν ή μήπως θεωρούσαν, όπως έχουν υποστηρίξει, ότι τίποτε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους Τούρκους στη συγκεκριμένη συγκυρία;

 

Γιατί δεν σταμάτησαν έστω τη δεύτερη εισβολή και περιορίστηκαν μόνο σε διπλωματική πίεση και δεν εισάκουσαν τους Βρετανούς που εισηγήθηκαν από κοινού στρατιωτική αντιμετώπιση του τουρκικού στρατού;

 

Πάντως, η θεωρία της συνωμοσίας Κίσινγκερ και CIA δεν τεκμηριώνεται με βάση τα μέχρι σήμερα αρχειακά στοιχεία, κάτι που βέβαια δεν απαλλάσσει την Ουάσινγκτον αν μη τι άλλο για την απαράδεκτη αδιαφορία της. Το βέβαιο είναι ότι η διαχείριση της κρίσης θεωρείται μία από τις πιο μεγάλες αποτυχίες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

 

Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εισβολής έλαβε χώρα η πενταμερής διάσκεψης της Γενεύης (8-13 Αυγούστου), κατά την οποία η Τουρκία πρότεινε ομοσπονδιακή λύση καντονιών (ιδέα του Κίσινγκερ που τη δέχτηκε ο Ετζεβίτ) και ο Ντενκτάς διζωνική ομοσπονδία. Ωστόσο οι Ελληνοκύπριοι (ο Μακάριος για την ακρίβεια) και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν μπορούσαν να δεχτούν την ομοσπονδιακή λύση με το πιστόλι στον κρόταφο. Αν την είχαν δεχτεί (όπως είχε τολμήσει να πει πριν από τη διάσκεψη ο Κληρίδης), η κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους θα είχε αποφευχθεί.

 

…………………………………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 

 

Scroll to top