28/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κρίση και διακινδύνευση

      Pin It

Του Νικόλαου Τσίρου*

 

Στο πρόσφατο δοκίμιό του με τίτλο, «Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι» (Πατάκης, Αθήνα, 2013), ο γνωστός Γερμανός κοινωνιολόγος Ούρλιχ Μπεκ ασκεί μια διεισδυτική κριτική στις στρατηγικές εξουσίας της Μέρκελ που συγκλίνουν στη δημιουργία της λεγόμενης «γερμανικής Ευρώπης». Τέσσερις είναι οι συνιστώσες που, κατά τη γνώμη του, συγκροτούν έναν ιδιότυπο «μερκιαβελισμό» ως τεχνική συσσώρευσης και επιβολής της νέας γερμανικής εξουσίας: α) η σύνδεση της γερμανικής εθνοκρατιστικής ορθοδοξίας με την πολιτική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εντός της οποίας αλληλοδιασταυρώνονται πολλαπλές σχέσεις εξουσίας και κέντρα αποφάσεων, β) η τέχνη της αναποφασιστικότητας από πλευράς Μέρκελ ως συνειδητή στρατηγική πειθάρχησης των λαών, γ) η προτεραιότητα της εθνικής εκλογιμότητάς της και δ) η γερμανική κουλτούρα της σταθερότητας και λιτότητας ως παράγοντας ανάσχεσης κάθε μορφής ανάπτυξης.

 

Στο δοκίμιό του ο Μπεκ προτείνει μια νέα ερμηνεία της κρίσης. Η επιστημολογική θεμελίωσή της βρίσκεται στην περιώνυμη «κοινωνία της διακινδύνευσης», όπου ο λόγος περί διακινδυνεύσεων αναφέρεται πάντοτε σε καταστροφές που τοποθετούνται στο μέλλον και τις οποίες τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα οφείλουν να προβλέψουν και να εμποδίσουν στο παρόν. Η κοινωνία της διακινδύνευσης προοιωνίζεται μια «υποτακτική» της καταστροφής, στο πλαίσιο της οποίας η κανονική κατάσταση και η εξαιρετική κατάσταση δεν διαχωρίζονται πλέον καθαρά. Στα αδρά, παγκοσμιοποιημένα χαρακτηριστικά της η ασάφεια αυτή επάγεται μια διεθνική, εξαιρετική κατάσταση, έναν «μετασχηματισμό της πολιτικής» που αναπτύσσει στο εξής το νόημά της μέσω μιας διαρκώς διάχυτης απειλής ενός υποτιθέμενου «μεγάλου κινδύνου».

 

Η ιδέα της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» αναπτύχθηκε από τον Μπεκ ήδη από τη δεκαετία του 1990 (Μπεκ, «Η επινόηση του Πολιτικού», Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1996), όταν και ενσωματώθηκε στην ευρύτερη κριτική του κατά της βιομηχανικής νεωτερικότητας. Τότε, και με όχημα την έννοια του «ανακλαστικού» εκσυγχρονισμού, ο Μπεκ επιχείρησε να εξετάσει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής ανασύνθεσης των βιομηχανικών κοινωνικών μορφών με νέες κινητήριες δυνάμεις αυτής της αλλαγής: έννοιες όπως το ρίσκο, οι κίνδυνοι, η εξατομίκευση συστηματοποιούνται από τον Μπεκ ως αναστοχαστικά πεδία αυτής της δεύτερης, «ανακλαστικής» νεωτερικότητας.

 

Το κύριο πρόβλημα της θεωρίας του ανακλαστικού εκσυγχρονισμού στο έργο του Μπεκ είναι ότι, ενώ καταγράφει τις αντιφάσεις τού ακόμη ανολοκλήρωτου νεωτερικού σχεδίου, αρνείται συνειδητά να μετατοπίσει την ανάλυση στο πεδίο της ταξικής υλικότητας των κοινωνικών σχέσεων, εκεί δηλαδή που εντοπίζεται και η κύρια αιτία της γενίκευσης των κάθε λογής αβεβαιοτήτων και κινδύνων. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχώνευσης του κράτους στο περιβάλλον της νέας διεθνοποιημένης οικονομίας θα μπορούσε π.χ. να εξηγήσει με μεγαλύτερη ενάργεια τους λόγους της βαθμιαίας παθητικοποίησης των κοινωνικών ομάδων εντός της παραγωγής. Η συγχώνευση αυτή θα μπορούσε να εξηγήσει, σε επίπεδο ιδεολογίας,γιατί οι άνθρωποι υπερπροσδιορίζονται αγχωτικά και φοβικά, αφομοιώνοντας συλλογικά κινδύνους και διακινδυνεύσεις που η ίδια η πολιτική εξουσία μοιράζει απλόχερα στους πολίτες της.

 

Οπως πάντως σε κάθε καινούργια ερμηνεία του πολιτικού, έτσι και αυτή του Μπεκ βρίσκεται αντιμέτωπη ενώπιον ορισμένων γνωσιοθεωρητικών προβλημάτων. Ο στοχασμός περί μιας «ειμαρμένης διακινδύνευσης» αφετηριάζεται από την παραδοσιακή ιδέα παλαιότερων κριτικών του πολιτισμού, που αντιμετώπιζαν την τεχνολογία ως την ουσιωδέστερη απειλή του ανθρώπου. Ετσι η «κοινωνία της διακινδύνευσης» εμφανίζεται να αποκρύπτει δυνατότητες μιας αυτοκριτικής κοινωνίας, αφού το πραγματολογικό υλικό της δεν στηρίζεται στις παρακαταθήκες του παρελθόντος, αλλά μονάχα στις ακαθόριστες απειλές του μέλλοντος. Επιπλέον η ανάλυση του Μπεκ επιβαρύνεται από έναν φαταλιστικό προσανατολισμό, που σχεδόν αποκλείει κάθε δυνατότητα υπαρξιακής διαφυγής από τις όψιμες διακινδυνεύσεις της γενικευμένης οικονομικής κρίσης.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

*Πάρεδρος Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επίκουρος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

 

 

Scroll to top