13/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Καλοκαιρινά ευπώλητα

      Pin It

Της Αννας Καρακατσούλη*

 

Η καλοκαιρινή περίοδος είναι η δεύτερη εποχή του χρόνου όπου σημειώνονται αυξημένες πωλήσεις βιβλίων (με πρώτη, τα Χριστούγεννα) και το μερίδιο του λέοντος απορροφούν τα μπεστ σέλερ. Την απάντηση στο ερώτημα γιατί ένα βιβλίο εισέρχεται στον επίζηλο κατάλογο των ευπώλητων, αναζητούν μάταια εκδότες, συγγραφείς και μελετητές τους δύο τελευταίους αιώνες (ο όρος γεννήθηκε το 1902, οι κατάλογοι το 1912). Παραμένει άγνωστη η μαγική συνταγή της εμπορικής επιτυχίας που ανεβάζει κεραυνοβόλα έναν τίτλο στην κορυφή των πωλήσεων και του εξασφαλίζει μεγέθη με πέντε ψηφία για τη μικρή ελληνική αγορά, έξι και περισσότερα αν τοποθετηθούμε στην παγκόσμια κλίμακα του αγγλόφωνου βιβλίου.

 

Το μπεστ σέλερ είναι συνώνυμο της μεγάλης κυκλοφορίας και της σύντομης διάρκειας. Είναι γέννημα της στιγμής, ανταποκρίνεται στις αναζητήσεις μιας μερίδας του αναγνωστικού κοινού –ιδιαίτερα μεγάλης, όπως αποδεικνύεται–, που το προμηθεύεται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την τοποθέτηση των αντιτύπων στους πάγκους των βιβλιοπωλείων ή στους ηλεκτρονικούς καταλόγους και συχνά το περιμένει με αδημονία έχοντας κατάλληλα προετοιμαστεί από τη διαφημιστική καμπάνια του εκδοτικού οίκου ή/και από την επιτυχία του προηγούμενου τίτλου της σειράς ή του συγγραφέα. Οι αναγνώστες της Τζόαν Ρόουλινγκ που ξενύχτησαν στις 19 Ιουλίου 2005 έξω από τα βιβλιοπωλεία για να πάρουν στα χέρια τους το φρεσκοτυπωμένο έκτο βιβλίο της σειράς του Χάρι Πότερ που αποκαλύφθηκε στο κοινό στις 12 τα μεσάνυχτα ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Το φαινόμενο όμως δεν είναι νέο. Μπεστ σέλερ υπάρχουν από την εποχή που το βιβλίο ξεπέρασε την κατηγορία του ακριβού αγαθού για εύπορους αναγνώστες και έγινε προσιτό στη μεγάλη μάζα του λαϊκού κοινού. Μιλάμε δηλαδή για τα τέλη του 19ου και κυρίως τον 20ό αιώνα, όταν οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πρόοδος του αλφαβητισμού, με τη γενίκευση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης επέτρεψαν το άνοιγμα της αγοράς του βιβλίου σε εκατομμύρια νέους αναγνώστες. Γεωγραφικά, η καθιέρωση της ανακοίνωσης καταλόγων με τους ευπώλητους τίτλους εντοπίζεται στην Αμερική, την πρώτη μαζική αγορά του φτηνού χαρτόδετου βιβλίου. Τα μπεστ σέλερ χαρακτηρίζονται από τον βραχύ βίο τους. Αποτελούν στιγμιότυπα της επικαιρότητας, ανταποκρίνονται στο «πνεύμα των ημερών» και σπάνια επανεμφανίζονται μεταξύ των επιλογών μεταγενέστερων αναγνωστών. Η εξαίρεση συνήθως προκύπτει από εξωβιβλιακούς παράγοντες, όπως π.χ. μια κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτική σειρά που βασίζεται στο βιβλίο και ανανεώνει το ενδιαφέρον του κοινού.

 

Η παρακολούθηση του φαινομένου προϋποθέτει την ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος μέτρησης των πωλήσεων σε εθνικό επίπεδο και μια στοιχειώδη συμφωνία ως προς το ποιο είναι το όριο πάνω από το οποίο ένας τίτλος κερδίζει τις δάφνες του ευπώλητου. Κανένα από τα δύο δεν ισχύει στην Ελλάδα. Κυριακάτικες εφημερίδες, ειδικευμένα περιοδικά και ιστότοποι για το βιβλίο δημοσιεύουν λίστες ευπώλητων, έχουν εγκαταλείψει όμως τη φιλοδοξία της πληρότητας της καταγραφής. Τα στοιχεία είναι ανεπίσημα και ασαφή, δεν ανακοινώνονται νούμερα πωλήσεων παρά μόνο μια σειρά κατάταξης, συνήθως με τη βασική διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και δοκιμίου, και σε καμία περίπτωση δεν αφορούν όλη την επικράτεια. Στο παρελθόν κάλυπταν τουλάχιστον τις πωλήσεις σε ομάδα βιβλιοπωλείων, κυρίως των Αθηνών, πλέον όμως περιορίζονται σε μεμονωμένα καταστήματα, επιλεγμένα με τα απροσδιόριστα κριτήρια του συντάκτη. Οι ίδιοι οι εκδοτικοί οίκοι στο τέλος του χρόνου ανακοινώνουν με υπερηφάνεια τις πωλήσεις τους, αλλά και αυτή η πληροφόρηση ελέγχεται, καθώς είναι προφανής ο πειρασμός διόγκωσης των αποτελεσμάτων. Η αναγνώριση ενός τίτλου ως ευπώλητου έχει αυτόματο ανοδικό αντίκτυπο στις πωλήσεις και είναι γνωστές στη διεθνή αγορά περιπτώσεις εκδοτών που φρόντιζαν να αγοράζουν οι ίδιοι τα βιβλία τους προκειμένου να φτάσουν το πολυπόθητο όριο. Γι’ αυτό ακριβώς το όριο η συζήτηση στην Ελλάδα παραμένει ανοιχτή. Εχουν προταθεί τα 3.000 αντίτυπα για το δοκίμιο και τα 10.000 για τη λογοτεχνία, όμως οι απόψεις των εκδοτών ποικίλλουν και, σε κάθε περίπτωση, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ποιο κριτήριο καταρτίζονται οι λίστες που κυκλοφορούν.

 

Τα ευπώλητα απομακρύνονται από τη διάσταση του πνευματικού έργου και αποκτούν χαρακτηριστικά προϊόντος μαζικής κατανάλωσης που παράγεται και προωθείται σύμφωνα με τους κανόνες του μάρκετινγκ και αντιμετωπίζεται κατά συνέπεια με απαξία από τον χώρο της διανόησης. Πρόκειται για ογκωδέστατα συχνά βιβλία που επί βδομάδες καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στις προτιμήσεις των αναγνωστών και για τα οποία η κριτική δεν εκφράζεται, είτε επειδή κανείς ποτέ δεν ζήτησε τη γνώμη της είτε διότι δεν τα καταδέχεται. Ούτε άλλωστε και τα ίδια προβάλλουν λογοτεχνικές-αισθητικές αξιώσεις. Το φαινόμενο επηρεάζει άμεσα όλη την αλυσίδα του βιβλίου και αναμφίβολα διογκώνει τη βιβλιαγορά, έστω και στην κατεύθυνση έργων αμφίβολης ποιότητας και εκτός κανόνα. Ομως, ας λάβουμε υπόψη μας ότι η νέα κοινωνιολογία της ανάγνωσης και κατανάλωσης πολιτισμικών αγαθών που αναδύεται με την αλματώδη επέκταση του ψηφιακού βιβλίου και τη μετατόπιση από τις εθνικές λίστες στον ανοιχτό χώρο του Διαδικτύου, θα ανατρέψει άρδην την όλη εικόνα χωρίς να διαφαίνεται ακόμα τι θα προκύψει στο άμεσο μέλλον.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Διδάσκει Ευρωπαϊκή Ιστορία και Ιστορία του Βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Scroll to top