Pin It

Του Ι. Ν. Μαρκό­πουλου*

 

Στην ιστορία των ιδεών και στην επίδραση που αυτές άσκησαν στη γνωσιολογία, τη φιλοσοφία των επιστημών, αλλά και στις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες και τις επιστήμες του πολιτισμού, ο 19ος αιώνας κατέχει μια ιδιαίτερα σημαντική θέση. Η σπουδαιότητα της περιόδου αυτής, με ορατά τα σημάδια της στο πνεύμα του επιστημονισμού και της από αυτόν απορρέουσας επικυρίαρχης τεχνοκρατίας, οφείλεται στη δυναμική εμφάνιση της φιλοσοφίας του θετικισμού του Κοντ (August Comte, 1798-1857), ο οποίος θεωρείται ότι είναι και ο θεμελιωτής της επιστήμης της κοινωνιολογίας.

 

Ο θετικισμός –στηριζόμενος ουσιαστικά στον εμπειρισμό του 17ου αιώνα και την επιστημονική επανάσταση αυτής της περιόδου (βλ. και άρθρο μου στην «Εφ.Συν.», 9.4.2013)– υποστηρίζει ότι έγκυρη γνώση είναι μόνο εκείνη που στηρίζεται στα αισθητά πράγματα και μας παρέχεται από τις θετικές επιστήμες. Κατά τον Κοντ, η αποτελεσματική οργάνωση της κοινωνίας θα πρέπει να εδραιωθεί αποκλειστικά και μόνο πάνω σε μια καθολικά έγκυρη αρχή, πάνω στη δύναμη της γνώσης που μόνο η θετική επιστήμη μπορεί να μας παρέχει. Για τον Κοντ, η κοινωνιολογία, που την ονομάζει και «κοινωνική φυσική», στηρίζει ιεραρχικά τη γνώση της στη φυσιολογία, τη φυσική και τη μηχανική των ανόργανων σωμάτων.

 

Ως φιλοσοφικό και γνωσιολογικό ρεύμα ο θετικισμός παρουσίασε ισχυρή ανάπτυξη και είχε ιδιαίτερη επίδραση σε διάφορα γνωστικά πεδία περίπου ώς τα τέλη του 19ου αιώνα. Στη συνέχεια παρατηρείται υποχώρησή του, μέχρι περίπου τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και δυναμική επανάκαμψή του την περίοδο του Μεσοπολέμου, με το νεοθετικιστικό ρεύμα του λογικού θετικισμού του Κύκλου της Βιέννης (κυρίως από το 1922 ώς το 1938).

 

Με τη θετικιστική διάσπαση της σκέψης, που επιχειρείται ιδιαίτερα δυναμικά κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, έχουμε και έναν σαφή διαχωρισμό, από τη μια μεριά σε ιστορικές επιστήμες και επιστήμες του πολιτισμού ή του πνεύματος –που συμβαδίζουν με μια εξατομίκευση της σκέψης και θεωρούνται φορείς αξιών– και από την άλλη μεριά σε φυσικές επιστήμες, που συμβαδίζουν με μια σκέψη που γενικεύει και δεν θεωρούνται φορείς αξιών.

 

Στο πλαίσιο αυτού του διαχωρισμού, ο απόηχος του οποίου φτάνει ενισχυμένος μέχρι τις μέρες μας, η έννοια της αξίας προσπαθούσε να βρει την κεντρική καθοριστική της θέση τόσο στα βασικά προβλήματα του πνευματικού και ηθικού βίου όσο και στα προβλήματα της κοινωνιολογίας και της οικονομίας, σε αντιπαράθεση με μια φυσιοκρατική, επιστημονικά θεμελιωμένη απαίτηση απόρριψης της έννοιας της αξίας. Αλλωστε, και ο νεοθετικισμός του Κύκλου της Βιέννης δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα προβλήματα των αξιών και της ηθικής, που τα θεωρούσε, εν πολλοίς, άνευ νοήματος (α-νόητα).

 

Πράγματι, οι ιδιαίτερα αντιμεταφυσικές θέσεις του λογικού θετικισμού –έτσι τουλάχιστον όπως αυτές ίσχυσαν μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα– δεν επέτρεπαν μια ουσιαστική συζήτηση της έννοιας της αξίας, αφού η λογική ανάλυση της γλώσσας καθιστούσε τις δηλώσεις περί αξιών και ηθικής ψευδοδηλώσεις. Ετσι, η ανάλυση αυτή, που αφορούσε ωστόσο κυρίως τη γλώσσα της επιστήμης, μετατόπισε τη συζήτηση για την ουσία του πραγματικού από το γνωσιολογικό-οντολογικό επίπεδο σε ένα καθαρά γλωσσικό, φιλολογικό στην ουσία του επίπεδο, που επικεντρώνεται στη γλώσσα της επιστήμης και της τεχνικής, η οποία και προβάλλεται πλέον ως ύψιστη αξία. Στο πλαίσιο του λογικού θετικισμού, που στην ουσία του εκφράζει έναν άκρατο επιστημονισμό και ένα πνεύμα τεχνοκρατίας, μια φιλοσοφία των αξιών δεν έχει επομένως κανένα νόημα, αφού δεν μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά και δεν ικανοποιεί την αρχή της επαληθευσιμότητας.

 

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επιστήμη και η τεχνοεπιστήμη δεν διαθέτουν, εγγενώς θα έλεγα, κάποιες σημαντικότατες για την ανάπτυξή τους αξίες. Ωστόσο, οι μόνες αξίες που θα μπορούσαν να σταθούν σε μια θετικιστική και τεχνοκρατικά προσανατολισμένη θεώρηση της πραγματικότητας είναι οι επιστημικές αξίες, όπως αυτές της αντικειμενικότητας της γνώσης, της γλωσσικής αλλά και πειραματικής ακρίβειας, της επαναληψιμότητας και της επαληθευσιμότητας, της εφαρμοσιμότητας, της αποδοτικότητας και της χρησιμότητας, της ικανοποίησης κάποιων ποσοτικών δεικτών αξιολόγησης, της πειραματικής και τεχνικής δεξιότητας ή της υλικοτεχνικής επάρκειας.

 

Οι αξίες αυτές είναι αναμφίβολα καθοριστικής σημασίας για την επιστήμη και την τεχνοεπιστήμη τόσο σε ένα θεωρητικό όσο και σε ένα πρακτικό επίπεδο. Ωστόσο, με αυτές μόνο τις αξίες ένας ολόκληρος κόσμος σημαντικότατων ανθρώπινων βιωμάτων και αναγκών καθίσταται ουσιαστικά α-νόητος ή υποδεέστερος. Αν μάλιστα αναλογιστούμε τα πολυσύνθετα και αλληλένδετα μεταξύ τους πνευματικά και υλικά στοιχεία που κινούν ουσιαστικά, αιώνες τώρα, την Ιστορία, τότε όχι μόνο θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μια τέτοια αποκλειστικά θετικιστική και επιστημονικά θεμελιωμένη κοσμοθεώρηση διαθέτει μικρό βαθμό ελευθερίας και είναι αδιαμφισβήτητα φτωχή και αντιπαραγωγική, αλλά θα μπορέσουμε και να κατανοήσουμε τη γενεσιουργό αιτία της σύγχρονης τεχνοκρατίας, των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί, αλλά και των προκλήσεων που ως κοινωνία έχουμε να αντιμετωπίσουμε τόσο για τον περιορισμό της στα πολύ στενά πλαίσια της εξειδικευμένης δικαιοδοσίας της, όσο και για την ανάπτυξη μιας νέας θεωρίας των αξιών.

 

 

 

* Καθηγητής της Τεχνολογίας και της Φιλοσοφίας της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ

 

Scroll to top