Του Γιάννη Καλαιτζή
Ο Λεωνίδας Χριστάκης έδωσε κάποτε μια διάλεξη, της οποίας όλες τις λέξεις είχε επινοήσει ο ίδιος. Στο τέλος δέχτηκε ερωτήσεις και απάντησε με το ίδιο λεξιλόγιο σε ανασύνταξη. Παρά τα χειροκροτήματα, ο Χριστάκης έφυγε από την αίθουσα ανικανοποίητος.
Οι καταλήξεις των λέξεών του ήσαν πάνω-κάτω οι ελληνικές. Η μουσικότητα του κειμένου, η εναλλαγή μονοσύλλαβων-πολυσύλλαβων, η συχνότητα φωνηέντων και συμφώνων, ακολουθούσαν τις συνήθειες της γλώσσας μας. Τίποτα το πρωτότυπο, δηλαδή.
Αντιθέτως, μας έχουν μιλήσει για έναν δημιουργό που, σύμφωνα με τους θαυμαστές του, δεν αντέγραψε κανέναν, αφού οι ιδέες του ήσαν καινοφανείς και προσωπικές. Μιλάμε για τον Θεό του Εφραίμ βέβαια, που αφού καθιέρωσε ως αποκλειστικές του ιδιότητες την αιωνιότητα και την ανωνυμία (πώς τον λένε;), κατοχύρωσε ως αναμφισβήτητο προνόμιό του και την πρωτοτυπία, οριστικά και αμετάκλητα. Ουδείς μετά από αυτόν έχει το δικαίωμα να παράγει υποδείγματα.
Τα πρωτοφανή πλάσματα των μεγαλοφάνταστων Ελλήνων, οι Σειρήνες, οι Γοργόνες, οι Κένταυροι, οι Σάτυροι, ονομάστηκαν τέρατα, συνώνυμα του σατανικού και αποτρόπαιου. Η δημιουργία αρχετύπων, μοντέλων, υποδειγμάτων, θεωρείται αίρεση, αμάρτημα, αθεΐα, σατανισμός και τιμωρείται αυστηρά.
Οση ελευθερία παρέχεται στους εκφωνητές του ραδιοφώνου να αυτοσχεδιάζουν όταν αναγγέλλουν την ώρα, τόσο δικαίωμα στη δημιουργία διαθέτουν οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, μετά τον Αδάμ. Κατά τους χριστιανικούς αιώνες, οι φορείς νέων ιδεών, διεσώθησαν (όχι όλοι) επειδή οι αρχιερείς, αφοσιωμένοι στις μηχανορραφίες, στις ραδιουργίες του ενός εναντίον του άλλου, πρόσεχαν ελάχιστα ή καθόλου την εξέλιξη των τεχνών.
Δεν είναι παράξενο που γεννήθηκε στη Σουηδία νέο θρήσκευμα υπό την επωνυμία copy paste. Καθήκον του πιστού είναι η αντιγραφή, η επανάληψη, απομίμηση. Απεριόριστη τεχνογνωσία για την κυβέρνηση του Τριωδίου που επιφανές μέλος της χρημάτισε και διευθυντής του Αγίου Ορους.
Για τούτο, στο πρώτο στάδιο της λογοκρισίας, οι προπαγανδιστές πηθικίζουν, αναμασούν, κινούμενοι με όση ελευθερία παρέχεται στους διαφημιστές ή στα κυριελέησον των παπάδων. Στο δεύτερο στάδιο, επικαλούμενοι έλλειψη κεφαλαίων, κλείνουν την «Ελευθεροτυπία».
Και ακολουθεί τρίτο: Στον «Καλό στρατιώτη Σβέικ», ο δόκιμος Μάρεκ συγγράφει την πολεμική ιστορία του ηρωικού 64ου συντάγματος πριν καν αρχίσουν οι εχθροπραξίες. Στο «Εμβατήριο του στρατηγού Ραντέντσκι» τα σχολικά βιβλία εμφανίζουν τον αυτοκράτορα να διασώζεται από το ιππικό και όχι από έναν πεζικάριο για λόγους εντυπώσεων.
Αλλά πέραν του ψιττακισμού και της λογοκρισίας, υπάρχει και η λογοκλοπή. Πότε ο μιμητισμός διαστρέφει την αντίληψή μας για το πρωτότυπο; Μπορεί οι πολιτικές χοντράδες να ονομάζονται κυνισμός, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τον Διογένη με τον Πάγκαλο; Ο Λόρενς Ντάρελ της «Πάπισσας Ιωάννας» είναι κλέφτης, μιμητής, μεταφραστής; Πότε η αντιγραφή είναι αντιπαθητική, απαράδεκτη, εξοργιστική;
Εν τούτοις ο Μπρακ υπέγραφε τα έργα του Πικάσο και αυτός τα έργα του Μπρακ. Ο δημιουργός της «Γκουέρνικα», όταν πληροφορήθηκε πως στις Κάνες ζωγραφίζουν πλαστούς Πικάσο, αδιαφόρησε λέγοντας: «Και λοιπόν; Ζωγραφίζω κι εγώ πλαστούς Πικάσο».
Ο Ορσον Γουέλς μάς χάρισε την ταινία «F for fake», που αθωώνει και ίσως επαινεί την αντιγραφή. Ο Μπρεχτ είχε πρωτότυπη άποψη για τη λογοκλοπή. «Η όπερα της πεντάρας» αντιγράφει -βασίζεται, θα έλεγε ο άνθρωπος από το Αουγκσμπουργκ- στην «Οπερα του ζητιάνου». Είναι το αντίγραφο δημιουργία; Είναι, απαντάει ο Μπόρχες!
Κι ακόμα: Ο συνθέτης ενός νέου ζεϊμπέκικου κλέβει τον ρυθμό; Και από ποιον; Ο Σπαθάρης αντέγραφε; Τον Χαρίδημο; Τον Μόλα; Τον Μίμαρο;
Αγαπητοί αναγνώστες, η «Ελευθεροτυπία» έκλεισε στις 22/12/2011. Το ως άνω κείμενο (ή περίπου αυτό) θα δημοσιευόταν στο κυριακάτικο φύλλο. Επιβίωσε στα βάθη της ιστοσελίδας μου. Το καταχωρίσαμε εδώ με αφορμή τα πρακτικά της ημερίδας «Λογοκρισία και λογοκλοπή» που έλαβαν προσφάτως τα μέλη της ΕΣΗΕΑ.
Θα κλείσουμε με τη φράση: «Δεν υπάρχει λαϊκή τέχνη. Υπάρχει μια τέχνη όσων αγνοούν το copywright». Ποιος το 'γραψε αυτό; Ο Γέρζι Λετς ή ο συντάκτης του παρόντος;