14/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Πέρα από το κείμενο: η φωτογραφία στη λογοτεχνία

      Pin It

Της Ελένης Παπαργυρίου*

 

Το 1980 ο Γιώργος Ιωάννου δημοσιεύει ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Ομόνοια 1980» (Κέδρος, 1980) με φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια. Το βιβλίο είναι πρωτοποριακό για την εποχή του: παίζοντας με την ιδέα του χρονικού, δημιουργεί μια ιδιότυπη αφήγηση που συγκαλύπτει και την ίδια στιγμή αποκαλύπτει το προσωπικό ενδιαφέρον του Ιωάννου για την αθηναϊκή πλατεία ως τόπο ερωτικών συνευρέσεων. Το βιβλίο πρωτοπορεί και για έναν ακόμα λόγο. Είναι το πρώτο που περιέχει φωτογραφίες οι οποίες δεν εικονογραφούν απλώς ή κοσμούν την αφήγηση αλλά αποτελούν οργανικό κομμάτι της. Το βιβλίο του Ιωάννου μοιράζει τις σελίδες του ανάμεσα σε κείμενο και φωτογραφία, οργανώνεται δηλαδή στη βάση διπτύχων λόγου και φωτογραφικής εικόνας, που υποχρεώνουν τον αναγνώστη να ανατρέξει από το ένα στο άλλο, να διαβάσει την Ομόνοια όχι μόνο ως γράμμα αλλά και φως, οπτική εντύπωση.

 

Με τον συνδυασμό πεζογραφική αφήγηση/φωτογραφία, ο Ιωάννου εισάγει στην ελληνική αγορά του λογοτεχνικού βιβλίου ένα τυπικό γνώρισμα του ευρωπαϊκού μεταμοντερνισμού: την αμφισβήτηση του αξιώματος ότι η αφήγηση σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στο κείμενο. Το βιβλίο στη μεταμοντέρνα εκδοχή του πραγματοποιεί, με ποικίλους τρόπους, αφηγηματικές συνδέσεις με τη φωτογραφική εικόνα. Θυμόμαστε, για παράδειγμα, τα πεζογραφήματα του Ζέμπαλντ («Οι ξεριζωμένοι», «Οι δακτύλιοι του Κρόνου», «Αουστερλιτς») και του Παμούκ («Ιστανμπούλ: πόλη και αναμνήσεις») που ενσωματώνουν φωτογραφίες ως οργανικό στοιχείο της αφήγησης.

 

Τοποθετώντας τη φωτογραφία σε παράλληλη θέση με το κείμενο, ο Ιωάννου πρότεινε έναν διαφορετικό τρόπο διαμόρφωσης του πεζογραφικού βιβλίου. Μέχρι τότε τα οπτικά στοιχεία που έβρισκαν θέση στις σελίδες μιας λογοτεχνικής έκδοσης είχαν κατά βάση διακοσμητικό χαρακτήρα και προέρχονταν από τον χώρο των εικαστικών τεχνών. Είναι πολύ γνωστές οι κομψές εκδόσεις ποιητικών έργων που κοσμούνται από χαρακτικά ή σκίτσα μοντερνιστών ζωγράφων, όπως του Τσαρούχη και του Μόραλη. Η φωτογραφία προφανώς δεν είχε θέση σε μια αγορά λογοτεχνικού βιβλίου όπου κυριαρχούσε αυτή η αισθητική λογική. Ως τεχνολογία που αποσκοπούσε στην αποτύπωση της πραγματικότητας η φωτογραφία θεωρούνταν μηχανιστική, γεγονός που απέκλειε τον συνδυασμό της με την αισθητικά δικαιωμένη τέχνη του λόγου. Λειτουργώντας στη βάση της φωτογραφίας, και όχι της ζωγραφικής, η έκδοση της «Ομόνοιας 1980» σηματοδότησε τη μετάβαση από τον μοντερνισμό της εικονογράφησης στον μεταμοντερνισμό της κατάρριψης της αισθητικής.

 

Συνεχιστές στα μέσα της δεκαετίας του 1990

 

Το εγχείρημα του Ιωάννου δεν βρήκε αμέσως συνεχιστές. Στη δεκαετία του 1980 δεν βρίσκουμε ανάλογα παραδείγματα τέτοιων εκδόσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ωστόσο, κυκλοφορούν δύο βιβλία που πραγματοποιούν ανάλογες συνδέσεις μεταξύ φωτογραφίας και κειμενικής αφήγησης. Το πρώτο είναι το «Υστερο βλέμμα» του Μισέλ Φάις (Πατάκης, 1996) και το δεύτερο το «Αθήνα στη σκιά της Ακρόπολης» (Ολκός, 1996), σε δίγλωσση ελληνογαλλική έκδοση, με κείμενο του Ζακ Ντεριντά και φωτογραφίες του Jean-François Bonhomme.

 

Ο τόμος του Φάις είναι μια ανθολογία κειμένων που περιστρέφονται γύρω από το κοινό μοτίβο του θανάτου. Οι φωτογραφίες του τόμου, τραβηγμένες από τον ίδιο τον συγγραφέα, ακολουθούν την ίδια λογική: αναπαράγουν πραγματικές ταφικές φωτογραφίες. Εχοντας αφομοιώσει τη θεωρία της φωτογραφίας στη δεκαετία του 1980, που ερευνά κυρίως τη μνημειακή και ελεγειακή της διάσταση, το «Υστερο βλέμμα» είναι μια μετα-αφήγηση: μέσα από κείμενα ποικίλων ειδών (μεταξύ άλλων πεζογραφικά, ποιητικά και συνεντεύξεις), που αντιπαραβάλλονται με φωτογραφίες φωτογραφιών, κατασκευάζεται μια αναστοχαστική αφήγηση περί θανάτου και θανατογραφίας. Πώς αποτυπώνει κανείς τον θάνατο, είτε με λέξεις είτε με εικόνες; Αυτό φαίνεται να είναι το κεντρικό ερώτημα του τόμου, που απασχολεί τον Φάις όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο αλλά στο σύνολο της πεζογραφικής του παραγωγής [βλέπε ενδεικτικά τη συλλογή διηγημάτων «Από το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες» (1999, επανέκδοση, Πατάκης, 2006)].

 

Ο θάνατος επίσης αποτελεί κεντρική προβληματική στο βιβλίο του Ντεριντά «Αθήνα στη σκιά της Ακρόπολης», ένα χρονικό περιήγησης της Αθήνας. Ο Ντεριντά βλέπει την Αθήνα ως ελεγειακό σύμβολο, ως νεκροταφείο υλικού πολιτισμού και ιδεών που εκτείνεται από την αρχαιότητα μέχρι την παρωχημένη νεωτερικότητα των τεχνολογικών εφευρέσεων του 19ου και του 20ού αιώνα. Με κεντρικό σύνθημα τη φράση «χρωστούμε τον εαυτό μας στο θάνατο», που επανέρχεται συνεχώς στο βιβλίο, ο Ντεριντά εκθέτει το πεπερασμένο των ποικίλων μοντερνισμών του τεχνολογικού πολιτισμού, μεταξύ αυτών και της φωτογραφίας.

 

Μεταμοντερνισμός και δυστοπία

 

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα απέδειξε πως η λογική του βιβλίου που εκτείνεται πέρα από το κείμενο έχει πλέον γίνει θεσμός στην ελληνική λογοτεχνική αγορά. Μετά το 2000 κυκλοφορεί ένας σημαντικός αριθμός βιβλίων που συνδυάζουν πεζογραφικές με φωτογραφικές αφηγήσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι τόμοι «Σχισμή φωτός» του Θανάση Βαλτινού με φωτογραφίες του Jean-François Bonhomme (Ολκός 2001), η «Πόλη στα γόνατα» (Πατάκης, 2002) του Φάις με φωτογραφίες του ιδίου, το «Λος Αντζελες» (Μελάνι, 2007) της Σώτης Τριανταφύλλου με φωτογραφίες του Πέτρου Νικόλτσου, και πιο πρόσφατα οι τόμοι «Φακός στο στόμα» (Πόλις, 2012) του Χρήστου Χρυσόπουλου με φωτογραφίες του ιδίου και «Κτερίσματα» (Πατάκης, 2012) και πάλι του Φάις.

 

Οι περισσότεροι από αυτούς ακολουθούν τα χνάρια του Ιωάννου, που εκμεταλλεύεται τη δυναμική του φωτογραφικού ντοκουμέντου μέσα στο αστικό πολιτισμικό τοπίο. Μέσα από το κείμενό του και τις φωτογραφίες του Μπέλια, ο Ιωάννου εκθέτει μια αθέατη όψη της αθηναϊκής πρωτεύουσας: τα ερωτικά στέκια, τα καφενεία, τα ξενοδοχεία, τη δημογραφική σύνθεση της πλατείας Ομονοίας. Τα περισσότερα από τα βιβλία που ανέφερα ακολουθούν την ίδια λογική της εναλλακτικής αστεογραφίας: χρησιμοποιούν κείμενο και φωτογραφία για να αναδείξουν μυστικές πτυχές της ζωής στην πόλη. Η φωτογραφία τους εντάσσεται στο είδος της φωτογραφίας δρόμου, ενός είδους που καταγράφει μέσα από στιγμιότυπα, βασίζεται δηλαδή ως επί το πλείστον στη λογική του τυχαίου: ο φωτογράφος, ως μοναχικός περιπατητής της πόλης, ως flâneur, καραδοκεί για την απρόσμενη συνάντηση με το θέμα του. Τα κείμενα επίσης προσαρμόζονται στη λογική του στιγμιότυπου: είναι σύντομα, ελλειπτικά και δεν προσπαθούν να αποδώσουν τη ζωή στην πόλη ως συνεχή αφήγηση. Κείμενο και φωτογραφία αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στο πρόγραμμα της αποσπασματικότητας.

 

Οι τόμοι των Φάις, Τριανταφύλλου και Χρυσόπουλου περιγράφουν την πόλη ως δυστοπικό μόρφωμα κοινωνικών ανισοτήτων. Το Λος Αντζελες της Τριανταφύλλου απέχει από τη λαμπερή εκδοχή του Χόλιγουντ: είναι η σκοτεινή όψη της νεωτερικής υπερβολής. Αντίστοιχα, οι φωτογραφίες του Νικόλτσου μοιάζουν ερασιτεχνικές, φλου, με ιδιότυπο καδράρισμα. Τους Φάις και Χρυσόπουλο απασχολεί η Αθήνα του 2002 και 2012 αντίστοιχα. Ο Φάις φωτογραφίζει παρίες, αστέγους, ρακοσυλλέκτες, στους οποίους δίνει φωνή μέσα από αποσπασματικούς μονολογους. Μιμούμενος την πραγματικότητα μέσα από φωτογραφία και κείμενο (η φωτογραφία φέρεται να αποτυπώνει πιστά τη φυσική διάσταση των πραγμάτων, το κείμενο φέρεται να μιμείται τον φυσικό λόγο των προσώπων μέσα από παύσεις και ανακολουθίες), ο Φάις δημιουργεί ένα ιδιότυπο δραματικό σύμπαν. Στην ίδια λογική κινείται ο «Φακός στο στόμα» του Χρήστου Χρυσόπουλου, ένα βιβλίο με τον υπότιτλο «ένα χρονικό για την Αθήνα». Κείμενο και εικόνα κατασκευάζουν μια αφήγηση για την πόλη σε κατάσταση κρίσης: ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στην εξαθλιωμένη εικόνα ενός άστεγου που ψάχνει και με τα δυο χέρια στα σκουπίδια, κρατώντας στο στόμα του έναν φακό.

 

Η συχνότητα με την οποία εμφανίζονται τέτοιου είδους βιβλία τα τελευταία χρόνια δείχνει την «οπτική στροφή» –της πεζογραφίας τουλάχιστον– στην αγορά του βιβλίου. Η αφήγηση που πραγματοποιείται όχι μόνο μέσα από το κείμενο αλλά και μέσα από τη φωτογραφική εικόνα, δείχνει την αφομοίωση μεταμοντερνικών πρωτοκόλλων, την κατάρριψη, εν μέρει, του κειμένου από την κορυφή της λογοτεχνικής ιεραρχίας.

 

Παρ' όλα αυτά, η γόνιμη αυτή στροφή ενδέχεται στα χρόνια που έρχονται να σκοντάψει στην οικονομική κρίση. Εκδόσεις που περιλαμβάνουν φωτογραφία κοστίζουν περισσότερο, και είναι λίγοι οι εκδότες που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν τα έξοδα εκτύπωσής τους. Η οικονομική κρίση που πρόσφατα έδωσε το έναυσμα για να γραφτούν/φωτογραφηθούν τέτοιου είδους βιβλία είναι αυτή που ενδεχομένως θα σταματήσει και την παραγωγή τους.

 

………………………………………………………………………………………………….

 

* Ερευνήτρια στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του King’s College London. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σχέση λογοτεχνίας και φωτογραφικής εικόνας. Το βιβλίο της «Reading Games in the Greek Novel» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Legenda (2011).

 

Scroll to top