13/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Θύματα του θεσμικού ρατσισμού

      Pin It

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Στ’ ανοιχτά της Λαμπεντούζα, του νησιού στο νότιο άκρο της Ιταλίας, η θάλασσα γέμισε γι’ άλλη μια φορά με πτώματα. Τα θύματα του πρόσφατου πολύνεκρου ναυαγίου είναι νεκροί χωρίς όνομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μετανάστες που αναζητούσαν μια καλύτερη μοίρα. Στα τελευταία δέκα χρόνια, 6.700 ανθρώπινες υπάρξεις έχουν χάσει τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να διαβούν αυτήν την πύλη εισόδου στην Ευρώπη. Τον Σεπτέμβριο του 2009, οι ενώσεις Ιταλών δικαστών και νομικών Magistratura democratica και Movimento per la giustizia οργάνωσαν στη Λαμπεντούζα μια συνάντηση με θέμα «Το σύνορο των δικαιωμάτων». Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της εισήγησης που εκφώνησε σε αυτήν τη συνάντηση ο Λουίτζι Φεραγιόλι, καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης 3.

 

 

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ στη Λαμπεντούζα με ένα αίσθημα θλίψης και συντριβής, προκειμένου να συζητήσουμε για την επονείδιστη ιταλική πολιτική στο ζήτημα της μετανάστευσης· για τους σκανδαλώδεις ρατσιστικούς και αντισυνταγματικούς νόμους που έχει θεσπίσει η τωρινή κυβέρνηση εναντίον των μεταναστών· για τις παράνομες μαζικές απελάσεις -που παραβιάζουν το δικαίωμα στο άσυλο- χιλιάδων απελπισμένων, οι οποίοι προσπαθούν να ξεφύγουν από την πείνα ή από τις διώξεις ή από τους πολέμους· για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων που κρατούνται στα τωρινά κέντρα απέλασης· για τις εκατοντάδες των νεκρών που είναι θύματα της απανθρωπιάς της κυβέρνησής μας, η οποία λησμονεί τη μακρά μεταναστευτική παράδοση της χώρας μας.

 

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σωρό θεσμικών παρανομιών, που έχουν προκαλέσει επικρίσεις και διαμαρτυρίες από μέρους του ΟΗΕ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της καθολικής Εκκλησίας και που καταστρέφουν τα θεμελιώδη γνωρίσματα της δημοκρατίας μας. Θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να επισημάνουμε τη βαθιά αντίθεση αυτών των παρανομιών με τις πιο στοιχειώδεις αρχές της φιλελεύθερης παράδοσης. Στη φιλελεύθερη παράδοση, το δικαίωμα στη μετανάστευση είναι το πιο παλιό από τα φυσικά δικαιώματα, καθώς έχει διακηρυχθεί από τις απαρχές του νεότερου νομικού πολιτισμού. Πολύ πριν διατυπώσει θεωρητικά ο Χομπς το δικαίωμα στη ζωή και ο Λοκ τα δικαιώματα ελευθερίας, το ius migrandi παρουσιάστηκε πράγματι από τον Ισπανό θεολόγο Φραντσίσκο ντε Βιτόρια, στις παραδόσεις του Relectiones de Indis που έγιναν στη Σαλαμάνκα το 1539, ως ένα οικουμενικό δικαίωμα και ταυτόχρονα ως το θεμέλιο του αναδυόμενου νεότερου διεθνούς δικαίου.

 

Στην πραγματικότητα, η διακήρυξη αυτού του δικαιώματος απέβλεπε σαφώς στη νομιμοποίηση της ισπανικής κατάκτησης του Νέου Κόσμου ακόμη και με τον πόλεμο, όταν η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα συναντούσε «παράνομη» αντίσταση. Ωστόσο -μολονότι ασύμμετρο, καθώς σίγουρα δεν θα μπορούσε να ασκηθεί από τους πληθυσμούς των «νέων» κόσμων, αλλά μόνον από τους Ευρωπαίους που το επικαλούνταν για να υποστηρίξουν τις κατακτήσεις τους και τις αποικιακές εκστρατείες τους- το ius migrandi παρέμεινε από τότε μια θεμελιώδης αρχή του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Ο Τζον Λοκ το αναγνώρισε θεωρητικά ως θεμελιώδες για τη σχέση ιδιοκτησίας, εργασίας, επιβίωσης, πάνω στην οποία θεμελίωσε τη νομιμότητα του καπιταλισμού: «ο ίδιος ο κανόνας της ιδιοκτησίας», χάρη στον οποίο ο καθένας είναι ιδιοκτήτης των καρπών της εργασίας του, έγραψε ο Λοκ, «μπορεί πάντοτε να ισχύει στον κόσμο χωρίς να βλάπτει κανέναν, επειδή υπάρχει αρκετή γη στον κόσμο, ώστε να επαρκεί για τον διπλάσιο αριθμό κατοίκων». Ο Καντ με τη σειρά του διατύπωσε ακόμη πιο ρητά όχι μόνο το δικαίωμα να μεταναστεύει κανείς αλλά και το δικαίωμα να μπαίνει σε μια χώρα ως μετανάστης, το οποίο θεώρησε ως «τρίτο οριστικό άρθρο για τη διαρκή ειρήνη». Τέλος το δικαίωμα στη μετανάστευση καθιερώθηκε με το άρθρο 13 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του 1948 και με όλα τα σύγχρονα συντάγματα, συμπεριλαμβανόμενου του ιταλικού.

 

Θύμισα αυτές τις απαρχές του ius migrandi, επειδή η ανάμνησή τους θα έπρεπε τουλάχιστον να γεννάει μιαν ένοχη συνείδηση σχετικά με τον ηθικά και πολιτικά -και όχι μόνο νομικά- απαράδεκτο χαρακτήρα της νομοθεσίας εναντίον των μεταναστών. Εκείνη η ασυμμετρία, χάρη στην οποία αυτό το δικαίωμα χρησιμοποιήθηκε μόνον από τους δυτικούς σε βάρος των πληθυσμών των νέων κόσμων, σήμερα έχει ανατραπεί. Μετά από πέντε αιώνες αποικιοκρατίας και λεηλασιών, δεν είναι πλέον οι Ευρωπαίοι αυτοί που μεταναστεύουν στις φτωχές χώρες του κόσμου, αλλά είναι αντίθετα οι πεινασμένες μάζες αυτών των φτωχών χωρών εκείνες που σπρώχνονται στα σύνορά μας.

 

Και με την ανατροπή της ασυμμετρίας προκλήθηκε και μια ανατροπή του δικαίου. Σήμερα που η άσκηση του δικαιώματος στη μετανάστευση έγινε δυνατή για όλους και είναι επιπλέον η μόνη εναλλακτική επιλογή ζωής για εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις, όχι μόνο λησμονήσαμε την ιστορική της προέλευση και το νομικό της θεμέλιο στη δυτική παράδοση, αλλά την καταστέλλουμε με την ίδια ωμή σκληρότητα με την οποία την κράδαιναν στις απαρχές του δυτικού πολιτισμού με σκοπό την αποικιοκρατική κατάκτηση. Τη στιγμή που το ζητούμενο ήταν να πάρουμε στα σοβαρά τον «οικουμενικό» του χαρακτήρα, αυτό το δικαίωμα έπαψε να υπάρχει, καθώς μετατράπηκε στο αντίθετό του, μετατράπηκε δηλαδή σε αδίκημα. Αυτό είναι το νέο στοιχείο της τωρινής ιταλικής νομοθεσίας σε σχέση με τους αντιμεταναστευτικούς νόμους του παρελθόντος: η αντιμετώπιση των μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα παραμονής ως εγκληματιών. Αντιμετωπίζοντας όμως σήμερα τους μετανάστες ως εγκληματίες θέτουμε υπό ριζική αμφισβήτηση τη δημοκρατική ταυτότητα της χώρας μας.

 

Αυτή η πολιτική έχει δημιουργήσει μια νέα μορφή: τη μορφή του παράνομου προσώπου, αυτού που είναι εκτός νόμου μόνον επειδή είναι μετανάστης, που δεν είναι πρόσωπο επειδή στερείται δικαιωμάτων και γι’ αυτό είναι εκτεθειμένο σε κάθε είδους κακομεταχείριση. Η μορφή αυτή προορίζεται επομένως να γεννήσει ένα νέο προλεταριάτο, που είναι θύμα διακρίσεων, όχι μόνο νομικών αλλά και οικονομικών και κοινωνικών […]. Υπάρχει τέλος και ένα άλλο θλιβερό κεφάλαιο: εκείνο των «κέντρων», που πριν ονομάζονταν «υποδοχής» και που ο νέος νόμος αποκαλεί «κέντρα εξακρίβωσης ταυτότητας και απέλασης», στα οποία οι μετανάστες μπορούν να παραμείνουν έγκλειστοι όχι πλέον για 60 μέρες, όπως προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος, αλλά για έξι μήνες.

 

Αυτά τα κέντρα είναι αληθινοί τόποι κράτησης· μιας κράτησης όμως ακόμα χειρότερης και πιο οδυνηρής από εκείνη της φυλακής, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν όλες οι εγγυήσεις που προβλέπονται για τους φυλακισμένους, όπως είναι λ.χ. ο ελεγκτικός ρόλος των δικαστών που εποπτεύουν το σωφρονιστικό σύστημα. Δημιουργήθηκαν έτσι κέντρα, τόποι, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία εγκλείονται πρόσωπα που δεν έχουν κάνει τίποτα κακό, αλλά στερούνται κάθε δικαιώματος και υποβάλλονται σε μια τιμωρητική μεταχείριση, χωρίς καν τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις που συνοδεύουν την ίδια την ποινή του εγκλεισμού. Αυτοί οι κανόνες και αυτές οι πρακτικές αποκαλύπτουν έναν αληθινό θεσμικό ρατσισμό. Εκφράζουν την εικόνα του μετανάστη ως «πράγματος», ως μη προσώπου, του οποίου η μόνη αξία είναι εκείνη της φτηνής εργατικής δύναμης για εργασίες υπερβολικά κοπιαστικές ή επικίνδυνες ή ταπεινωτικές […].

 

Scroll to top