Λ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

26/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Λάκης Παπαστάθης παίρνει συνέντευξη από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο

«Τα σπουδαία έργα απέχουν μια τρίχα από τη γελοιότητα»

Ο Λάκης Παπαστάθης παίρνει συνέντευξη από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Είναι δύο σκηνοθέτες σημαντικοί, αλλά εντελώς διαφορετικοί. Απολαύστε τους.
      Pin It

Είναι δύο σκηνοθέτες σημαντικοί, αλλά εντελώς διαφορετικοί. Ενας λόγος παραπάνω οι παρατηρήσεις του πρώτου πάνω στη «Λιμουζίνα», τη νέα ταινία του δεύτερου, που βγαίνει στις 30 Ιανουαρίου στις αίθουσες, να έχουν ιδιαίτερο βάρος. Απολαύστε τους

 

Του Λάκη Παπαστάθη

 

Πριν από τη δικτατορία γνωριζόμασταν ελάχιστα. Ισως γιατί ο Νίκος ανήκε σε διαφορετική παρέα νέων κινηματογραφιστών. Μεταξύ της δικής του ομάδας των φίλων και της δικής μου υπήρξε κόντρα, αντιπαλότητα. Για φαντάσου! Τον έβλεπα μόνο από μακριά σε κάποιες προβολές, κυρίως στην Ταινιοθήκη. Ηξερα βέβαια πως ήταν βοηθός του Απόστολου Τεγόπουλου, που έκανε εμπορικές ταινίες, και πως σπούδασε στη σχολή κινηματογράφου Ιωαννίδη.

 

Λ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Τον γνώρισα καλά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1974. Πληροφορήθηκα τότε πως είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Παρίσι και πως είχε σπουδάσει εκεί. Σε αντίθεση με εμάς τους σχεδόν σκληρά αυτοδίδακτους της Αθήνας. Τον ζήλευα κυρίως γιατί ήταν παιδί που μορφώθηκε ως κινηματογραφιστής βλέποντας ταινίες ασταμάτητα στην Ταινιοθήκη του Παρισιού. Ηταν πολύ πιο ώριμος από εμάς και με μεγάλη ενημέρωση στα θέματα του κινηματογράφου. Διατύπωνε απόψεις που απηχούσαν τους αισθητικούς προβληματισμούς, που γεννήθηκαν στο Παρίσι την τρομερή δεκαετία του εξήντα και διαμόρφωσαν μαζί με τα έργα μεγάλων σκηνοθετών και άλλων χωρών την πνευματικότητα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου που κι εμείς θαυμάζαμε. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση στον Νίκο ήταν το ότι απαντούσε αμέσως στις ερωτήσεις και έλεγε τις απόψεις του σαν να τις ήξερε από πριν, σαν να τον είχαν απασχολήσει. Και επί πλέον, ο λόγος του σπίθιζε από εξυπνάδα και καλλιέργεια. Ισως από τότε προσπαθώ να διαβάζω πάντα τις συνεντεύξεις του.

 

Το βράδυ που παίχτηκαν τα «Χρώματα της Ιριδος» στο πρώτο φεστιβάλ της Μεταπολίτευσης, που ήταν άγρια πολιτικοποιημένο, δημιουργήθηκε αμηχανία. Οι περισσότεροι αγνόησαν την ταινία. Λίγοι, όμως, διέγνωσαν πως ένας ιδιαίτερος και σημαντικός σκηνοθέτης γεννιόταν με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Θυμάμαι πολύ καθαρά τις εικόνες της, τον τρόπο της γραφής της, την αντισυμβατικότητά της, τον απρόβλεπτο ρυθμό της, τα ιντερμέδια με την παλιά τραγουδίστρια Πάολα να τρυπάει σαν μελωδική σειρήνα τον χρόνο, τον Σκυλοδήμο και τον Φασουλή, νεότατους, σαν καρικατούρες ντέτεκτιβ, τον Σαββόπουλο με μαύρα γυαλιά, που έκρυβαν το βλέμμα του και φαινόταν κάπως απρόσιτος σαν μυθικό πρόσωπο, αλλά και την ιστορική για τον κινηματογράφο μας σκηνή όπου ο Κώστας Σφήκας χάνεται στη θάλασσα για να μη χαλάσει το πλάνο! Ηταν μια ταινία που ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της, για το σινεμά.

 

ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΗΣΑπό τότε πέρασαν 40 χρόνια και ο Νίκος έφτασε στη «Λιμουζίνα», τη δέκατη έβδομη ταινία του. Σκέφτομαι πως θα μπορούσε να είναι και η πρώτη του. Το ξεκίνημα, δηλαδή, ενός νέου σκηνοθέτη με αθωότητα, τόλμη και χιούμορ. Βασικό μέρος της τοποθετείται σε ένα καφενείο του Παρισιού τη δεκαετία του εξήντα. Η οικειότητα που γεννιέται στο καφενείο και οι ελεύθερες συζητήσεις που εύκολα προκύπτουν ίσως να ήταν ο λόγος που αποφασίσαμε να κάνουμε τη συνέντευξη που ακολουθεί, σε ένα σύγχρονο αθηναϊκό καφενείο όπου κι εμείς συχνάζουμε.

 

• Tι μπορεί να συμβεί όταν ένας σκηνοθέτης μιλάει για την ταινία του;

 

Συνήθως οι σκηνοθέτες που μιλάνε για τις ταινίες τους είναι τόσο πληκτικοί όσο οι μαμάδες που μιλάνε για τα παιδιά τους. Ασε που θα συμβούλευα τον οποιονδήποτε να μην εμπιστεύεται τις εξηγήσεις που δίνουν οι καλλιτέχνες για τα έργα τους. Τις πιο πολλές φορές λένε ψέματα. Το να περιγράφεις τις εικόνες με λόγια είναι κάτι αφύσικο. Είναι σαν να θέλεις να περιγράψεις σ’ έναν τυφλό με λέξεις τον έναστρο ουρανό. Γι’ αυτό και η κριτική του κινηματογράφου είναι κάτι αφύσικο. Εκείνο που σε μια κριτική δίνει ασφαλέστερες πληροφορίες για την ταινία είναι η φωτογραφία της ταινίας που τη συνοδεύει. Αυτή είναι η αίσθησή μου.

 

• Τι είναι η «Λιμουζίνα»;

 

Μια κωμωδία. Εχει, μάλιστα, τον υπότιτλο «κωμωδία παρεξηγήσεων». Μ’ αυτή μου την ταινία ήθελα να τιμήσω τον κινηματογράφο μιας εποχής που δεν είχε ακόμα υπογράψει με το κοινό το συμφωνητικό της αληθοφάνειας. Ενα σινεμά, δηλαδή, που αρνείται να προσποιηθεί το πραγματικό. Η ταινία αρχίζει στο Παρίσι, τη δεκαετία του εξήντα, και τελειώνει στην Ελλάδα τού σήμερα, όπου οι ήρωες, μέσα από ένα ταξίδι ενηλικίωσης, διασχίζουν χώρες και εποχές, χωρίς να επισυμβαίνει επάνω τους η παραμικρή εξωτερική αλλαγή. Οσο μεγαλώνω, νοσταλγώ το μεγάλο ιταλικό σινεμά, τον Ντε Σίκα, τον σπουδαίο Ρενουάρ, τον Μαξ Οφίλς, φυσικά τον Τζέρι Λιούις και πάνω απ’ όλα το μπουρλέσκ. Ενα σινεμά που θα μπορούσε να οριστεί με τη φράση: «Αυτά μόνο στον κινηματογράφο γίνονται».

 

• Οι δεσμοί σου με το Παρίσι είναι δεσμοί ζωής, αλλά και δεσμοί με την τέχνη, κυρίως με το σινεμά. Τι σημαίνει αυτό για το έργο σου;

 

Στο Παρίσι έζησα δώδεκα χρόνια. Σπούδασα κινηματογράφο, απέκτησα γαλλική οικογένεια, εργάστηκα εκεί, δεν αφομοιώθηκα όμως ποτέ. Πατρίδα μου είναι το ελληνικό καλοκαίρι. Η φυσική μου αυτοκρατορία είναι ο Νότος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν αρνούμαι τα φώτα του Παρισιού. Φυσικά θα επηρέασαν έναν νεαρό που κυνηγούσε τον ίσκιο του. Τουλάχιστον είδα τα αριστουργήματα της τέχνης του κινηματογράφου στη μεγάλη οθόνη κι όχι στη θλιβερή οθόνη του υπολογιστή μου. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το γεγονός από μόνο του συνιστά για μένα ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα, που το κρατάω για τον εαυτό μου.

 

• Σε λίγες μέρες βγαίνει η ταινία σου. Πιστεύεις πως αυτή τη φορά το κρυμμένο ιδανικό κοινό θα σπεύσει να γεμίσει τις αίθουσες, όπως συνέβη παλαιότερα με το «Αυτή η νύχτα μένει», με τον «Εργένη» και τους «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»; Ολα τα καλά έχει η ταινία σου. Είναι κωμωδία με σπουδαίους ηθοποιούς και αυτή τη φορά έχει καλή διανομή στις αίθουσες. Ή μήπως σκέφτεσαι πως το σημερινό κοινό των πιτσιρικάδων σε φοβάται, γιατί ήδη έχει προλάβει να πληροφορηθεί πως είσαι ένας σκηνοθέτης με ιδιαίτερη γραφή και προσωπικότητα; Εγώ πιστεύω πως αν τις πρώτες μέρες μπει το κοινό στις αίθουσες, θα λειτουργήσει η διαφήμιση από στόμα σε στόμα και θα υπάρξει μεγάλη προσέλευση. Το χαρίεν αίσθημα που βγάζει η ταινία είναι ακαταμάχητο. Μόλις το νιώσεις, θέλεις να το πεις και στην παρέα σου.

 

Σ’ ευχαριστώ για τη γενναιοδωρία να διατυπώνεις τόσο κολακευτικά και ευφρόσυνα τις αντιδράσεις σου. Μακάρι να συμβεί κάτι τέτοιο. Μακάρι να ξαναγυρίσουμε στο σινεμά της απόλαυσης. Βαρέθηκα την πλήξη που αναδίδουν οι τοίχοι και τα άδεια καθίσματα των κινηματογράφων. Οι πιτσιρικάδες έχουν όλα τα δικαιώματα. Ακόμα και να κάνουν λάθος. Τελικά, η λατρεία της νεότητάς μου φαίνεται κι αυτή λογική. Ολοι θέλουν να είναι μ’ αυτό που αρχίζει. Κανείς δεν θέλει να δει το έργο από το τέλος.

 

• Σκέφτομαι πως τελικά όλες οι ταινίες σου, κατά κάποιον τρόπο, είναι κωμωδίες, ακόμη και αυτές που μοιάζουν δράματα. Το βλέμμα σου τις ελαφρύνει δημιουργώντας ένα ανεπαίσθητο κλίμα σοφού φιλμικού παιχνιδιού, σαρκασμού που μόλις τον αντιλαμβάνεσαι, αλλά και ειρωνείας, πολλές φορές ιδιαιτέρως διαβρωτικής.

 

Πιστεύω πως δεν υπάρχουν παρά δύο τρόποι να βλέπει κανείς τα πράγματα: από τη μεριά της τραγωδίας ή από τη μεριά της κωμωδίας. Οντως, οι ταινίες μου είναι για μένα κωμωδίες ακόμα κι όταν τελειώνουν άσχημα. Με την έννοια βέβαια της «ανθρώπινης κωμωδίας», όπως την εννοούσε ο Μπαλζάκ ή ο Τσέχοφ. Οσο για την ειρωνεία, είναι ό,τι κράτησα από το πέρασμά μου στον «μοντερνισμό». Ο μοντερνισμός, κατά τη γνώμη μου, έχει ενδιαφέρον μόνο όταν έχει πολλή πλάκα ή αν διαθέτει αυτή τη διαβρωτική ειρωνεία όπως λες. Ενας βοηθός μου έχει χαρακτηρίσει, πολύ εύστοχα, όλες τις ταινίες μου «κωμωδίες μυστηρίου». Δεν θα είχα αντίρρηση να έμπαινε όλο μου το έργο κάτω από αυτόν τον τίτλο.

 

• Κάνεις συχνά απρόβλεπτες επιλογές ηθοποιών. Πότε αποκαλύπτεις και καθιερώνεις άγνωστους νέους, πότε χρησιμοποιείς σπουδαίους ηθοποιούς του λεγόμενου ποιοτικού θεάτρου και άλλες φορές δεν διστάζεις να χρησιμοποιήσεις ηθοποιούς του ελαφρού θεάτρου, αλλά και μανεκέν ή τηλεοπτικούς σταρ. Το μείγμα που κάνεις, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται επικίνδυνο και χωρίς ομοιογένεια, στις κάπως αφηγηματικά λοξές ταινίες σου συνήθως συντίθεται χαριτωμένα και παιχνιδιάρικα ενισχύοντας έναν αφηγηματικό παραλογισμό που νομίζω πως σε θέλγει. Τελικά τι ζητάς από τους ηθοποιούς; Σίγουρα δεν αναπαριστούν κάτι, ούτε παίζουν χαρακτήρες της παραδοσιακής δραματουργίας. Πώς τους κατευθύνεις; Τι τους λες; Παίζεις εσύ τον ρόλο και ζητάς να σε μιμηθούν; Κάνεις πολλές πρόβες; Ή περιμένεις προτάσεις και από τους ίδιους;

 

Είναι αλήθεια ότι δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί. Τα όρια είναι πάντα δυσδιάκριτα κι εμένα μ’ αρέσει να κινούμαι στα όρια. Κατά τη γνώμη μου τα σπουδαία έργα απέχουν μια τρίχα από τη γελοιότητα. Η επιλογή ενός ηθοποιού είναι ήδη η μισή ερμηνεία. Ενας ηθοποιός δεν έρχεται στην ταινία μόνος του. Φέρει μαζί του και τη μυθολογία του, αναπόφευκτα. Οι ωραίες του θεάτρου ηδονίζονται κάθε φορά που βρίσκουν κάποιο σκηνοθέτη να τις τσαλακώσει. Το βρίσκω περίεργο. Η φύση τις προίκισε μ’ ένα θείο δώρο κι αυτές αναζητούν τον σκηνοθέτη που θα τις παραμορφώσει, ως θυσία στον βωμό της τέχνης. Φαίνεται πως δεν είμαι τόσο καλλιτέχνης, αφού αγαπώ τις γυναίκες (άλλωστε είναι ένας λόγος που έγινα σκηνοθέτης) και θέλω όταν τις κινηματογραφώ να φαίνονται ακόμα πιο όμορφες απ’ όσο είναι. Ετσι, όταν χρειάζομαι για κάποιο ρόλο μια ωραία, ψάχνω προς τη μεριά του λάιφ στάιλ, γιατί τουλάχιστον εκεί η ομορφιά δεν θεωρείται αμάρτημα. Κατά τα άλλα, δεν έχω κάποιο σύστημα διδασκαλίας, εξαρτάται από την προσωπικότητα του κάθε ηθοποιού – άλλος θέλει εκατό πρόβες κι άλλος καμία. Ενώ όλοι οι σκηνοθέτες λένε στους ηθοποιούς τους να παίξουν «φυσικά», επειδή δεν ξέρω τι είναι το «φυσικά», τους λέω να παίξουν σαν καλοί ηθοποιοί. Το ζητούμενο είναι να με εκπλήξουν. Οταν το καταφέρνουν, αδιαφορώ αν αυτό είναι μέσα στον χαρακτήρα που υποδύονται ή δεν είναι, μου αρκεί να είναι μέσα στην αλήθεια του πλάνου ή της σκηνής. Είναι γνωστό ότι δεν πιστεύω σ’ αυτές τις θεωρίες περί χαρακτήρων. Ενας ήρωας μέσα σε μια ταινία είναι για μένα ένα «πειραματικό εγώ».

 

• Τι είναι η πραγματικότητα για σένα, Νίκο; Και πώς υπάρχει μέσα στις ταινίες σου;

 

Μακάρι να ’ξερα. Ισως είναι ένας λόγος που γυρίζω ταινίες μήπως το ανακαλύψω. Πρέπει πάντως να είναι κάτι πολύ μεγάλο και να χωράει κι αυτά που υπάρχουν κι αυτά που δεν υπάρχουν κι αυτά που ζούμε αλλά κι αυτά που σκεφτόμαστε ή φανταζόμαστε, γιατί αλλιώς δεν δικαιολογείται να μην μπορεί κανείς να είναι πιο έξυπνος απ’ αυτήν.

 

• Βλέποντας τις ταινίες σου καταλαβαίνω πως δεν σου ταιριάζει το ντοκιμαντέρ. Δεν το πιστεύεις. Δεν θέλεις την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έκανες ποτέ ντοκιμαντέρ;

 

Ναι, δεν με ελκύει το κλασικό ντοκιμαντέρ. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας δεν είναι η πραγματικότητα. Υπάρχει μια ρώσικη παροιμία που λέει «ψεύδεται σαν αυτόπτης μάρτυς». Αλλωστε, είναι γνωστό πως οι δικτάτορες λάτρεψαν το ντοκιμαντέρ, που με τη σειρά του τους λάτρεψε. Δεν υπάρχει καλύτερο μέσο προπαγάνδας από τον κινηματογράφο. Προσπαθώ με τις ταινίες μου να αποφύγω τους δύο κινδύνους τους οποίους ενέχει ο κινηματογράφος: το χρήμα και την προπαγάνδα. Η μεγάλη μου φιλοδοξία είναι να συνεχίσω να γυρίζω ταινίες με το ΤΙΠΟΤΑ για το ΤΙΠΟΤΑ. Εχω, πάντως, την εντύπωση πως οι ταινίες μου μ’ έναν τρόπο είναι ντοκιμαντέρ πάνω στα πρόσωπα και τα σώματα των ηθοποιών, πάνω στους χώρους, πάνω στα αντικείμενα… Μ’ αυτή την έννοια, αν θέλεις, όλες οι ταινίες είναι ντοκιμαντέρ.

 

• Κάποτε είπες πως η γενιά μας είχε μερικούς καλούς σκηνοθέτες, όχι όμως πολύ καλούς. Το πιστεύεις και σήμερα;

 

Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός ούτε και θέλω. Μια γενιά δεν μοιράζεται μια αλήθεια, μοιράζεται μια εποχή. Το τέλος μιας εποχής είναι το τέλος ενός τρόπου σκέψης. Ας μας κρίνουν άλλοι.

 

• Στη «Λιμουζίνα» υπάρχει μια ολιγόλεπτη παρουσία του Λευτέρη Βογιατζή. Ο ιδιοφυής φίλος μας, που τόσο πρόωρα έφυγε και που όλοι οδυνηρά νιώθουμε την απουσία του, είχε συνδεθεί μαζί σου ιδιαιτέρως. Εκτός από ελάχιστες παρουσίες σε ταινίες άλλων -Βούλγαρη, Χριστοφή, Βαφέα- εσύ μας προσέφερες τον κινηματογραφικό Βογιατζή. Μίλησέ μας για τη συνεργασία σας.

 

Με τον Λευτέρη μάς συνέδεε μια μεγάλη φιλία. Συνεργαστήκαμε σε πολλές ταινίες και παρ’ όλο που οι συγκρούσεις μας έχουν μείνει παροιμιώδεις, θεωρώ ότι γονιμοποιηθήκαμε και οι δυο από τις ακραίες αντιθέσεις μας. Αυτό που εκτιμούσα στον Βογιατζή ήταν η καλλιτεχνική του εντιμότητα. Δεν ενέδωσε ποτέ σε καμιά αληθοφάνεια. Εψαχνε πάντα κάτι πιο βαθύ, πιο μυστικό, σε τελευταία ανάλυση πιο προσωπικό. Για να σας φέρω ένα παράδειγμα, στο «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη» αποφασίσαμε ότι η ερμηνευτική γραμμή του ρόλου του θα ήταν η αμηχανία. Αυτό προϋπέθετε ότι ο κίνδυνος να εκληφθεί η ερμηνεία του αμήχανη, πράγμα που συνέβη, ήταν αναμενόμενος. Κανείς από τους δυο μας όμως, και πολύ περισσότερο ο Λευτέρης, δεν έλαβε υπ’ όψιν του έναν τέτοιο μικροϋπολογισμό.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Για τον Τεό: Ζήλεψα τη δόξα του, όχι τις ταινίες του

 

• Χθες έκλεισαν δύο χρόνια από τον θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ηταν συγκάτοικος στο Παρίσι και φίλος σου πενήντα χρόνια. Πώς σκέφτεσαι σήμερα τον Θόδωρο και τι πιστεύεις για το έργο του;

 

«Ο Θόδωρος κι εγώ, παρ’ όλη τη φιλία μας, είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι. Εκείνος θέλησε να μπει στον πολιτικό κινηματογράφο και διέπρεψε. Πρέπει να ομολογήσω ότι στην κατηγορία του ήταν ο καλύτερος, καλύτερος από τον Λιτίν, καλύτερος από τον Σολάνας, καλύτερος ακόμα κι από τον Γιάντσο, αφού ο μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλο (αναφέρομαι σε σκηνοθέτες που θήτευσαν αποκλειστικά στον πολιτικό κινηματογράφο). Οταν θέλησε να αποκολληθεί ήταν πια αργά. Το στίγμα του είχε ήδη καταχωρηθεί. Εκείνο που μπορώ να πω σήμερα, με την απόσταση του χρόνου που πέρασε και με δεδομένη τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία μας, είναι ότι έχω ζηλέψει τη δόξα του, όχι όμως τις ταινίες του».

 

Scroll to top