Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Θ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥΑκόμη μια περίπτωση ταλαντούχου μουσικού, που ξεκίνησε από την Ελλάδα για να κατακτήσει την Ευρώπη, είναι ο Θεσσαλονικιός πιανίστας Πάρις Τσενίκογλου, που έδωσε ένα πολύ ενδιαφέρον ρεσιτάλ γαλλικής μουσικής στο Ιδρυμα Θεοχαράκη (6/2/2014). Η βραδιά ήταν ενταγμένη στον Κύκλο Γαλλικής Μουσικής, που διοργανώνεται σε συνεργασία από το Γαλλικό Ινστιτούτο και τη Γαλλική Πρεσβεία της Αθήνας, υπό το σύνθημα Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία-2014, με αφορμή την ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. από τη χώρα μας. Ας προσθέσουμε εδώ ότι στη διοργάνωση συμμετέχουν, εντάσσοντας ή φιλοξενώντας εκδηλώσεις, σχεδόν όλοι οι κρατικοί (ΚΟΑ, ΕΛΣ, ΚΟΘ), αλλά και πολλοί ιδιωτικοί μουσικοί θεσμοί (Ωνάσειο, Παρνασσός, Ergon Ensemble, Φεστιβάλ Κυκλάδων κ.λπ.).

 

Ο Τσενίκογλου πρόσφερε μια επιλογή πιανιστικών έργων των δύο βασικών αντιπροσώπων του λεγόμενου μουσικού εμπρεσιονισμού, Ντεμπισί και Ραβέλ. Ο 25χρονος σολίστας αποδείχτηκε ερμηνευτής-αισθητής με πολύ συγκεκριμένη, ενίοτε κατάφωρα ιδιοσυγκρασιακή άποψη, η οποία διατυπώθηκε με σαφήνεια και υποστηρίχθηκε με τεχνική επάρκεια. Το πολύ ιδιαίτερο αυτό προφίλ τον εντάσσει στην εμπροσθοφυλακή των νέων, δυνατών ερμηνευτών, που ανοίγονται με γενναιότητα και αυτοπεποίθηση στην περιπέτεια της συνάντησης με το βασικό ρεπερτόριο ανανεώνοντας με θάρρος –ενίοτε και θράσος· τα όρια είναι δυσδιάκριτα!– την ερμηνευτική του. Οι συσσωρευμένες, σταθερά εξυμνητικές κριτικές της τελευταίας εξαετίας από τον γερμανόφωνο Τύπο το επιβεβαιώνουν· το μέλλον ωστόσο κρατάει πάντα τα μυστικά του!

 

Το πρώτο μέρος της βραδιάς ισομοιράστηκε ανάμεσα στο δεύτερο βιβλίο των «Εικόνων» του Ντεμπισί και τον «Γκασπάρ της νύχτας» του Μορίς Ραβέλ. Το δεύτερο μισό αφιερώθηκε στο πρώτο βιβλίο με «Πρελούδια» του Ντεμπισί. Στις αναγνώσεις κομματιών του Ντεμπισί κυριάρχησαν οι αιθέριες ατμόσφαιρες της γραφής, που δόθηκαν με εντυπωσιακά ελεγχόμενο εύρος διαβαθμίσεων δυναμικής, αριστοτεχνικά εύπλαστο χειρισμό του υποστηρικτικού ρυθμικού στοιχείου και ευαίσθητη απόδοση τις υποφώσκουσας συμφωνικής διάστασης.

 

Τον πολλαπλά απαιτητικό «Γκασπάρ» αντιμετώπισε ο Τσενίκογλου με τολμηρά αποδομητική λογική: αντί να εντρυφήσει, ως συνήθως κάνουν οι δεξιοτέχνες πιανίστες, στον ηδονικό ηχητικό κόσμο και τις θυελλώδεις διατυπώσεις της «θηλυκής» γραφής του Ραβέλ, προτίμησε να τον αντιμετωπίσει με κλινικά αναλυτική ματιά, να σταθεί με πρόθεση ανατόμου σε κάθε σελίδα της παρτιτούρας, επιβάλλοντας τη δική του «σκηνοθεσία» στο ξετύλιγμα του ειρμού και στην απόδοση των επιτηδευμένα νοσηρών διαθέσεων της μουσικής.

 

Σε αμφότερους τους συνθέτες το παίξιμό του όρισαν αισθητά τεταμένες, προσεκτικά (χρονο)μετρημένες στίξεις, βίαιες αναδύσεις/εκρήξεις «ισπανικών» ρυθμών, σαγηνευτικά ιδιοσυγκρασιακά παιχνίδια διακύμανσης του ρυθμού. Αναγνώσεις που έξυσαν –η αλήθεια είναι ενίοτε με σκληρότητα– σκουριές, αναγκάζοντας να προσεγγίσουμε οικεία ακούσματα εξ αρχής.

 

Scroll to top