Pin It

ANOIXTO BIBΛΙΟ

 

Του Ηλία Μαγκλίνη

 

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς – περίεργη περίπτωση. Τα τελευταία χρόνια, όλο και λιγότερο ακούω το όνομά του. Οπως, ας πούμε, και του Αριστοτέλη Νικολαΐδη. Ή και του Ιωάννου, του Φραγκιά. Ιδια, περίπου, γενιά όλοι τους, γεννημένοι μέσα στη δεκαετία του ’20 και ψημένοι μέσα στην αιματηρή του ’40. Ας αναλογιστούμε ότι ο Κοτζιάς είναι δεκαεννιά χρόνων το 1945. Δεκαεννιά χρόνων! Εχει ζήσει την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά στο πετσί του, η εφηβεία του και η πρώτη του νιότη είναι αυτό το αίμα. Λίγο αργότερα, από το 1948 έως το 1952, υπηρετεί στον στρατό – εν μέσω του Εμφυλίου.

 

Θυμάμαι, τις ωραίες εποχές που με την Ελισάβετ Κοτζιά, την κριτικό της «Καθημερινής», εργαζόμασταν σε διπλανά γραφεία, την είχα ρωτήσει γεμάτος περιέργεια αν ο πατέρας της είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή όταν μαίνονταν οι επιχειρήσεις του Εμφυλίου. Αναρωτιόμουν αν είχε ζήσει ο ίδιος από πρώτο χέρι την εμπειρία που είχε ο ήρωάς του στον «Γενναίο Τηλέμαχο», ο Πέτρος Παπαλουκάς, τραυματίας από τις μάχες του καλοκαιριού του ’49, και με το πτώμα του αντάρτη (του «Αντωνάκη» όπως αυθαίρετα τον βαφτίζει) στο πλάι του, του αντάρτη που ο ίδιος σκότωσε πρόσωπο με πρόσωπο.

 

Εννοείται ότι δεν είχε σημασία αν το βίωμα ήταν πραγματικό ή όχι. Ηταν, και παραμένει πάντα, αληθινό μέσα στο βιβλίο. Οπως, βέβαια, η βασανιστική αϋπνία του Μηνά Παπαθανάση στην «Πολιορκία», το πρώτο βιβλίο του Κοτζιά, τυπωμένο το 1953, για το οποίο τόσος λόγος έχει γίνει όλα αυτά τα χρόνια: δείγμα «μαύρης» ή «αντιδραστικής» λογοτεχνίας, για τους κολλημένους αριστερούς, «προδοσία» για τους κολλημένους δεξιούς. Ενα βιβλίο ανοικονόμητο, με άλλα λόγια. Ο Μηνάς Παπαθανάσης, στα μπαρουτοκαπνισμένα αθηναϊκά σοκάκια του 1943-44, στις οδομαχίες των Χιτών και των ΟΠΛΑτζήδων, ο Μηνάς Παπαθανάσης, ο ορισμός του ανθρώπου «Θα κοιμηθώ όταν πεθάνω» είτε διότι αυτός το επέλεξε έτσι είτε διότι έχει πιαστεί, χωρίς να το καταλάβει, στη μέγκενη της Ιστορίας. Θύτης και θύμα. Στο βιβλίο, ο αρνητικός αυτός ήρωας του Κοτζιά πολεμάει αδιάκοπα, βρόμικα και ωμά. Κοπέλες βιάζονται ομαδικά στα ενδότερα της εστίας του από τους ανθρώπους του, άνθρωποί του δολοφονούνται μέσα στη νύχτα, σε πονηρά ραντεβού με ύπουλες γυναίκες-αράχνες. Το μακελειό που συντελείται είναι τόσο πραγματικό όσο και συμβολικό.

 

Ανοικονόμητο, δυσάρεστο βιβλίο, όπως και το «Αντιποίησις Αρχής», αυτό το εφιαλτικό τριήμερο από τη ζωή ενός συνεργάτη της στρατοκρατικής δικτατορίας τις μέρες και τις νύχτες του Πολυτεχνείου. Η Αθήνα στις φλόγες. Η Αθήνα του Δεκεμβρίου του ’44· η Αθήνα του Νοεμβρίου του ’73. Και κάπου εδώ θα μπορούσε κανείς να πει: ακόμα μια φορά, η Αθήνα στις φλόγες. Οπως και τον Δεκέμβριο του ’08 και τον Ιανουάριο του ’09· τον Μάιο του ’10· τον Ιούνιο του ’11· τον Φεβρουάριο του ’12. Και τόσες άλλες φορές.

 

Χρειάζεται όμως αυτή η καταφυγή σε τόσο μακρινές αλλά και κοντινές την ίδια στιγμή συλλογικές εμπειρίες για να καταδείξει κάποιος αν είναι επίκαιρος ένας συγγραφέας; Κατηγορηματικά, όχι. Εκτός κι αν θέλουμε η λογοτεχνία να αποκτήσει μια δημοσιογραφική πάστα – αλλά τότε δεν θα είναι λογοτεχνία.

 

Το ζήτημα παραμένει ωστόσο. Οι αναφορές, οι παραπομπές, η συνθηματολογία και οι λαϊκισμοί περί μιας νέας «κατοχής» κι ενός νέου «εμφυλίου» σήμερα, εν καιρώ τέτοιας κρίσης, η αβασάνιστη και την ίδια στιγμή τόσο βάναυση επαναφορά της δεκαετίας του ’40 στο σήμερα, γίνεται με τόση ένταση και εμμονή που θα έλεγε κανείς ότι, αν ο Κοτζιάς βρισκόταν από μια πλευρά, θα γελούσε – με απελπισία. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα: στην αναδρομή στο ασφαλές παρελθόν για να ερμηνεύσουμε το παρόν – διότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ ασφαλές, αν μη τι άλλο.

 

Το θέμα, νομίζω, είναι αλλού: στο ότι ο Κοτζιάς, σε όλο του σχεδόν το έργο, ιστορικό και πολιτικό, μα με μια υπαρξιακή άβυσσο να χάσκει κάτω από τα πόδια και πάνω από τα κεφάλια των ηρώων του, καταδεικνύει και ανατέμνει, δραστικά και με μια σπάνια οξυδέρκεια και ευαισθησία, το διχαστικό αίσθημα ενός έθνους, διαχρονικά και όχι επικαιρικά, αλλά και τον εσώτερο, προσωπικό διχασμό των ηρώων του. «Στα σφιγμένα χείλια του έβλεπες που μελετούσε σκοτεινές αποφάσεις». Θύτες και θύματα όλοι, σε μια στιγμή βαθύτατης κρίσης, συλλογικής και ατομικής. Τι πιο διαχρονικό μα και πιο σύγχρονο από αυτό;

 

 

 

Scroll to top