05/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ακρόπολη» του παλιού δικομματισμού η τοπική αυτοδιοίκηση

Η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει τη μάχη της Περιφέρειας πριν από τις ευρωεκλογές επειδή παραδοσιακά αποτελούν τη δυσκολότερη δοκιμασία για την κοινωνική εδραίωση ενός νέου κόμματος.
      Pin It

Η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει τη μάχη της Περιφέρειας πριν από τις ευρωεκλογές επειδή παραδοσιακά αποτελούν τη δυσκολότερη δοκιμασία για την κοινωνική εδραίωση ενός νέου κόμματος

 

Η σημερινή πολιτική κρίση των κομμάτων ευνοεί την αυτονόμηση των τοπικών αξιωματούχων και τη διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου ρόλου «λομπίστα συμφερόντων» από την πλευρά τους

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με την έλλειψη αναγνωρίσιμων τοπικών στελεχών με θητεία στην τοπική πολιτική και την έλλειψη πολιτικών συμμαχιών, εντελώς απαραίτητων για τον β΄ γύρο

 

ΑΝΑΛΥΣΗ – Του Γιάννη Μαυρή*

 

Β΄ Μέρος

 

6Γιατί οι εκλογές της αυτοδιοίκησης μεταφέρθηκαν πριν από τις ευρωεκλογές; Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να δώσει πρώτα τη μάχη των δημοτικών, ανατρέποντας τη σειρά; Είναι γνωστό ότι οι τοπικές αποτελούν παραδοσιακά τη δυσκολότερη δοκιμασία για την κοινωνική εδραίωση ενός νέου κόμματος. Επομένως δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνιστούν, αντιθέτως, προνομιακό χώρο «αντίστασης» του παλιού κομματικού συστήματος και της τοπικής ελίτ που εξακολουθεί να το στηρίζει.

 

Σε μια εποχή αποδυνάμωσης και διάλυσης των μεταπολιτευτικών κομμάτων, η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί την «Ακρόπολη» του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Στη βαθμίδα της η κυριαρχία των δύο κομμάτων διακυβέρνησης, που εδραιώθηκε σταδιακά μετά το ’80, υπήρξε στη δεκαετία του 2000 απόλυτη.

 

Τα διαθέσιμα στοιχεία, με βάση μελέτες της ΚΕΔΚΕ, είναι εντυπωσιακά:

 

α. Στις δημοτικές του 2006, τις τελευταίες που πραγματοποιήθηκαν στους παλιούς «καποδιστριακούς» δήμους, με βάση τη διευκρινισμένη κομματική τους ένταξη ή υποστήριξη, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. έλεγχαν το 88,6% των δημάρχων, ενώ ο παλιός ΣΥΝ και το ΚΚΕ μόλις το 5,9% (πίνακας 1).

 

β. Αντίστοιχα στις δημοτικές του 2010, τις πρώτες που πραγματοποιήθηκαν στους νέους «καλλικρατικούς» δήμους της χώρας, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. έλεγχαν αθροιστικά το 54,4% του συνόλου των εκλεγέντων δημάρχων και το 92,4% εκείνων με διευκρινισμένη κομματική στήριξη, ενώ ο ΣΥΝ και η ΔΗΜΑΡ το 4,5% ή 7,7%, αντίστοιχα, μόλις 15 δημάρχους (πίνακας 2).

 

Οι «ανεξάρτητοι» δήμαρχοι του 2010 υπολογίζονται σε 41,2% του συνόλου (134/325) και οι περισσότεροι από αυτούς αφορούν δήμους με μικρότερη πληθυσμιακή βαρύτητα (κυρίως νησιωτικούς). Κυρίως όμως η έννοια της «ανεξαρτησίας» είναι απολύτως σχετική, στον βαθμό που μεταξύ των δηλωθέντων ως «ανεξαρτήτων» συγκαταλέγονται και δήμαρχοι όπως ο Κ. Μπακογιάννης (Καρπενήσι), ο Α. Παχατουρίδης (Περιστέρι), ο Ν. Χαρδαλιάς (Βύρωνας), ο Χ. Πάχτας (Αριστοτέλης Χαλκιδικής) κ.ά.

 

Με τον νόμο 4257/2014 (Α93), που ψηφίστηκε πριν από δύο εβδομάδες (στις 14 Απριλίου), παρέχεται στους υποψήφιους περιφερειάρχες η δυνατότητα διπλασιασμού των θεματικών αντιπεριφερειαρχών από 3 έως και 6 (άρθρο 24§3), ενώ στους υποψήφιους δημάρχους η δυνατότητα προσαύξησης των υποψήφιων δημοτικών συμβούλων μέχρι και 100% (που επιτρέπει δηλαδή μέχρι και τον διπλασιασμό τους – άρθρο 24§4). Με αυτόν τον τρόπο ευνοούνται πολιτικά ακόμη περαιτέρω, απέναντι στους νέους ή πρωτοεμφανιζόμενους υποψηφίους που επιχειρούν να εισέλθουν στο προσκήνιο της τοπικής πολιτικής, οι παλαιοί αξιωματούχοι («ανεξάρτητοι» και μη) που εξακολουθούν να ελέγχουν τους πόρους και τους μηχανισμούς των δήμων και των περιφερειών και επομένως έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν για τους συνδυασμούς τους τον απαιτούμενο μεγάλο αριθμό υποψηφίων. Ταυτόχρονα διευκολύνονται και οι τοπικές συμμαχίες των κατεστημένων κομμάτων, υπερβαίνοντας τις υποβόσκουσες τοπικιστικές ή προσωπικές αντιθέσεις στη βάση της διανομής των τοπικών αξιωμάτων.

 

Σημαντικές επιπτώσεις στο θεσμικό πλαίσιο των εκλογών θα είχε και μια άλλη «εκσυγχρονιστική» πρωτοβουλία, που προωθήθηκε στις 25 Απριλίου, αλλά τελικά αποσύρθηκε τέσσερις ημέρες αργότερα. Η νέα «διευκόλυνση» καταργούσε τους περιορισμούς που επέβαλε ο νόμος στις προεκλογικές εμφανίσεις των υποψήφιων δημάρχων και περιφερειαρχών, παρέχοντας πλέον τη δυνατότητα απεριόριστων εμφανίσεων των υποψηφίων. Σε συνδυασμό με τον σοβαρό περιορισμό των προεκλογικών δαπανών που έχει επιβληθεί αυτή η ρύθμιση «παρέδιδε» απροκάλυπτα την πολιτική καθοδήγηση της προεκλογικής εκστρατείας στα μέσα ενημέρωσης.

 

Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη στη διακυβέρνηση της χώρας, ούτε έχει προλάβει προφανώς -μέσα σε μόλις δύο χρόνια- να «ριζώσει» στις τοπικές κοινωνίες. Δεν διαθέτει ευρύτερα ερείσματα στον αυτοδιοικητικό μηχανισμό, που έτσι και αλλιώς με τον Καλλικράτη απομακρύνεται σημαντικά από τους πολίτες. Ετσι βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με δύο βασικά προβλήματα: την έλλειψη αναγνωρίσιμων τοπικών στελεχών με θητεία στην τοπική πολιτική και την έλλειψη πολιτικών συμμαχιών, εντελώς απαραίτητων για τον β΄ γύρο.

 

Σε αρκετές περιπτώσεις οι κομματικές υποψηφιότητες, τις οποίες παρατάσσει, απηχούν περισσότερο την επιρροή του παλιού κομματικού μηχανισμού την εποχή της εκλογικής επιρροής του 4% και δεν διασφαλίζουν την εμβέλεια και το εύρος που απαιτεί η σημερινή τού 27%. Φυσιολογικά τόσο η «δημοτική» όσο και κυρίως η «περιφερειακή επιρροή» στις δύο κάλπες της Α΄ Κυριακής θα αποκλίνει από τη σημερινή βουλευτική επιρροή του.

 

Η «ανταρσία» της τοπικής ελίτ

 

Το περασμένο φθινόπωρο, κηρύσσοντας τον πόλεμο στους «βλαχοδήμαρχους», η αξιωματική αντιπολίτευση επιχείρησε να αμφισβητήσει τα τοπικά ερείσματα του παλιού δικομματισμού («Να τα δώσουμε όλα ώστε ένα μεγάλο συμπαραταγμένο κίνημα ελευθερίας, δημοκρατίας και αντίστασης σε κάθε περιφέρεια, κάθε δήμο και κάθε γωνιά της χώρας να σαρώσει τους φθαρμένους βλαχοδήμαρχους της συμμαχίας Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ», ομιλία Αλ. Τσίπρα στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, 31/08/2013).

 

Το γεγονός ωστόσο ότι ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής κατηγορίας της τοπικής ελίτ, η οποία διαχειρίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες τους κοινοτικούς και κρατικούς πόρους, έχει συνασπιστεί απέναντί της, αποδεικνύει ότι η διάσπαση των παγιωμένων κοινωνικών συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο δεν είναι απλή υπόθεση.

 

Το συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα του πολιτικού προσωπικού αισθάνθηκε την ενδεχόμενη ενίσχυση της τοπικής επιρροής της στην αντιπολίτευση ως πραγματική «απειλή» για τη θέση και κυρίως για τον ρόλο που φιλοδοξεί να αναλάβει εφεξής. Για τούτο και ένα μέρος της επιδίωξε τη στήριξη ή διατήρησε τις σχέσεις με τα συγκυβερνώντα κόμματα, έστω και με τη λεοντή του «ανεξάρτητου», δηλαδή χωρίς πλέον την επίσημη στήριξη, που στη σημερινή συγκυρία του αντικομματισμού μάλλον «βλάπτει».

 

Δυναμική των τοπικών εκλογών

 

Η προωθούμενη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών και των πόρων του τοπικού κράτους (σκουπίδια, νερό, ενέργεια, γη κ.λπ.) ανοίγει νέες και σημαντικές πολιτικο-οικονομικές ευκαιρίες. Ταυτόχρονα η σημερινή πολιτική κρίση των κομμάτων ευνοεί την αυτονόμηση των τοπικών αξιωματούχων και τη διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου ρόλου «λομπίστα συμφερόντων» από την πλευρά τους. Αναδεικνύεται πλέον η δυνατότητα «απευθείας» διαπραγμάτευσης και συναλλαγής της τοπικής ελίτ με τα οικονομικά συμφέροντα που προσβλέπουν στον έλεγχο και την εκμετάλλευση των τοπικών οικονομικών πόρων.

 

Αυτή η τάση «τοπικής αποκομματικοποίησης» και η εγκατάσταση μιας νέας σχέσης διαμεσολάβησης, που ευνοείται εμφανώς από τα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα παραγωγής πολιτικής, θα ολοκληρωθεί με την αλλαγή του εκλογικού νόμου μόλις οι πολιτικές συνθήκες το επιτρέψουν.

 

Ανακεφαλαιώνοντας, τα κόμματα του παλιού δικομματικού συστήματος (Ν.Δ.,ΠΑΣΟΚ), που συνασπίστηκαν στη συνεργατική διακυβέρνηση, εξακολουθούν να ελέγχουν, επίσημα ή ανεπίσημα, τη συντριπτική πλειοψηφία των απερχόμενων αξιωματούχων και τους αντίστοιχους διοικητικούς μηχανισμούς στους δήμους και το σύνολο στις περιφέρειες.

 

Αυτό ακριβώς το δυσμενές για την αξιωματική αντιπολίτευση πεδίο επιδιώκει να αξιοποιήσει η συγκυβέρνηση. Η αυτοτελής δυναμική του «α΄ γύρου» της διπλής διαδικασίας, όπου τα «πρόσωπα» παίζουν σημαντικό ρόλο και οι νυν δήμαρχοι και περιφερειάρχες των παλιών κομμάτων έχουν το πλεονέκτημα, πρέπει να θεωρείται δεδομένη και αναμένεται να επηρεάσει με τη σειρά της τη Β΄ Κυριακή το αποτέλεσμα των κρισιμότερων ευρωεκλογών. Από την άλλη πλευρά, ένα δυσμενές αποτέλεσμα των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, π.χ. στους 3 μεγάλους δήμους της χώρας που δημιουργούν (αδίκως) τις συνολικές πολιτικές εντυπώσεις, δεν αναιρείται απλώς με τη μετάθεση του κέντρου βάρους στις ευρωεκλογές που έπονται.

 

Επιδίωξη της κυβερνητικής στρατηγικής είναι αφενός ο πρώτος γύρος να λειτουργήσει ως αντίβαρο που θα αντισταθμίζει μια μεγαλύτερη και ενδεχομένως καθαρότερη ήττα στις ευρωεκλογές, με ένα «ευνοϊκότερο» για αυτήν ή απλώς πολιτικά «θολό» αποτέλεσμα της τοπικής κάλπης· «πέπλο σύγχυσης» για τον πραγματικό συσχετισμό κομματικών δυνάμεων. Αφετέρου, και το σημαντικότερο, να καταστήσει την πρώτη αναμέτρηση προκριματική, «βαλβίδα» ή «φίλτρο» και ανάχωμα για την εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Και τούτο διότι είναι δεδομένο ότι στον δεύτερο γύρο ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος θα απέχει, εκουσίως ή ακουσίως.

 

Με τη διαπιστωμένη πολιτική ρευστότητα και την αδυναμία των κομμάτων που έρχεται στην επιφάνεια, η πλειονότητα των αυτοδιοικητικών αναμετρήσεων θα κριθούν στην επαναληπτική εκλογή. Το 2010 μόνο 104 δήμοι εξέλεξαν δήμαρχο από την Α΄ Κυριακή, ενώ πάνω από τα 2/3 (221 δήμοι, 68%) κρίθηκαν στον β΄ γύρο (πίνακας 2).

 

Κατά συνέπεια το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών είναι ζωτικό και αποκτά σήμερα μεγαλύτερη σημασία λόγω του κατακερματισμού. Με δεδομένη την έλλειψη συγκλίσεων και την πολιτική διαφοροποίηση που παρατηρείται, μεταξύ των κομματικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης και του αντιμνημονιακού τόξου, το υφιστάμενο κενό λειτουργεί μάλλον και αυτό υπέρ των εν ενεργεία αξιωματούχων, υπέρ και όχι εναντίον του «status quo».

 

Επιπτώσεις στη συμμετοχή

 

7Στη διπλή εκλογική διαδικασία του Μαΐου η συμμετοχή τη δεύτερη Κυριακή συνιστά τον αποφασιστικότερο παράγοντα για την έκβαση της σημαντικότερης αναμέτρησης των ευρωεκλογών.

 

Πιθανή μεγάλη μείωση της προσέλευσης μεταξύ των δύο γύρων μπορεί να αποβεί καθοριστική για το αποτέλεσμά της δεύτερης. Το προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, δηλαδή ο αριθμός των ψηφισάντων του 2010, αποδεικνύει ότι η συμμετοχή στην επαναληπτική εκλογή περιορίστηκε δραστικά, κατά 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους: από 6 εκατ. στον α’ γύρο σε μόλις 4,4 εκατ. στον β΄ γύρο (πίνακας 3).

 

Ο 1 στους 4 εκλογείς (26%) του α΄ γύρου δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να ψηφίσει και στον β΄ γύρο. Ο αριθμός των εκλογέων στις περιοχές που εκπλήρωσαν το εκλογικό τους καθήκον, δηλαδή εξέλεξαν και δήμαρχο και περιφερειάρχη από την πρώτη Κυριακή, ανέρχεται μόνο σε 293.000 άτομα. Επομένως οι υπόλοιποι 1.273.000 εκλογείς, δηλαδή 1 στους 5 ψηφοφόρους, είτε για λόγους πολιτικούς (κομματικών προτιμήσεων) είτε κοινωνικούς είτε και οικονομικούς, επέλεξε, εκουσίως ή ακουσίως, την αποχή.

 

Στις Δ/Π2010, όχι μόνο η συμμετοχή ήταν η μικρότερη στη μεταπολίτευση, αλλά και η διαρροή ψηφοφόρων στον δεύτερο γύρο η μεγαλύτερη που σημειώθηκε ποτέ. Αυτό το στοιχείο είναι γνωστό στους κυβερνώντες ήδη από την επαύριο εκείνων των εκλογών.

 

Τον Νοέμβριο του 2010 η σχετική μελέτη της ΚΕΔΚΕ επισήμανε «ότι σχεδόν ένας στους δύο πολίτες δεν προσήλθε στην κάλπη τη δεύτερη Κυριακή». Και, επίσης σημαντικό, ότι η ψαλίδα ανάμεσα στη συμμετοχή του πρώτου και του δεύτερου γύρου βαίνει αυξανόμενη. Οι εκλογές του 2010 πραγματοποιήθηκαν σε μια περίοδο όπου οι σφοδρές συνέπειες της κρίσης δεν είχαν ακόμη εκδηλωθεί.

 

Σήμερα, για παράδειγμα, το κόστος της διπλής μετακίνησης για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος τείνει σε αρκετές περιπτώσεις να καταστεί απαγορευτικό. Για ένα σημαντικό τμήμα των ετεροδημοτών π.χ. η μετάβαση στον τόπο καταγωγής για τον β’ γύρο των δημοτικών και τις ευρωεκλογές θα απαιτήσει, μετά το Πάσχα και τον α΄ γύρο, 3η μετακίνηση μέσα σε ένα μήνα.

 

Θα λειτουργήσουν άραγε οι ερχόμενες ευρωεκλογές ως αντισταθμιστικός παράγων σε αυτήν την ιστορικά παρατηρούμενη τάση αυξανόμενης αποχής μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών; Θα μπορούσε ίσως το αυξημένο ενδιαφέρον των πολιτών να ανακόψει αυτό το ρεύμα και να λειτουργήσει υπέρ της αύξησης της συμμετοχής στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση της 25ης Μαΐου; Με την εκλογική ρευστότητα που επικρατεί σήμερα τίποτα δεν μπορεί να αποκλείεται με βεβαιότητα. Αλλά οι υπάρχουσες ενδείξεις μάλλον δεν υποστηρίζουν αυτήν την υπόθεση (διάγραμμα).

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της Public Issue

 

Scroll to top