Pin It

ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣΤου Ανταίου Χρυσοστομίδη*

 

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έδειξαν, μεταξύ άλλων, κάτι ξεκάθαρο: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί -και δεν πρέπει, θα προσθέσω εγώ, αρκετά υποφέραμε από μονοκομματικές κυβερνήσεις- να φτάσει μόνος του στην εξουσία. Ολη η Ευρώπη προχωρά πλέον με συμμαχικές κυβερνήσεις, οργανωμένες πάνω σε μίνιμουμ προγραμματικές συμφωνίες – αποτέλεσμα δύσκολων, συχνά επώδυνων αλλά αναγκαίων συμβιβασμών. Στον ίδιο δρόμο καλούμαστε να προχωρήσουμε κι εμείς.

 

■ Ενα μίνιμουμ πρόγραμμα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να βασίζεται στο ξεπέρασμα της κρίσης μέσω μιας δικαιότερης κοινωνικά πολιτικής, στην εμμονή σε μια πολιτική μεταρρυθμίσεων (άρα και στη λογική ότι δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις μερικά αυγά), στη χωρίς ταλαντεύσεις παραμονή μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια.

 

■ Η συγκρότηση ενός μεγάλου προοδευτικού μπλοκ εξουσίας προϋποθέτει την ύπαρξη σε αυτό όλων των αριστερών και κεντροαριστερών -μικρών και μεγάλων- κομμάτων που θα θέλουν να κινηθούν προς μια τέτοια κατεύθυνση. Αρα από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και την Ελιά, περνώντας μέσα από το Ποτάμι (με τη νέα δυναμική που αυτό φέρνει), τη ΔΗΜΑΡ (με τον ψύχραιμο αντιδημαγωγικό της λόγο) και τους χιλιάδες ανένταχτους πολίτες που πιστεύουν σε μια δυνατή (και αδιάφθορη) σοσιαλδημοκρατία.

 

■ Εννοείται, για μια διαφορετική πολιτική συμμαχιών, χρειάζεται και μια διαφορετική γενικότερη στρατηγική λογική. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εδώ που έφτασε χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο τη λογική του αντιμνημονιακού μετώπου, χωρίζοντας τους Ελληνες σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» (λες και υπήρχαν Ελληνες που επιθυμούσαν διακαώς τα μνημόνια και τις τρόικες!). Αποτέλεσμα αυτής της λογικής είναι ένα υπερσυντηρητικό κόμμα σαν αυτό του κ. Καμμένου να θεωρείται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως φιλική, σύμμαχος (ακόμα και στον δρόμο για την εξουσία;) δύναμη, περισσότερο από ό,τι η ΔΗΜΑΡ και η Ελιά. Ακόμα κι αν κατόρθωνε κανείς να φανταστεί στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο τον Λαφαζάνη με τον Τέρενς Κουίκ, θα έπρεπε στη συνέχεια να φανταστεί τι είδους κυβέρνηση θα ήταν αυτή.

 

■ Τα κεντροαριστερά και (ακόμα χειρότερα) τα αριστερά κόμματα ζουν εδώ και χρόνια στην Ευρώπη μια σοβαρή κρίση ταυτότητας. Ο καπιταλισμός αλλάζει με τρομερές ταχύτητες χαρακτήρα και τακτικές, χωρίς να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία. Συνηθισμένη αντίδραση της Αριστεράς ο εύκολος καταγγελτικός λόγος και η άκριτη υποστήριξη των αιτημάτων κάθε διαμαρτυρόμενης συντεχνίας – κι από αυτή την παιδική ασθένεια υποφέρουμε ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Δεν έχει όμως κανένα νόημα να θέλεις να πάρεις την εξουσία αν δεν ξέρεις ακριβώς τι να την κάνεις.

 

■ Αλλη παιδική ασθένεια της Αριστεράς, συνέπεια και προέκταση της προηγούμενης, ο λαϊκισμός. Σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου ο πολιτικός μας πολιτισμός εκφράζεται και προσωποποιείται από τους αυταρχικής λογικής (επιβάλλεται ο πιο θρασύς, ο έχων την πιο βροντερή φωνή) μονολόγους των τηλεοπτικών παραθυριών, ο πολύποδας του λαϊκισμού πείθει ακόμα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και ομιλίες. Οπως πείθουν ακόμα μερικά μαξιμαλιστικά συνθήματα κενά περιεχομένου ή το χάιδεμα κάθε εξτρεμιστικού «αντισυστημικού» λόγου. Οπως όμως λέει μια θαυμάσια λαϊκή παροιμία, όποιος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει μετέπειτα στο αλάτι. Εάν και όταν φτάσει στην εξουσία.

 

■ Οι πρόσφατες ανατιμήσεις των τιμών ορισμένων ξενοδοχείων μόλις καλυτέρευσαν λίγο τα πράγματα επιβεβαιώνουν άλλη μια φορά κάτι που πολλοί από εμάς φοβόμαστε: ότι ως λαός δεν διδαχτήκαμε τίποτα από την κρίση και ότι, με την πρώτη ευκαιρία, είμαστε έτοιμοι να κινήσουμε πάλι προς τη δόξα του παρελθόντος. Στον πυρήνα αυτής της νοοτροπίας βρίσκεται η σταθερή πεποίθησή μας ότι για τα δεινά μας φταίνε πάντα οι ξένοι, ποτέ εμείς (κι είναι ένα από τα θέματα που ισχυροποιούν τη Χρυσή Αυγή – αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία). Μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτή την αντίληψη έχουν δυνάμεις της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) και του ΠΑΣΟΚ που δεν ξεπέρασαν ποτέ τα αντιευρωπαϊκά τους σύνδρομα. Στο ερώτημα λοιπόν «Μετά τι;», ιδού ένα θέμα που αξίζει τον προβληματισμό μας: Πώς θα πάψουμε να δείχνουμε με κάθε τρόπο την εμπάθειά μας προς τους αυριανούς συνομιλητές μας. Εκτός κι αν πιστεύουμε ακόμα στο επίσης ελληνικότατο αξίωμα ότι η αντιπολίτευση μπορεί να λέει ό,τι θέλει, αρκεί να σοβαρεύεται μόλις πάρει την εξουσία.

 

* Δημοσιογράφος – συγγραφέας

 

Scroll to top