10/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα

Γρατζουνιά στα παπούτσια

      Pin It

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι, με ποικίλες θεματικές εμμονές και τεχνοτροπικές κλίσεις, τα πρώτα βιβλία των οποίων ήδη απασχόλησαν κριτικούς, επιτροπές βραβείων αλλά και αναγνώστες, για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, θα μας κρατάνε συντροφιά με καλοκαιρινές αφηγήσεις θρυμματισμένες ή αραγείς, ρεαλιστικής, ονειρικής ή ενδοκοπικής πνοής, που εκτυλίσσονται εντός ή εκτός Ελλάδας και σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, γραμμένες σε τόνο ανέμελο, σαρκαστικό ή δύσθυμο.

 

Μετά τον Ιάκωβο Ανυφαντάκη, τη Χριστίνα Καράμπελα, τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, τoν Γιάννη Τσίρμπα, τη Γεωργία Τάτση, τον Αλέξανδρο Στεφανίδη, τον Χρίστο Κυθρεώτη και τον Λευτέρη Καλοσπύρο, τη σκυτάλη παίρνει η Δήμητρα Διδαγγέλου.

 

Της Δήμητρας Διδαγγέλου

 

Οπως κάθε πρωί τις τελευταίες έξι εβδομάδες, κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην αποθήκη, έβγαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της, φόρεσε τ’ αθλητικά παπούτσια κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια δυο δυο. Χαιρέτισε κάνα δυο τακτικούς πελάτες που έπιαναν πάντα, χειμώνα-καλοκαίρι, το ίδιο σκαμπό στο μπαρ, έκλεισε το μάτι στη σερβιτόρα της αλλαγής, κράτησε το δίσκο κι άρχισε το δρομολόγιο απ’ το μαγαζί στο απέναντι πεζοδρόμιο και τούμπαλιν.

 

Οπως κάθε πρωί τις τελευταίες έξι μέρες σ’ αυτό το νησί, πέρασε τη φαρδιά πασαρέλα που ένωνε το σκάφος με την αποβάθρα. Εκείνη τη μέρα, είχε ξυπνήσει με μια διάθεση ελαφρώς μελαγχολική. Ισως ήταν ο αέρας που όλο το βράδυ έκανε τα κατάρτια των ιστιοφόρων να χτυπούν δυνατά σα να επρόκειτο να επακολουθήσει κάτι τρομερό. Τόσα χρόνια μέσα στα σκάφη και ακόμη δεν είχε συνηθίσει τους ήχους του λιμανιού. Ετοιμαζόταν να πιει τον τελευταίο καπουτσίνο του στην Υδρα και καθώς προσπαθούσε να τιθασεύει τα πάλλευκα σαν τον αφρό της θάλασσας μαλλιά του, του φώναξε ο σκίπερ ότι είχε παρατηρήσει μια γρατζουνιά στα δερμάτινα παπούτσια του. Βρήκε αφορμή για μια μικρή δόση φιλοσοφίας: «Αυτή η γρατζουνιά είναι που τους δίνει ζωή. Τα καλογυαλισμένα παπούτσια προδίδουν άνθρωπο που δεν κυκλοφορεί. Οι αδυναμίες έχουν τη γοητεία τους, ακόμη και στα παπούτσια…»

 

Κάθε φορά που αποχωριζόταν τα ψηλά παπούτσια της, αισθανόταν ότι έχανε τη γοητεία της. Περνούσε το δρόμο με σκυμμένο κεφάλι. Τρεφόταν το τέρας της ανασφάλειας και για να το κρύψει μακιγιάρονταν τόσο έντονα που έδειχνε αρκετά μεγαλύτερη από τα είκοσι δύο της χρόνια. Το κόκκινο χρώμα των μαλλιών της φαινόταν ακόμα πιο φαντεζί κάτω απ’ τις ακτίνες του ήλιου και ο συνδυασμός με τα γκρίζα μάτια της, την έκανε να φαντάζει εξωτική στα μάτια των ντόπιων. Εκείνη χαιρόταν που τίποτα πάνω της δε φανέρωνε ότι η καταγωγή της ήταν από ένα άχαρο χωριό της Πελοποννήσου.

 

– Ορίστε μίστερ, ο καπουτσίνο σας.

– Σε λίγο θα μου τον φέρνετε πριν καθίσω, κοκκινομαλλούσα νεαρά. Σας φαίνομαι για άνθρωπος που βιάζεται;

– Αν δεν σας αρέσει, τον παίρνω πίσω.

– Καθόλου… σας περιπαίζω. Τη χαίρομαι τη σπιρτάδα σας. Αλλωστε, για τον ωραίο καφέ νομίζετε ότι έρχομαι κάθε μέρα εδώ;

 

Η κοπέλα έκανε πως δεν άκουσε το σχόλιο και γύρισε να φύγει, σουφρώνοντας ελαφρά τα χείλη. Είχε συνηθίσει τα πειράγματα των πελατών σε σημείο που αν δεν άκουγε ένα σφύριγμα μια μέρα, έτρεχε στον καθρέφτη να δει μήπως είχε βγάλει κανένα σπυράκι. Παρ’ όλα αυτά, είχε μάθει να προσποιείται τη θιγμένη, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το σούφρωμα στα χείλη της. «Κι αυτό μια πρόβα είναι», έλεγε από μέσα της. Μια πρόβα για τη δραματική σχολή που θα πήγαινε το Σεπτέμβρη.

 

«Οσκαρ ηθοποιίας θα 'παιρνε αν δεν την πρόδιδαν τα μάτια της… Παλαβές αυτές οι νεαρές…», σκέφτηκε καθώς χάζευε τα κύματα που έσκαγαν στη μαρίνα. Σαν κύμα έσκασε μπροστά του και το χθεσινοβραδινό όνειρο. Της χάιδευε τα μαλλιά. Οπως τότε, στο νοσοκομείο, δώδεκα χρόνια πριν. Τόσα χρόνια είχε μάθει να κοιμίζει το κορμί του. Ακόμα και σήμερα, μύριζε το άρωμά της στο κρεβάτι. Τριάντα εννέα χρόνια που ήταν παντρεμένοι, η ίδια μυρωδιά. Και το ίδιο χρώμα μαλλιών. Του άρεσε να την πειράζει λέγοντάς της ότι τα καστανά μαλλιά της κοκκίνιζαν στον ήλιο και την αποκαλούσε «κοκκινομαλλούσα». Ηξερε την απέχθειά της γι’ αυτό το ψεύτικο χρώμα. Ψεύτικες ήταν και οι ελπίδες του ότι θα έκαναν μαζί ένα τελευταίο ταξίδι στην Κρήτη, εκεί όπου γνωρίστηκαν.

 

«Θα έρθεις μαζί μου στο ταξίδι… έτσι δεν είναι, κοκκινομαλλούσα μου;».

– Πάλι κάνετε το κομμάτι σας μ’ εμένα;

– Πώς; Συγγνώμη, νεαρά… Με πιάσατε στο παραμιλητό.

– Και γιατί λαμποκοπούσατε;

– Σκεφτόμουν τι όμορφα που θα ήταν να ερχόσασταν μαζί μου με το σκάφος στην Κρήτη.

– Είπαμε, δέχομαι κάνα κομπλιμέντο, όμως αυτό αρχίζει να μου τη δίνει. Κομμένα τ’ αστεία, μίστερ.

– Αυτή τη φορά δεν σας περιπαίζω. Φεύγουμε αύριο.

– Ο κόσμος να γυρνούσε ανάποδα. Με τα χρήματα που θα βγάλω από δω θα πάω για ηθοποιός.

– Και αν σας έδινα εγώ αυτά τα χρήματα; Πόσα είναι; Δεν πρόκειται ν’ ακουμπήσω ούτε μία κόκκινη τρίχα απ’ την κόμη σας. Το υπόσχομαι.

– Ναι, μόνο τις καστανές.

– Εχετε δίκιο να μη μ’ εμπιστεύεστε. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε μαζί σας, δεν το συνηθίζω… Σαν κανένα παιδαρέλι κάνω…και… και… Αφήστε το. Πραγματικά, ξεχάστε το. Και συγγνώμη κιόλας, αν σας έφερα σε δύσκολη θέση. Τι σας οφείλω;

– Δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα ευρώ. Πότε σαλπάρουμε;

– Αύριο το πρωί στις επτά.

– Θα είμαι εκεί. Α, τον καφέ σάς τον κερνάω εγώ σήμερα.

 

Το επόμενο πρωί στις επτά παρά τέταρτο η κοκκινομαλλούσα ξεκίνησε για τη μαρίνα. Στο δρόμο σέρνοντας την παραφουσκωμένη βαλίτσα της παραπάτησε κι έκανε μια γρατζουνιά στη φτηνιάρικη γόβα της. Επειτα από πέντε λεπτά στεκόταν μπροστά στην άδεια θέση που μέχρι χθες ήταν το σκάφος. Είχε φύγει. Κοίταξε γύρω της μήπως την είχε δει κανείς γνωστός, έσκυψε, και με προσποιητά αδιάφορο ύφος έφτυσε κι άρχισε να τρίβει τη γόβα. Ομως, όσο πιο πολύ την έτριβε, τόσο γυάλιζε και ξεπεταγόταν η γρατζουνιά.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Η νουβέλα «Η Σύβι και ο Ντάντυ» της Δ. Διδαγγέλου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης (2013)

 

Scroll to top