athanasiou

22/08/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

Δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό

Παρά τις όποιες βελτιώσεις του, το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο όπως και ο νυν ισχύων και μηδέποτε εφαρμοσθείς ν. 927/1979 ακολουθούν ένα μοντέλο που στηρίζεται στην καταπολέμηση της διακίνησης «προσβλητικών ιδεών» και πολύ λιγότερο στην καθαυτό καταπολέμηση των ρατσιστικών πρακτικών που είναι τόσο έκδηλες στην καθημερινότητα της.
      Pin It

takhs-andreasΤου Ανδρέα Τάκη*

 

Το περίφημο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο πάει κι έρχεται σχεδόν δυο χρόνια τώρα στη Βουλή, χωρίς να πάψει στιγμή να δημιουργεί πονοκεφάλους στην κυβέρνηση Σαμαρά.

 

Την αρχική πρωτοβουλία είχε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτης. Φαίνεται να πίστευε πραγματικά ότι έτσι η χώρα θα αποκτούσε μια αντιρατσιστική νομοθεσία «συμβατή με το ευρωπαϊκό παράδειγμα». Η προσπάθεια όμως σύντομα κατέρρευσε από τον ελλειμματικό ενθουσιασμό με τον οποίο έγινε δεκτή από τον ισχυρότερο πόλο της τριμερούς, τότε, συγκυβέρνησης. Ηταν ακόμη η εποχή που ο συντονισμός του νομοθετικού έργου βρισκόταν στα χέρια του πανίσχυρου γ.γ. της κυβέρνησης κ. Μπαλτάκου.

 

Την ίδια τύχη όμως είχε και η δεύτερη προσπάθεια προώθησης για ψήφιση του νομοσχεδίου, αυτή τη φορά με επισπεύδοντες το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά τον κ. Βενιζέλο, μερικούς μήνες μετά. Κακές γλώσσες της εποχής ήθελαν την πρωτοβουλία αυτή να οφείλεται σε μια προσπάθεια περισπασμού της κοινής γνώμης από το θέμα των ευθυνών για τη λίστα Λαγκάρντ. Κι αυτή η πρωτοβουλία κατέρρευσε μέσα σε έναν ορυμαγδό αντεγκλήσεων, πάντα στο όνομα του κοινού στόχου της καταπολέμησης του ρατσισμού. Κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα κατέθεσε τελικά δική του πρόταση, της Χρυσής Αυγής συμπεριλαμβανομένης. Αλλωστε, η τελευταία συμμερίζεται παγίως με την ευρύτερη λαϊκή (ακρο)δεξιά την προκλητική άποψη ότι οι μόνοι που χρειάζονται προστασία από τον ρατσισμό στη χώρα είναι οι αληθινοί Ελληνες.

 

Τα αίτια του δεύτερου ναυαγίου και πάλι εντοπίζονταν στο εσωτερικό τού, δικομματικού πλέον, κυβερνητικού στρατοπέδου. Ωστόσο, το αξιοσημείωτο ήταν ότι τη φορά αυτή η επιχειρηματολογία πολλών στελεχών της Ν.Δ. απηχούσε συντονισμένα ένα ευρύτερα διακινούμενο στον χώρο της Δεξιάς επιχείρημα «αντισταθμιστικού» χαρακτήρα. Αιχμή της όλης προτεινόμενης ρύθμισης του «αντιρατσιστικού» ήταν, και παραμένει, ο ποινικός κολασμός της εκδήλωσης περιφρόνησης για τη συλλογική ταυτότητα κάποιων προσώπων, με κορυφαία περίπτωση την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Για να γίνουν δεκτές τέτοιες ρυθμίσεις από -αναγκαίους για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας- παράγοντες που παραδοσιακά επωμίζονται την εκπροσώπηση της «εθνικής» παράταξης, αυτές θα έπρεπε να διασφαλίζουν εμβληματικά την ακεραιότητα μιας ιστορίας αιματηρών θυσιών του έθνους. Είναι γνωστή η κραταιά παρουσία στα δίκτυα πολιτικής πελατείας του κόμματος του κ. Σαμαρά ομάδων πίεσης, με αναφορά στην προσφυγική και κυρίως ποντιακή καταγωγή των μελών τους. Γι’ αυτό και αναμενόμενη ήταν η ανάδειξη σε κεντρικό αίτημά τους να ενταχθούν πανηγυρικά στον κατάλογο των ιστορικών περιστατικών, η αμφισβήτηση των οποίων θα επέσυρε ποινικό κολασμό, και οι «δικές μας» γενοκτονίες, του Πόντου και της Μικρασίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο πανζουρλισμός των τηλεπαραθύρων κατέληξε να θέσει στο στόχαστρο του «αντιρατσισμού», αντί των ναζιστών της Χρυσής Αυγής, την κ. Ρεπούση.

 

Δύσκολα, λοιπόν, να πίστευε κανείς ότι αιφνιδίασε την κυβέρνηση η πρόσφατη πρωτοβουλία 38 βουλευτών που με επιστολή προς τον πρωθυπουργό και αρχηγό του κόμματός τους απειλούν να μην ψηφίσουν το νομοσχέδιο που πρόκειται να κατατεθεί την άλλη βδομάδα, αν δεν περιληφθεί σ’ αυτό και η γενοκτονία των χριστιανών της Ανατολής. Πρόκειται για μια απτή επίδειξη εσωκομματικής δύναμης της συμμαχίας που προσεκτικά έχουν οικοδομήσει οι δυσαρεστημένοι καραμανλικοί με τις πολυάνθρωπες οργανώσεις εθνικά ανησυχούντων της Βόρειας Ελλάδας. Από νομοτεχνική σκοπιά, ορθά τους επισήμανε ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αθανασίου ότι το αίτημά τους καλύπτεται ήδη από την παρούσα διατύπωση του σχεδίου. Ωστόσο, οι υπογράφοντες φαίνεται να επιμένουν στην εμβληματική αξία της ρητής μνείας του «δικού μας» ολοκαυτώματος.

 

Φυσικά, η απεραντολογία για τον αν η καταστροφή του ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού ήταν γενοκτονία ή απλώς εθνοκάθαρση, αν ήταν ισοβαρής με το Ολοκαύτωμα κ.ο.κ. έχει και πάλι ανάψει και κορώσει σε τηλεπαράθυρα και μέσα δικτύωσης με τη συμμετοχή παραγόντων όλου του πολιτικού φάσματος, επαϊόντων και μη. Εύλογο είναι πολλοί να μην είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν ότι κάποιοι νεκροί, και μάλιστα οι «δικοί τους» νεκροί, «βαραίνουν» λιγότερο από τους νεκρούς άλλων. Την ίδια στιγμή, όπως έχει επισημάνει ο καθηγητής Αντ. Λιάκος, εμπλεκόμενος κανείς στη διαπραγμάτευση των ηρωικών διαστάσεων της αυτοθυματοποίησής του, εύκολα παραβλέπει ότι δεν κάνει άλλο από το να εργαλειοποιεί τη μνήμη των νεκρών παρά την τιμή που ενδεχομένως ειλικρινά θέλει να τους αποδώσει.

 

Χωρίς όμως να υποτιμάται η γνήσια συγκίνηση όσων συμμετέχουν στον διάλογο, είναι βέβαιο ότι η «εθνική» μνήμη προσφέρεται ιδανικά εν προκειμένω για την πολυσχιδή εργαλειοποίησή της. Ο κ. Κρανιδιώτης από τη «Δημοκρατία» οικτίρει όσους τρώγονται με τον ΕΝΦΙΑ, τη στιγμή που η εθνική μνήμη σβήνει υπέρ των βλέψεων του επιγόνου των Νεοτούρκων σφαγέων Ερντογάν! Οι επαρχιακοί βαρόνοι του παλαιοκομματισμού βλέπουν την πελατεία τους να ανανήφει αριθμητικά χάρη στους επανακάμπτοντες εθνικώς ανησυχούντες. Τα τηλεπαράθυρα και η (ακρο)δεξιόστροφη μπλογκόσφαιρα τοποθετούν εκ νέου τους συνήθεις ύποπτους διανοούμενους και ακτιβιστές των δικαιωμάτων στη θέση που τους αξίζει, αυτή του προδοτικού εσωτερικού εχθρού. Ταυτόχρονα, οι εγχώριοι πρωταγωνιστές της μισαλλόδοξης και αντισημιτικής ρητορικής, με άμφια ή χωρίς, ευελπιστούν ότι ο όλος θόρυβος θα αποσοβήσει για άλλη μια φορά τον κίνδυνο να βρεθούν ποινικά υπόλογοι για το μίσος που σπέρνουν «επ’ εθνική ωφελεία».

 

βουληΗ έκδηλη προδιάθεση πολεμικής χρήσης ενός ποινικού νομοθετήματος μέσα στον πολιτικό στίβο, ιδίως όταν το ίδιο, η μνήμη και η ερμηνεία της εγείρουν τόσα πάθη και αμφισβητήσεις, θα έπρεπε να είχε βάλει σε σοβαρές σκέψεις τους ψύχραιμους νομοθέτες. Ο προβληματισμός αυτός όμως θα έπρεπε ίσως να είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά, ήδη όταν αποφάσιζαν ότι το ποινικό οπλοστάσιο της χώρας κατά του ρατσισμού πρέπει να «ανανεωθεί» με αυτόν τον τρόπο. Πόσο συμβατό με τη δημοκρατία μπορεί να είναι ένα νομοθέτημα που κανονικοποιεί τη μνήμη με την απειλή του ποινικού κολασμού, που στοχεύει όχι τους αυτουργούς των ρατσιστικών εγκλημάτων, αλλά όσους ακόμη και μετά από πολλά χρόνια επιμένουν να μη συμμερίζονται τον γενικό ηθικό αποτροπιασμό μας απέναντι στη θηριώδη απανθρωπιά; Ξεχάσαμε τόσο γρήγορα ότι την παρρησία και την ανεκτικότητα στη δημοκρατία εν τέλει επιβεβαιώνει η ανοχή του δυσανεκτικού;

 

Παρά τις όποιες βελτιώσεις του, το «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, όπως και ο νυν ισχύων και μηδέποτε εφαρμοσθείς ν. 927/1979 ακολουθούν ένα μοντέλο που στηρίζεται στην καταπολέμηση της διακίνησης «προσβλητικών ιδεών» και πολύ λιγότερο στην καθαυτό καταπολέμηση των ρατσιστικών πρακτικών που είναι τόσο έκδηλες στην καθημερινότητα της κοινωνικής μας ζωής. Προωθεί τη συμβολική τιμώρηση ιδεών στο πρόσωπο των φορέων τους, χωρίς να είναι σε θέση να ανακόψει πραγματικά τη διάδοσή τους, που θα εξακολουθεί εύκολα στο διαδίκτυο, και τις «ηρωοποιεί». Κυρίως όμως είναι μια εύκολη αλλά επικίνδυνη για τη δημοκρατία λύση που επιτρέπει στους κυβερνώντες να παριστάνουν ότι κάτι κάνουν για το πρόβλημα του ρατσισμού.

 

Η αποδοχή της πρωτοβουλίας των 38 θα ήταν θεσμικά λάθος, όπως όμως λάθος είναι και η εντύπωση ότι με έναν τέτοιο νόμο καταπολεμάται πραγματικά ο ρατσισμός. Και ως γνωστόν, δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό.

 

* Επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή ΑΠΘ

 

Scroll to top