15/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ

Ποιος Κουν, ποιος Γκάτσος και ποια νεοελληνική ευαισθησία;

Η Λένα Κιτσοπούλου ανέβασε με τον γνωστό, μέχρι κορεσμού, κυνισμό της ένα έργο του Λόρκα που έχει απασχολήσει τους πιο λυρικούς στοχασμούς μιας μυθικής γενιάς καλλιτεχνών. Είναι σαν να μας λέει: χρειαζόμαστε μια δική μας, αληθινή και ζώσα ταυτότητα, κατακτημένη και όχι κληροδοτημένη.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Χρήστος Σαπουντζής (πατέρας της νύφης), Αινείας Τσαμάτης (γαμπρός), Νίκος Καραθάνος (μητέρα) ΦΩΤ. ΕΥΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ

Χρήστος Σαπουντζής (πατέρας της νύφης), Αινείας Τσαμάτης (γαμπρός), Νίκος Καραθάνος (μητέρα)
ΦΩΤ. ΕΥΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ

Η κάπως περίεργη ιδέα, να αποκτήσει φέτος το πρόγραμμα του Φεστιβάλ κι ένα είδος παραρτήματος τον Σεπτέμβριο με όσες παραγωγές προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον σε Επίδαυρο και Πειραιώς, δίνει τουλάχιστον την ευκαιρία να τις παρακολουθήσουν εκείνοι που έχασαν την πρώτη παρουσίαση. Από τις τέσσερις παραστάσεις αυτού του μετα-Φεστιβάλ περισσεύει μόνον ο «Ματωμένος γάμος» γι’ αυτήν εδώ τη στήλη. Κανονικά θα λέγαμε ο γάμος «του Λόρκα». Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό να προσθέσουμε σε αυτήν την περίπτωση το ορθόν: «της Κιτσοπούλου».

 

Παρακολούθησα βέβαια στο μεταξύ όλη τη συζήτηση που προηγήθηκε για τη συγκεκριμένη παράσταση (ή αντι-παράσταση…), με τις θετικές και αρνητικές αναπομπές της. Τώρα πια δεν έχει και τόση σημασία: ούτως ή άλλως θα τη δουν και οι μεν και οι δε, και εκείνοι που αγαπούν κι εκείνοι που αγαπούν να μισούν την Κιτσοπούλου. Αυτό είναι που κάνει τα πράγματα περίπλοκα στην περίπτωσή της. Η Κιτσοπούλου είναι -ακόμη κι άθελά της- μια περσόνα της σύγχρονης σκηνής, η πρώτη καλλιτέχνιδα που έχει κατακτήσει το ιερό δισκοπότηρο της αυτοαναφορικότητας: αυτό που μας ενδιαφέρει κατά βάθος είναι να τη βλέπουμε από παράσταση σε παράσταση να ανεβάζει τον εαυτό της, να παρακολουθούμε την πορεία της, να σχολιάζουμε τη στάση της απέναντι στα έργα και το περιβάλλον της. Και αληθινά, και τώρα πάλι: μήπως έφυγε κανείς από την Πειραιώς έχοντας στο μυαλό του τον Λόρκα ή το έργο του; Κανείς. Ολοι μα όλοι σχολιάζαμε την Κιτσοπούλου.

 

Αυτό και μόνο νομίζω αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της. Πέρα από καλές ιδέες (πολλοί τις έχουν), πέρα από θάρρος και το ιδιαίτερο στιλ της (εξαιρετικά σημαντικά, άλλα όχι δυσεύρετα ανάμεσα στους νέους μας), η Κιτσοπούλου θέλει και μπορεί να αντιπαρέλθει το βάρος μιας παράδοσης. Είναι ικανή να μας στρέψει απέναντι στα παλιά είδωλα, να μας αναγκάζει να αντιληφθούμε την ασέβειά της σαν σχήμα τέχνης και διάθεση παιχνιδιού.

 

Θυμόμαστε όλοι (δεν λησμονείται άλλωστε και τόσο εύκολα) το προηγούμενο παιχνίδι της στον Ξενόπουλο και στο Θέατρο Τέχνης. Και εδώ περίπου το ίδιο συμβαίνει. Αν το καλοσκεφτείτε, πάλι ανεβάζει Ελληνα, και τον ανεβάζει πάλι στον ναό της ιθαγένειάς μας. Συμβαίνει κατά βάθος το εξής: ο «Ματωμένος γάμος» και ο Λόρκα μόνο για τυπικούς λόγους ανήκουν στην ισπανική δραματουργία. Για πολλούς άλλους ουσιαστικότερους έχουν αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα, έχουν μάλιστα τεθεί ως θεμέλιο στη συγκρότηση της εθνικής νεότερης αυτογνωσίας. Ο «Γάμος», ειδικά, έχει συνδεθεί με την ποίηση ενός Γκάτσου, την κατάθεση ενός Κουν, την ευαισθησία ενός Χατζιδάκι. Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Λόρκα είναι ένας από τους πατεράδες μας. Και όταν η Κιτσοπούλου τα βάζει μαζί του, να ξέρει πως τα βάζει ταυτόχρονα με αυτούς, με τους θείους και νονούς μας.

 

Εθνικές αυταπάτες

 

Γι’ αυτό, αν με ρωτήσετε προσωπικά τι ήταν το πιο αταίριαστο στοιχείο σε αυτή την παράσταση, το πιο ανοίκειο συστατικό της, θα απαντούσα η μετάφραση του Γκάτσου κι η ανάκρουση του Χατζιδάκι. Η Κιτσοπούλου -είναι πολύ γνωστό αυτό- έχει βαλθεί να ξεθεμελιώσει τις εθνικές αυταπάτες. Εχει εμμονή με την ελληνική οικογένεια, έχει σταθερή μανία ενάντια στην κρυφή βία των εθνικών, φυλετικών, σεξιστικών, ακόμη και γλωσσικών μας στερεοτύπων. Πολλοί θεώρησαν ότι και εδώ, στον «Γάμο», επανέρχεται -έως κορεσμού πια- στα ίδια αυτά γνώριμα λημέρια. Δεν έχουν άδικο. Την αδικούν, όμως, όταν την ίδια στιγμή ξεχνούν ότι αυτή τη φορά το κάνει ενάντια στην πιο τρυφερή σάρκα της μνήμης, ενάντια στους πιο λυρικούς στοχασμούς μιας μυθικής σχεδόν γενιάς καλλιτεχνών. Δεν είναι εύκολο. Το να αναρωτιέσαι σήμερα από την Πειραιώς «ποιος Διάκος, ποιος ήρωας και ποιο ’21» είναι ένα πράγμα. Το να λες «ποιος Κουν, ποιος Γκάτσος και ποια νεοελληνική ευαισθησία» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό…

 

Και έτσι, αληθινά, ο «Γάμος» του Λόρκα μετατρέπεται σε ελληνικό γιουσουρούμ από στρεβλές εικόνες, στρεβλά αισθήματα, αλλοτριωμένες σχέσεις, επιπόλαια και φαύλα πρωτόκολλα συμπεριφοράς, που δεν οδηγούν πουθενά. Μα από αυτό, σαν να μας λέει, η Κιτσοπούλου, δεν μας σώζει πια ούτε η ευαισθησία του Κουν ούτε η ποίηση του Λόρκα. Είναι όλα αυτά πολύ μακρινά, θαυμαστά μεν αλλά εντελώς ασυγκρότητα μέσα μας. Χρειαζόμαστε μια νέα ιθαγένεια, μια δική μας, αληθινή και ζώσα ταυτότητα, κατακτημένη και όχι κληροδοτημένη.

 

Η μάνα του Καραθάνου

 

Μέχρι εδώ φτάνει η Κιτσοπούλου προς το παρόν. Μέχρι τις παρυφές της μελαγχολίας μιας νεότητας, που είναι η πρώτη που παραδέχεται πως δεν νιώθει πια αληθινά δικό της αυτό που αληθινά θαυμάζει. Το ενδιαφέρον είναι που από αυτή τη μελαγχολία δεν τη σώζει πιστεύω ούτε το θέατρο. Το παρατήρησα για μία ακόμη φορά με την ίδια καλλιτέχνιδα. Εχει μέσα της ένα σαράκι που ροκανίζει παράσταση με την παράσταση το μέσον της. Αληθινά υπήρξε στιγμή στην παράσταση που αμφέβαλλα αν μπορούσε η ίδια και οι ηθοποιοί στη σκηνή να τελειώσουν το έργο. Μήπως το περίφημο τραπέζι του γάμου δεν τραβούσε σε μάκρος, δεν διαλυόνταν στη σαχλαμάρα (η Κιτσοπούλου είναι η μόνη που μπορεί να δουλέψει τον ρεαλισμό στην επιφάνεια της σαχλαμάρας, σαν σε ανάγλυφο), δεν έμοιαζε να καταρρέει; Μήπως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε και στην αρχή της παράστασης; Πόση ώρα να μείναμε άραγε εγκλωβισμένοι κι εμείς στα σπίτια-κουτιά, ακούγοντας τους ήρωες να συνομιλούν από απόσταση, φτιάχνοντας τη μορφή και τη ζωή τους στα κλεφτά, σαν από τον φωταγωγό του σπιτιού μας;

 

Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που αυτό το κυνικό τίποτα βγάζει αλήθεια και ένταση. Θα σταθώ σε μία μόνο ερμηνεία: στη μητέρα του Νίκου Καραθάνου. Κατ’ αρχάς είναι εντελώς ανόητο να μας προβληματίζει το φύλο του ηθοποιού. Το φύλο στο σύγχρονο θέατρο δεν είναι ρόλος, είναι τόπος. Επειτα, για κάποιο λόγο, ο τύπος της Ελληνίδας μάνας δημιουργείται εξαιρετικά από άνδρες (θυμηθείτε και τη μητέρα του Λαζόπουλου). Ισως από την άλλη να είναι που η μάνα του Λόρκα είναι μια άφυλη μορφή, καθώς σαν γνήσια μεσογειακή έχει αναιρέσει τη μέσα της γυναίκα για να γίνει για τους έξω χήρα και μάνα. Χρειάζεται να έχει γεννηθεί κανείς γυναίκα για να κατανοήσει μια τέτοια αναίρεση;

 

Scroll to top