Pin It

ΕΙΧΑ ΧΡΟΝΙΑ να πάω στο Κιάτο και καθώς βολτάριζα στην παραλία, τις προάλλες, αναζήτησα ένα άγαλμα, μια οδό, κάτι που να θυμίζει τον κολασμένο ποιητή Ρώμο Φιλύρα. Οι Κορίνθιοι φίλοι μού υπέδειξαν μια ασήμαντη πλατεία με τ' όνομά του στην άκρη της πόλης· με δυο ξεθωριασμένα οδόσημα μόνο τον τιμά η γενέτειρά του. Σήκωσα το κεφάλι ψηλά να παραπονεθώ στο μετέωρο θέλγητρό του.

 

Η ΣΕΛΗΝΗ Ως πότε θα γυρνάς στ' ουρανού τα πλάτη αργυρή,/ πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι,/ σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί/ που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;/ Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,/ νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,/ κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,/ φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα./ Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία/ και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων/ στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία/ στα ωκεάνια πλάτη και στα μήκη των θρύλων./ Εκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη/ σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,/ φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη/ σ' ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι./ Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,/ γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,/ των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,/ Ηρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.

 

Ο ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ Γιάννης Οικονομόπουλος πρωτοβλέπει το φως στα 1888 στην Κορινθία. Δημοσιεύει ποιήματα από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1920 προσβάλλεται από σύφιλη που τον οδηγεί σιγά σιγά στην τρέλα. Το 1927 ώς τον θάνατό του, τον Σεπτέμβρη του 1942, μένει έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Δωρίζει αφειδώς στους επισκέπτες του ψυχιατρείου αμέτρητα σουρεαλιστικά, συχνά παραληρηματικά ποιήματα, που γράφει σε κάθε λογής χαρτιά, όπως το παρακάτω σονέτο:

 

ΜΑΦΑΛΝΤΑ Στη σκάλα εφάνης του μαρμάρινου μεγάρου/ με το χρυσόυφο φόρεμα σαν πριγκηπέσσα/ παραμυθιών, με το πουρπούλισμα ενός γλάρου/ που στου πελάου την απλωσιά πετάει μέσα./ Σαν πλασμένη από μάρμαρο της Πάρου/ φίνα κορμοστασιά, τρέμει η ανέσα/ στο κοραλένιο χείλι, του λαβάρου/ κύματα η φορεσιά σου -έγια λέσα./ Και στο χορό πετάς το σώμα ως τόπι·/ τρεμουλάει το στήθος και σπαράζει/ στης ορχήστρας το ρυθμικό μαράζι./ Από τα τζάμια φαίνονται άλλοι τόποι/ και ταξιδεύει ο νους εκεί που μόνο/ η ρέμβη βαλσαμώνει κάθε πόνο.

 

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ βρίσκεται σ’ έναν διαρκή μετεωρισμό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ο Βάρναλης τον χαρακτηρίζει Ρεμπό της Ελλάδας. «Ο Φιλύρας ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μεγαλομανής, γόης και καταχτητής οραμάτων. Η ποίησή του κινιέται κατακόρυφα προς τα ύψη· και του Καρυωτάκη κάθετα προς τον τάφο» λέει.

 

ΜΟΙΡΑ ΑΓΕΙ α, στο λαό πώς μ' έριξεν η μοίρα,/ πώς μ’ έκρουσε στη θείαν ανατροφή/ και μ' άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα/ τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή./ Οχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,/ πού την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς/ στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο./ Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!

 

ΑΣΕ ΤΑ ΓΥΝΑΙΑ και το μαστροπό/ Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα, του απαντά ο Καρυωτάκης ενώ τα δικά του μετέωρα επιμένουν στην τρέλα τους σεπτεμβριάτικα.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top