29/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Το μανιφέστο του Πολέμου (Μέρος Α’)», Θέατρο Βράχων

Θουκυδίδης: στοίχημα αυτογνωσίας για Πατεράκη

Αυτό το mega-project, η απόπειρα της σκηνοθέτριας να ακολουθήσει ένα θέατρο τόσο πλατύ και ιστορικό όσο η Μνουσκίν, χάνει πολλά με την τμηματική του παρουσίαση. Και αδικείται όταν περιφέρεται σε φεστιβάλ και ανοιχτά θεάτρα, όπου ζητημα είναι αν περνάει «κάτω», στο κοινό.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

EUROKINISSI/ ΕΦΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ

EUROKINISSI/ ΕΦΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ

Επιστρέφουμε λοιπόν στον Θουκυδίδη. Μετά την Αννα Κοκκίνου και τη δική της απόδοση του αρχαίου ιστορικού, η Ρούλα Πατεράκη προχωρά σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνην σε μια ανάλογη πρόταση. «Ανάλογη» τουλάχιστον ως προς κάτι πολύ συγκεκριμένο: και στις δύο παραγωγές υπάρχει μια προσωπική μέθοδος προσέγγισης, η πάλη του υποκριτή απέναντι στην αφήγηση και τη μετάδοση ενός δυσθεώρητου σε όγκο και σημασία υλικού.

 

Οι ομοιότητες όμως ανάμεσα στις δύο προτάσεις πιστεύω ότι τελειώνουν εδώ. Τουλάχιστον η περίπτωση της Πατεράκη είναι σπάνια για τα μέτρα της πρακτικής μας. Από την άποψη της συνολικής παραγωγής πρόκειται αληθινά για mega-project, για ένα πρόγραμμα συμβατικής μεταδραματικής δομής, που απλώνεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στην εξέταση των πολλαπλών πτυχών του. Τηρουμένων των -πάντα σχετικών- αναλογιών είχαμε χρόνια να δούμε κάτι τέτοιο στο θέατρό μας. Κι αν μη τι άλλο, είναι σπάνιο στο θέατρό μας να δουλεύει ένας καλλιτέχνης με το όραμα και το βάθος τριετίας, στο πλαίσιο μιας πειθαρχημένης ανάθεσης, σε έναν καθορισμένο χρόνο και βέβαια με μεγάλο ρίσκο: τι θα συμβεί αν κάποιο από τα μέρη «δεν τραβήξει»;

 

Αντιλαμβάνεται επομένως κανείς εύκολα ότι αυτός ο Θουκυδίδης σημαίνει για την ίδια την Πατεράκη κάτι περισσότερο απ’ ό,τι οι περισσότεροι μπορούμε να αντιληφθούμε. Είναι η διάθεσή της να σπάσει τη συνηθισμένη φόρμα και να κινηθεί πέρα από τα όρια, να αντιληφθεί πριν από όλα με το έργο της τη θέση της απέναντι στην τέχνη. Αυτό το πρότζεκτ δεν γίνεται πλήρως κατανοητό παρά ως έργο προσωπικό, έργο αυτογνωσίας και αυτο-πλήρωσης για την ίδια την Πατεράκη.

 

Ακόμα και αν βέβαια αφορά τελικά κάτι πολύ πλατύτερο: «το μανιφέστο» σχετίζεται από την άποψη του περιεχομένου με τον Θουκυδίδη, με την αντιπαραβολή του ιστορικού υλικού στην αν-ιστορική λειτουργία της δημοκρατίας. Σχετίζεται ακόμη με διαφορετικές διαστρωματώσεις της σκηνικής αφήγησης: με την ωμή αφήγηση της ιστορίας, την κατάθεση της υπερ-ιστορικής μνήμης (στην οποία συμμετέχει και η ίδια η σκηνοθέτρια με ορισμένα δικά της, εξαιρετικής πυκνότητας κείμενα), με την προβολή μορφών που καθόρισαν την εποχή τους, όπως του Περικλή ή του Θουκυδίδη. Προσθέστε σε όλα αυτά τη διαδρομή της Πατεράκη σε μια ποικίλη τεχνοτροπία, από το πολιτικό θέατρο στο θέατρο-ντοκουμέντο και στο θέατρο μονολόγου. Και, τέλος, αναλογιστείτε, από την άποψη της παραγωγής, την οργάνωση τόσων ανθρώπων, ημι-ερασιτεχνών και επαγγελματιών.

 

Πού καταλήγουν όλα αυτά; Ασφαλώς στον διδακτικό χαρακτήρα της παράστασης. Ο Θουκυδίδης γίνεται ο σύγχρονος σχολιαστής ενός εξαιρετικά σύγχρονου πεδίου μάχης. Και έπειτα τα πάντα καταλήγουν στον κοινό ανώνυμο άνθρωπο. Καθώς εξαερώνονται τα λόγια της Ιστορίας, εκείνο που μένει σαν παράδειγμα είναι το παράλογο και η σχεδόν ανερμήνευτη πλοκή της. Η ανάκληση είναι μια πολιτική παρέμβαση, γεμάτη με το σώμα και την παρουσία των νεκρών.

 

Είναι ωστόσο και κάτι άλλο ακόμα που μας ενδιαφέρει εδώ. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στην πλήρη έκτασή του αποτελεί μια πλάγια κατάθεση στο κλίμα, στην ψυχική και πολιτική κατάσταση εντός της οποίας δημιουργήθηκε ένα μεγάλο μέρος από το σωζόμενο πνευματικό υλικό της κλασικής αρχαιότητας. Είναι επομένως μια σπουδή στο υπόστρωμα του τραγικού της λόγου, μια αποκάλυψη της βαθιάς ψυχολογίας όσων κινήθηκαν και δημιούργησαν στην εποχή της.

 

Μπορεί όλο αυτό να μεταδοθεί εν μέσω θέρους, σε μεγάλο κοινό, σε μια κρίσιμη κατάσταση της πολιτείας μας, με τα δεδομένα της παραγωγής που μπορεί να αναλάβει η σκηνοθέτρια και το Φεστιβάλ; Μπορεί η Πατεράκη να ακολουθήσει ένα θέατρο τόσο πλατύ και ιστορικό όσο η Μνουσκίν; Τουλάχιστον στην παράσταση που είδα εγώ, και χωρίς να μπορώ ακόμα να έχω την πλήρη εποπτεία του τελικού αποτελέσματος, τη «μεγάλη εικόνα», η προσπάθεια έμοιαζε αδύναμη να σηκώσει το βάρος της. Σε κάποια σημεία έβγαζε αληθινή συγκίνηση, σε κάποια άλλα ωστόσο αδυνατούσε να κάνει αόρατες τις ραφές: ένα θέατρο πολιτικό και ζωντανό, με κόσμο επί σκηνής, χωρίς ιδιαίτερες ερμηνευτικές αξιώσεις πέραν της συλλογικής αφήγησης, συνδιαλέγεται με ένα θέατρο ποιητικό, σαν λόγος πάνω στον λόγο των γεγονότων. Και απαντά σε ένα τρίτο θέατρο «της προσωπικότητας», θέατρο που ζητάει τη συγκίνηση (αν δεν την επιδιώκει κιόλας) με τη δραματοποίηση της «μεγάλης μορφής» σε μορφή συνέντευξης ή σε μια κατά μέτωπον απαγγελία… Δεν είναι δα και τόσο απλό…

 

Ας σταθούμε για λίγο, λόγου χάρη, στον περίφημο «Επιτάφιο», που εκφωνήθηκε με κύρος στο τέλος της παράστασης από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν αμφιβάλλω ότι ίσως υπήρξε από πίσω μια ενδιαφέρουσα σκέψη: η Ιστορία σαν κίνηση των πολλών και, την ίδια στιγμή, σαν η επιτομή του ενός. Σε ποιον να ανήκει άραγε ένας τέτοιος πόλεμος; Στον συγγραφέα του, στους πρωταγωνιστές ή στον θίασο όσων τον τρέφουν με το αίμα τους;

 

Αν έχω δίκιο, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προβληματική. Είναι όμως ζήτημα αν περνάει «κάτω», στο κοινό. Στην παράσταση που είδα, στο Βράχων, ο πρωταγωνιστής εμφανίστηκε λίγο πριν από το τέλος να πει τον λόγο του, να συγκινήσει και να φύγει. Το όλον, όπως είναι φανερό, παρέπεμπε, μαζί με την αποσπασματική εμφάνιση της Ελένης Ερήμου, σε εμφάνιση guest-star που ζητάει να κλείσει την παράσταση με κάποιο μεγαλειώδες φινάλε.

 

Δεν έχω κανένα λόγο να υποτιμήσω τις προθέσεις της παράστασης ή την όποια επιτυχία της. Εξάλλου γιατί να μην το παραδεχτούμε; Με τα μέτρα του γνωστού μας, σχολικού Θουκυδίδη είχε αληθινό ενδιαφέρον. Ούτως ή άλλως πιστεύω πως αδικείται όταν περιφέρεται στα κατά τόπους φεστιβάλ και σε ανοιχτά θέατρα. Και ακόμη υποψιάζομαι πως χάνει πολλά με την τμηματική της παρουσίαση. Είναι πρόταση που πρέπει να τη δούμε και να τη συλλογιστούμε ολοκληρωμένη και αναθεωρημένη κάποτε, σαν μέτρο της Ιστορίας και σπουδή της. Τότε θα κρίνουμε επί του συνόλου.

 

Scroll to top