05/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Η τρέλα μπαίνει στα δωμάτια ξαφνικά»

Μαρία Μήτσορα «Από τη μέση και κάτω» Διηγήματα Πατάκης, 2014, σελ. 134 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 13 Οκτωβρίου.
      Pin It

Μαρία Μήτσορα
«Από τη μέση και κάτω»
Διηγήματα
Πατάκης, 2014, σελ. 134
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 13 Οκτωβρίου

 

Tου Χρίστου Κυθρεώτη

 

Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του τυχαίου, στη μεταφυσική του οικείου, στην ποίηση του αλλόκοτου. Από την πρώτη της συλλογή διηγημάτων («Αννα, να ένα άλλο», Ακμων, 1978) έως την ανά χείρας συλλογή (κυκλοφορεί 13 Οκτωβρίου) η ολιγογράφος πεζογράφος καλλιεργεί μια ιδιοσυγκρασιακή πρόζα, όπου η ενδοσκόπηση, η περιπλάνηση και ο αυτοσαρκασμός συνθέτουν μια αναγνωρίσιμη παρτιτούρα γραφής.

 

«Για μια τέλεια φράση θα έπεφτα στα γόνατα;». Μ’ αυτό το ερώτημα επιλέγει να ξεκινήσει το πρώτο διήγημά της. Δεδομένης της χρόνιας μέριμνας για τη γλώσσα, που έχει επιδείξει στη διάρκεια της συγγραφικής της διαδρομής (κάτι που εξακριβώνεται διά γυμνού οφθαλμού και στο εξομολογητικό της αφήγημα «Με λένε Λέξη», επιμ. Μισέλ Φάις, Πατάκης, 2006), η επιλογή της συγκεκριμένης φράσης δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία –αντιθέτως, μοιάζει να διατυπώνει μια προγραμματική δέσμευση της πεζογράφου απέναντι στον αναγνώστη.

 

Πράγματι, κοινό στοιχείο των περισσότερων από τις φράσεις που ακολουθούν μέχρι το τέλος του βιβλίου είναι η αναζήτηση της τελειότητας –είτε σε εκφραστικό είτε σε δομικό επίπεδο.

 

Η Μήτσορα δείχνει να επιχειρεί, με κάθε παράγραφο, με κάθε φράση ή ακόμα και με κάθε λέξη που χρησιμοποιεί, να αποσπάσει κάτι πολύτιμο και «τέλειο» από τις ιστορίες της, τον ψυχισμό των ηρώων της, τις σχέσεις που τους συνδέουν ή την ατμόσφαιρα που τους περιβάλλει. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η συγκεκριμένη συλλογή, που αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή συνάθροιση δεκαπέντε κειμένων.

 

Τα διηγήματα της συλλογής μπορούν χονδρικά να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες, στην πρώτη εκ των οποίων ανήκουν τα κείμενα εκείνα που διαδραματίζονται σε μακρινούς και «εξωτικούς» τόπους, όπως είναι το «Βροχή στην Πετραία Αραβία» ή το «Ζενάιντα Τζουνόνα». Το σκηνικό δεν λειτουργεί φυσικά ως ένα απλό φολκλόρ, αλλά η συγγραφέας το συνδέει με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ήρωές της –η οποία μπορεί να περιγραφεί σχηματικά ως μια κατάσταση «φυγής από την πραγματικότητα» ή επιθυμίας για μια τέτοια φυγή, αν και με πιο αποδραματοποιημένους όρους απ’ όσο η συγκεκριμένη διατύπωση αφήνει να διαφανεί. Σε κάθε περίπτωση, η «εξωτική» ατμόσφαιρα χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά από τη διηγηματογράφο ως το μεταίχμιο στο οποίο οι ήρωές της προσπαθούν να αποκοπούν (ή βρίσκουν τους εαυτούς τους αποκομμένους) από τους περιορισμούς της όποιας καθημερινής, «κανονικής» τους κατάστασης, φλερτάροντας με το παράλογο ή το μη «κανονικό».

 

Σε μια δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν τα διηγήματα στα οποία οι ήρωες έχουν περάσει πια στην απέναντι όχθη –βρίσκονται ήδη σε μια μη «κανονική» κατάσταση, ως φορείς ενός διαταραγμένου ψυχισμού. Σε διηγήματα όπως «Ο γάτος που δεν ξέρει χορό» ή το «Καφέ σκυλί τον Νοέμβρη», η Μήτσορα έχει την ευκαιρία να αναπτύξει την αφήγηση από την οπτική γωνία «τρελών» ή διαταραγμένων πρωταγωνιστών, στους οποίους όμως (ως αντίστιξη στην επιθυμία των ηρώων της προηγούμενης κατηγορίας να αποδράσουν από τις πραγματικότητές τους) εντοπίζεται μια συχνά σπαρακτική επιθυμία για τη μετάβαση στην κανονικότητα, μια λανθάνουσα ή φανερή επιδίωξη «να μάθουν χορό». Σ' αυτά τα διηγήματα συμπεριλαμβάνονται και τα δυστοπικά κείμενα της συλλογής, που διαδραματίζονται σε μη αναγνωρίσιμους χώρους ή χρόνους, ουσιωδώς διαφορετικούς από τον παρόντα, όπου οι ήρωες διακατέχονται από τη νοσταλγία για την επιστροφή σε μια καλύτερη, προηγούμενη κατάσταση.

 

Και μένουν όλα τα υπόλοιπα κείμενα, δηλαδή αυτά στα οποία οι ήρωες συνομιλούν σε μια πιο ρεαλιστική βάση με την παρούσα κατάστασή τους και την αποτιμούν είτε με πικρία είτε με αισιοδοξία. Στα συγκεκριμένα διηγήματα, η Μήτσορα επιλέγει να εντάξει τις ιστορίες της μέσα σε πιο αναγνωρίσιμα σκηνικά, δίνοντας έτσι έμφαση στο εγγενές συναισθηματικό τους φορτίο. Και στην κατηγορία αυτή, όπως και στις προηγούμενες, εντοπίζονται μικρά κομψοτεχνήματα, όπως το «Downtown Athens» ή η έξοχη «ΨυχοΝικολέττα».

 

Το ακόμα σημαντικότερο όμως είναι ότι η Μήτσορα οργανώνει τα κείμενά της με βάση μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική και συνταιριάζει επιμελώς το ύφος και τη στρατηγική της με την κατάσταση των ηρώων της, αντιστοιχίζοντας, για παράδειγμα, την απόσταση ή την εγγύτητά τους προς την πραγματικότητα που τους περιβάλλει με τη δική της απόσταση ή εγγύτητα προς τη ρεαλιστική εκδίπλωση του αφηγηματικού της υλικού.

 

Scroll to top