05/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αφηγήσεις εξ αίματος

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ «Ανέστιος. Ημερολόγια» Μυθιστόρημα Αγρα, 2014, σελ. 139 ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ «Φαμιλιάλ» Διηγήματα Μελάνι, 2014, σελ. 94 ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΟΤΕΡΑΚΗΣ «Κόκκινο Panda» Νουβέλα Γαβριηλίδης, 2014, σελ. .
      Pin It

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
«Ανέστιος. Ημερολόγια»
Μυθιστόρημα
Αγρα, 2014, σελ. 139

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ
«Φαμιλιάλ»
Διηγήματα
Μελάνι, 2014, σελ. 94

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΟΤΕΡΑΚΗΣ
«Κόκκινο Panda»
Νουβέλα
Γαβριηλίδης, 2014, σελ. 148

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ

Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας άστεγος πλάνητας, ένα ερωτευμένο ζευγάρι και τα μέλη μιας σειράς ταλανισμένων οικογενειών (ή ίσως της ίδιας); Σε ποιο σημείο του αφηγηματικού χώρου και χρόνου συναιρούνται οι ημερολογιακές καταγραφές ενός καθαιρεμένου καθηγητή Πανεπιστημίου, η πρωτοπρόσωπη αργκό δύο νέων και οι πολυπρισματικές εξιστορήσεις περί δεσμών αίματος; Τέλος, πώς διαχωρίζεται το επίκαιρο από το ζέον και το υπαρκτό από το κρίσιμο στο πλαίσιο μιας ιστορίας που διαδραματίζεται στο σήμερα;

 

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ακαδημαϊκός στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, κτίζει ένα μυθιστόρημα μεταμφιεσμένο σε προσωπική μαρτυρία. Μάλιστα, στο επινοημένο σημείωμα του «επιμελητή της έκδοσης» μας πληροφορεί πως τα ημερολόγια που παρουσιάζονται ως μυθοπλασία είναι πραγματικά. Το βιβλίο χωρίζεται, κατά συνέπεια, σε πέντε ημερολόγια —τετράδια 1 έως 5— τα οποία γράφει ο Η. Κ., ηλεκτρολόγος-μηχανικός, πρώην επίκουρος καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πρώην οικογενειάρχης, νυν άστεγος και, συν τω χρόνω, αναστοχαστής της προσωπικής του διαδρομής. Ο πρωτοπρόσωπος μονόλογος του ήρωα, όπως μας δίνεται κβαντισμένος μέσα από τα πέντε τετράδια, είναι γραμμένος σε μια γλώσσα, αν όχι εξεζητημένη, σίγουρα λόγια.

 

Η ροή της αφήγησής του μπορεί να αναλυθεί σε τρεις συνιστώσες: στην αναδρομή στο παρελθόν (οικογένεια, δουλειά, ακαδημαϊκή ζωή), στον φιλοσοφικό αναστοχασμό πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη εν μέσω ανέχειας (με σαφείς αναφορές στην τωρινή κρίση) και σε απόπειρες ηθικολογικής αποδόμησης των δύο προηγούμενων. Κι αν η προσωπική αναδρομή είναι μια καλοδεχούμενη είσοδος για τον αναγνώστη στην πλοκή πίσω από την πλοκή, κι αν ο αναστοχασμός για την ανέχεια, την (με όρους σύγχρονης κοινωνικής αντίληψης) αποτυχία ή την κατάρρευση είναι δοσμένος με σαφές στίγμα, οι ηθικολογίες (π.χ. για τον ρόλο του τηλεοπτικού μέσου) συχνά φαντάζουν εξωκειμενικές παρατηρήσεις. Επιπλέον, ο τρόπος και ο τόνος της αφήγησης, με εξαίρεση ίσως τα δύο τελευταία τετράδια, δείχνουν έναν άνθρωπο τον οποίο δεν έχει καταβάλει η ανεστιότητα. Ο λόγος του δεν θρυμματίζεται σταδιακά, δεν αποδομείται η σύνταξη ή η τετραγωνισμένη σκέψη του, δεν λιγοστεύει η αφηγηματική του «αναπνοή».

 

Στη συλλογή διηγημάτων της Στέργιας Κάββαλου ο τίτλος, «Φαμιλιάλ», παίζει με το νόημα των λέξεων «οικογενειακός» και «οικείος» —το ίδιο επιχειρούν και οι ιστορίες της. Στην πλειονότητά τους οι ήρωες των ιστοριών είναι νεαρής ηλικίας, εγκλωβισμένοι σε ακόμα νεαρότερη (συναισθηματική) ηλικία, προφανώς λόγω της ασφυκτικής οικογενειακής αγκαλιάς, ενώ μιλούν (αφηγούνται) σε μια γλώσσα υβριδική, όπου εκφράσεις νεανικής αργκό αναμειγνύονται με αγγλικά punchlines και παραφθορές της καθομιλουμένης.

 

Τα δεκαοκτώ διηγήματα εστιάζουν στον πυρήνα των δεσμών αίματος, όμως —κατά την παρούσα ανάγνωση— η Κάββαλου έχει κύριο μέλημα την επαναδιαπραγμάτευση αυτού που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς «επικαιροποιημένη αφήγηση», δηλαδή «επικαιροποιημένη χρήση της γλώσσας». Οι λοξές ιστορίες της πάντως, αν και προσπαθούν να φωτίσουν μισοκρυμμένες πτυχές της διαδικασίας της ενηλικίωσης, συχνά σκοντάφτουν στην τεχνητή γλώσσα (π.χ. «Στα black-lights φώτιζαν τα λευκά σοσόνια [...]» και πιο κάτω «Εν αρχή ην η γεύση», σελ. 21). Πάντως, σε ιστορίες όπως το καλό μπονζάι «Drowned world» η αφηγηματική οικονομία, παρά την εκζήτηση του τίτλου, κεντρίζει καίρια το αναγνωστικό αισθητήριο.

 

Η νουβέλα του Νικόλα Καλοτεράκη περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο της τον τίτλο: το «κόκκινο Panda» είναι τόσο η πρωταγωνίστρια της αφήγησης, από το δίπολο δύο ερωτευμένων νέων, όσο και το αυτοκίνητο Φίατ που η ίδια οδηγεί στο όριο. Η γλώσσα του Καλοτεράκη, μέσα από τις κατ’ εναλλαγή πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις άντρα και γυναίκας, έχει συγγένειες με εκείνη της Κάββαλου. Λείπει η χρήση αγγλικών όρων και το ονειρικό στοιχείο, όμως κυριαρχεί η νεανική (ή νεανίζουσα) αργκό και, συχνά, ο (πειστικός) ρυθμός παραμιλητού. Τα στοιχεία που αποτελούν το καύσιμο της πλοκής είναι η γνωριμία, η περιδίνηση και ο χωρισμός των δύο —εκείνος ερασιτέχνης μουσικός, εκείνη καταθλιπτική και μανιώδης οδηγός. Στο φόντο η Αθήνα της τελευταίας δεκαετίας οριοθετεί χρονικά την ιστορία. Το ερώτημα όμως που επιχειρεί να απαντήσει ο συγγραφέας ποιο είναι και πώς συναντά εκείνα των δύο πιο πάνω βιβλίων;

 

Σύμφωνα με τον γράφοντα, και τα τρία βιβλία, παρά τη διαφορά αφηγηματικού τρόπου, τη διαφορετική οπτική ή την ετερογένεια των χαρακτήρων τους (ο μεσήλικας της Δεληγιώργη, οι δυο νέοι γύρω στα 25-30 του Καλοτεράκη, οι ακόμα νεότεροι —έως και παιδιά πέντε ετών— της Κάββαλου), πραγματεύονται την αιματηρή διεργασία της ενηλικίωσης, επισημαίνοντας πως αυτή ενδέχεται να προκύψει οποτεδήποτε κατά τη ζωή ενός ανθρώπου, ή και ποτέ. Επίσης, παρά τις εμφανείς (στην περίπτωση του «Ανέστιου»), υπόρρητες (στην περίπτωση του «Κόκκινου Panda») ή δεδηλωμένες (π.χ. στο διήγημα «Παίξε μπάλα» του «Φαμιλιάλ») αναφορές στην οικονομική κρίση, και τα τρία βιβλία προβληματίζονται γύρω από τους αναπόδραστους (;) δεσμούς αίματος με το οικείο, το αποδεκτό, το αναμενόμενο, το απροβλημάτιστο ή το σύνηθες. Τέτοιου είδους δεσμοί είναι συστατικό της σύγχρονης ζωής και παραμένουν πεδίο συναισθηματικής σύγκρουσης.

 

Η Δεληγιώργη, η Κάββαλου και ο Καλοτεράκης αναδεικνύουν αυτή τη σύγκρουση ως τον κατ’ εξοχήν μηχανισμό που σε ανεβάζει στην επιφάνεια ή, εξίσου αβίαστα, σε βυθίζει. Η πιο κάτω φράση της Δεληγιώργη συνοψίζει εύγλωττα τον κοινό θεματικό τους άξονα: «[...] με το που έσβησε η επιθυμία να βγούμε από το λαβύρινθο, φούντωσε μέσα μας η ανάγκη να βρούμε μια γωνίτσα μέσα σ’ αυτόν να απαγκιάσουμε» (σελ. 23).

 

Scroll to top