12/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Οκτώ έμπειροι μεταφραστές, οκτώ σημαντικά βιβλία ξένης λογοτεχνίας

Αναγνωστική πρόγευση

Εδώ και χρόνια η ξένη λογοτεχνία δεσπόζει στη βιβλιαγορά. Το σημαντικό ωστόσο δεν είναι ο όγκος και η ποικιλία των τίτλων, αλλά οι προσεγμένες μεταφράσεις, η αισθητική αρτιότητα των βιβλίων, αλλά και η μικρή απόσταση που χωρίζει πλέον το πρωτότυπο από το μεταφρασμένο κείμενο. Από την πρόσφατη παραγωγή σταχυολογήσαμε οκτώ σημαντικά.
      Pin It

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

Της Σάντυ Παπαϊωάννου

Nathaniel Hawthorne

«Μαρμάρινος Φαύνος»

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Gutenberg

 

Θα μπορούσα να πω πως ο αναγνώστης που δεν έχει διαβάσει τον «Μαρμάρινο Φαύνο» έχει χάσει, εκτός από ένα συγκλονιστικό θρίλερ, και τον «πραγματικό» Χώθορν. Ο Ναθαναήλ Χώθορν είναι ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς σε ολόκληρο τον κόσμο. Το μυθιστόρημά του «Το Σπίτι με τα Επτά Αετώματα» έχει συναρπάσει εκατομμύρια αναγνώστες με το γοτθικό κλίμα του και τους ζωντανούς ήρωές του. Αν όμως αυτό θεωρείται το διασημότερο έργο του, «ο Μαρμάρινος Φαύνος», το τελευταίο του έργο, είναι η πνευματική του διαθήκη. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως, σε ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένας συγγραφέας θα «ξεκαθάριζε» τους λογαριασμούς του με τα πάντα: την ηθική, τη φύση, την κοινωνία, την πολιτική και θρησκευτική εξουσία, την τέχνη και το σκοτεινό μέλλον της ανθρωπότητας; Οι τρεις καλλιτέχνες που επισκέπτονται τη Ρώμη, έχοντας στις αποσκευές τους καθένας την ψυχή του, θα επιστρέψουν στις πατρίδες τους, αφού πρώτα «εγκληματήσουν» καθένας με τον τρόπο του και διαφθείρουν το τελευταίο απομεινάρι του φυσικού ανθρώπου. Καμιά ελπίδα, καμιά αξία δεν θα τους στηρίξει. Μόνοι τους θα βρουν τον δύσκολο δρόμο τους στο αβυσσαλέο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, για να καταλάβουν πως, αν υπάρχει κάτι ζωντανό αλλά σπάνιο στον κόσμο, είναι η αθωότητα. Στο μεταξύ, ο Χώθορν μας έχει δώσει έναν πραγματικά πνευματικό ταξιδιωτικό οδηγό της Ρώμης.

 

Η μετάφραση του «Μαρμάρινου Φαύνου» ήταν και αυτή ένα ψυχολογικό θρίλερ. Επρεπε να βρω την ισορροπία ανάμεσα στο κομψό, ελαφρά ειρωνικό ύφος του συγγραφέα και του συνεχούς σασπένς της πλοκής.

 

………………………………………………………………………………….

Του Μιχάλη Μακρόπουλου

Frank Norris

«ΜακΤιγκ. Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο»

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Gutenberg

 

Ο Φρανκ Νόρις γεννήθηκε στο Σικάγο το 1870 και πέθανε το 1902, μόλις τριάντα δύο χρόνων. Πρόφτασε να γράψει μόλις μια χούφτα μυθιστορήματα, με πιο γνωστά ανάμεσά τους τα ΜακΤιγκ (1899), The Octopus (1901· για την πάλη των καλλιεργητών ενάντια σ’ ένα σιδηροδρομικό τραστ) και The Pit (1903· για το χρηματιστήριο σιτηρών στο Σικάγο), αλλά να αφήσει παρ’ όλα αυτά ανεξίτηλο το σημάδι του στην αμερικανική λογοτεχνία, στο πέρασμά της απ’ τον ιδεαλιστικό 19ο αι. στον σκληρό και «μοντέρνο» 20ό. Σπούδασε δύο χρόνια ζωγραφική στο Παρίσι, απ’ όπου γύρισε έχοντας στις «λογοτεχνικές αποσκευές» του τον νατουραλισμό του Ζολά, που τον επηρέασε βαθιά.

 

Μια άλλη του επιρροή ήταν οι ιδέες του Δαρβίνου και του Σπένσερ. Πριν απ’ τον θάνατό του, εργάστηκε ως ανταποκριτής στη Νότια Αφρική και ως πολεμικός ανταποκριτής στην Κούβα. Στο ΜακΤιγκ, ένας σκιτζής οδοντογιατρός παντρεύεται μια φιλάργυρη κοπέλα που έχει κερδίσει πέντε χιλιάδες δολάρια στη λοταρία. Ωστόσο, οι τύχες του νιόπαντρου ζευγαριού αλλάζουν κι ο ΜακΤιγκ και η σύζυγός του, από τη θαλπωρή του μικροαστικού τους σπιτικού, ξεπέφτουν στην ένδεια και την εξαθλίωση, με τραγική κατάληξη τον φόνο. Ο Εριχ φον Στροχάιμ, γοητευμένος από το μυθιστόρημα του Νόρις, βάσισε σ’ αυτό την περίφημη ταινία του Απληστία (1924). Στο γύρισμα του αιώνα, με το να μην αποστρέψει το βλέμμα του μπρος στην ανθρώπινη μικρότητα και φαυλότητα, με την απόφασή του να μην ενδώσει σε κανέναν λογοτεχνικό καθωσπρεπισμό αλλά να πει τα πράγματα με το όνομά τους όσο σκληρά κι αν ήταν, ο Φρανκ Νόρις γύρισε με τον ΜακΤιγκ του σελίδα και στην αμερικανική λογοτεχνία.

 

………………………………………………………………………………………………….

 

Του Ανδρέα Παππά

Αρθουρ Καίσλερ

«Το μηδέν και το άπειρο»

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη

 

Εμβληματικό έργο της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, το Μηδέν και το άπειρο έγινε γνωστό στην Ελλάδα, με σχετική καθυστέρηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια έκδοση του «Γαλαξία» (μετάφραση: Aλέξανδρος Κοτζιάς). Η τότε Αριστερά, κομμουνιστογενής, κομμουνιστοτραφής και αταλάντευτα φιλοσοβιετική σχεδόν στο σύνολό της, αγνόησε ή αποδοκίμασε το βιβλίο του Καίσλερ, προτιμώντας για μια ακόμα φορά να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο της καταγγελίας, της δίκης προθέσεων και των υπαινιγμών: «αντισοβιετικό», άρα «αντικειμενικά» (sic) αντιδραστικό.

 

Οπως και αρκετοί ακόμα -όχι και πάρα πολλοί, πάντως- ο Καίσλερ, πρώην κομμουνιστής, είχε όχι μόνον την οξυδέρκεια να διαγνώσει έγκαιρα τι γινόταν πίσω απ’ το τείχος σιωπής και τρόμου που είχαν ορθώσει ο Στάλιν και το καθεστώς του, αλλά και την τόλμη να δημοσιοποιήσει τις εκτιμήσεις του για τη νέα αυτή αυτοκρατορία, όπου κυριαρχούσαν, για μια ακόμα φορά στην Ιστορία, η ωμή καταστολή, η απροκάλυπτη προπαγάνδα και η κυνική ρεαλπολιτίκ (το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο είχε μόλις υπογραφεί όταν ο Καίσλερ έγραφε ακόμη το βιβλίο).

 

Το Μηδέν και το άπειρο υπήρξε ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά έργα που έθεταν «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων». Μέσω του ήρωά του, του Ρουμπάσοφ, μέλους της ιστορικής ηγεσίας του κόμματος, αλλά και μέσω των παράπλευρων ιστοριών και των άλλων χαρακτήρων του μυθιστορήματος, ο Καίσλερ φωτίζει όχι μόνον την περίοδο που εύστοχα οι Αγγλοσάξονες έχουν ονομάσει «The Great Terror», αλλά και τους μηχανισμούς και τις ψυχολογικές διεργασίες που ωθούσαν τους «κατηγορούμενους» στις Δίκες της Μόσχας να ομολογούν εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν.

 

……………………………………………………………………………………………….

 

Του Γιώργου Ικαρου Μπαμπασάκη

Τζακ Κέρουακ

«Η θάλασσα, τ’ αδέρφι μου»

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη

 

Τα βιβλία είναι η ιστορία μας, κάποια βιβλία, όχι όλα, κάποια, είναι η οδύνη και η ηδονή μας, είναι οι λέξεις μας οι αγιασμένες, οι λέξεις μας οι καταραμένες, οι λέξεις μας οι παραλογισμένες, οι λέξεις μας οι ευλογημένες, κι εμείς, οι φίλοι μου κι εγώ που ποντάραμε από μειράκια αμούστακα σ’ έναν σάρκινο λυρισμό, σε ένα βλέμμα όλο γέλιο και σ’ ένα χαμόγελο βουρκωμένο, λατρέψαμε τον Τζακ Κέρουακ και την εν Χριστώ σαλότητά του, λατρέψαμε τον αίνο του Εμπειρίκου «Ο Κερουάκ διαβαίνει μουσηγέτης», ναι, έτσι, ο Κερουάκ, με τον τόνο στη λήγουσα, για να θυμίσει ο ποιητής τη γαλλική καταγωγή του Τζακ, του memory babe, του ρακοσυλλέκτη αναμνήσεων και στιγμών, του ακούραστου στενογράφου της Μεγάλης Γιορτής που είναι ο παλλόμενος άνθρωπος, κι έτσι μπόρεσα κι εγώ, ασθμαίνων και κάθιδρος, αλλά και με τους ρυθμούς και τις ανάσες της τζαζ, μα μεταφέρων στα ελληνικά τις λέξεις του Τζακ, τα πρώτα του κείμενα, το μυθιστόρημά του με τον λεβέντικο τίτλο «Η θάλασσα, τ’ αδέρφι μου», και ποιήματά του, και επιστολές του, και την τόσο νεανική, αλλά μεστή συνάμα, φόρα του να τα πει όλα, να τα καταγράψει όλα, να αφήσει χνάρια κι αποτυπώματα στο δέρμα του αιώνα του, να εκθειάσει τα φιλαράκια του, να κάνει ποίηση την καθημερινή στιγμή, να καθαγιάσει τον κάματο, να ψάλει τον μόχθο, να ψιθυρίσει γλυκά λόγια για τις όμορφες κοπέλες, να μιλήσει για τα γέλια και τα κλάματα μιας νεολαίας που θέλησε να ζήσει και να ζήσει και να ζήσει και να ζήσει.

 

………………………………………………………………………………………………………….

 

Του Κρίτωνα Ηλιόπουλου

Roberto Bolaño

«Η Ναζιστική Λογοτεχνία στην Αμερική»

Εκδόσεις Αγρα

 

Η Ναζιστική Λογοτεχνία στην Αμερική δεν είναι δοκίμιο ή ιστορική μελέτη. Είναι λογοτεχνία του Ρομπέρτο Μπολάνιο που για άλλη μια φορά, αστείρευτος, με απίστευτη έμπνευση και πρωτοτυπία, δημιουργεί δικούς του κόσμους για να μιλήσει για τον υπαρκτό κόσμο και για τις ιδιομορφίες όλων σχεδόν των χωρών της αμερικανικής ηπείρου. Η Ναζιστική Λογοτεχνία είναι μια αλληγορία για τους ανθρώπους της τέχνης του λόγου συνολικά και μια διεισδυτική ματιά για πολλές πλευρές του παρελθόντος και του παρόντος της Αμερικής.

 

Ο Μπολάνιο γράφει για τη ζωή και τα έργα τριάντα περίπου συγγραφέων δικής του επινόησης. Η αστείρευτη φαντασία του πλάθει αμέτρητα φανταστικά πρόσωπα και επίσης αμέτρητα μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, φιλοσοφικές μελέτες, με τεράστια ποικιλομορφία σε ύφος και στιλ. Δίνει αληθινή ζωή σε όλα τα πρόσωπα, μας περιγράφει απολαυστικά την προσωπική και δημόσια ιστορία τους, αλλά και τις πολιτικές τους δραστηριότητες που εντάσσονται όλες στην Ακρα Δεξιά, από τις πιο δραματικές και αποκρουστικές μορφές της -βασανιστήρια και δολοφονίες- έως τις πιο γελοίες και φαιδρές. Φυσικά, το ιδιαίτερο χιούμορ και η ειρωνεία του Μπολάνιο είναι στις καλύτερες στιγμές τους εδώ.

 

Την επιλογή του να περιγράψει ναζιστές και ακροδεξιούς φανταστικούς συγγραφείς την εξηγεί ο ίδιος σε μια συνέντευξή του, το 1998: «Ο κόσμος της Ακροδεξιάς είναι ένας κόσμος δίχως όρια και έχει ενδιαφέρον αυτός καθεαυτόν. Βέβαια, εγώ πιάνω τον κόσμο της Ακροδεξιάς αλλά πολλές φορές, στην πραγματικότητα μιλάω για την Αριστερά. Πιάνω την εικόνα που πιο εύκολα γίνεται καρικατούρα για να μιλήσω για άλλους. Οταν μιλάω για τους ναζιστές συγγραφείς της Αμερικής, στην πραγματικότητα μιλάω για έναν κόσμο άλλοτε ηρωικό και άλλοτε πολύ κτηνώδη, για τη λογοτεχνία γενικώς» (Lateral, abril, 1998).

 

………………………………………………………………………………………………………

Του Αχιλλέα Κυριακίδη

Εντουάρ Λεβέ

«Αυτο­προσωπο­γραφία»

Μυθιστόρημα, εκδόσεις Opera

 

Χρωστώ την ανακάλυψη αυτού του συγγραφέα (ελπίζω να μην κατηγορηθώ για λογοκλοπή μιας περίφημης αρκτικής φράσης διηγήματος του Μπόρχες) σ’ έναν άλλο συγγραφέα, τον φίλο μου (και φίλο του) Ερβέ Λε Τελιέ, ο οποίος τον αναφέρει ψευδωνύμως στο βιβλίο του «Αρκετά μιλήσαμε γι’ αγάπη» που μετέφρασα πριν από μερικά χρόνια για τις εκδόσεις Opera. Εκεί, ένας ήρωας του Λε Τελιέ διαβάζει το βιβλίο «Ορισμός» κάποιου Ιγκ Λεζέ, «ένα τροπάριο από καμιά δεκαριά χιλιάδες φράσεις, όπου ο συγγραφέας, με ασύνδετα αποσπάσματα, σκιαγραφεί το πορτρέτο του».

 

Το βιβλίο αυτό δεν είναι άλλο από την υπό έκδοσιν, σε μετάφρασή μου, «Αυτοπροσωπογραφία». Μοναδικό βιβλίο (τουλάχιστον από πλευράς δομής) στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η «Αυτοπροσωπογραφία» («Autoportrait», 2005) του συγγραφέα, ζωγράφου και φωτογράφου Εντουάρ Λεβέ (1965-2007) παρουσιάζει τη σπαραχτική αντίφαση να αποτελεί μεν, με τις «χιλιάδες φράσεις» της, έναν ύμνο στη ζωή και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά να καταλήγει με την πιο απελπισμένη φράση με την οποία θα μπορούσε να κλείνει μια αυτοβιογραφία: «Ισως η ωραιότερη μέρα της ζωής μου έχει περάσει».

 

Εξήντα πέντε χρόνια μετά τον αφορισμό του Καμύ («Τη στιγμή που αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζήσεις, απαντάς στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας»), δύο χρόνια μετά την έκδοση της «Αυτοπροσωπογραφίας» και δύο μέρες μετά την αποστολή στον εκδότη του των χειρογράφων του τελευταίου βιβλίου του στο οποίο πραγματεύεται την αυτοχειρία του καλύτερού του φίλου, ο Εντουάρ Λεβέ αυτοκτόνησε.

 

………………………………………………………………………………………………………….

 

Της Κατερίνας Σχινά

Φίλιπ Ροθ

«Διαβάζοντας»

Εκδόσεις Πόλις

 

Δοκίμια και αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, επιφυλλίδες και κριτικά σημειώματα, συνεντεύξεις και κείμενα πολεμικής περιέχει το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ.

 

Πρώτη συναγωγή μη μυθοπλαστικών κειμένων, συμπυκνώνει την ανάγκη ενός συγγραφέα nel mezzo del cammin (όταν πρωτοεκδίδεται το βιβλίο ο Ροθ είναι 42 ετών) να διασφαλίσει τη λογοτεχνική του υπόσταση και την ηθική του ακεραιότητα (που πληττόταν από τις απανωτές επιθέσεις ιδίως των ομόθρησκών του αμέσως μετά την έκδοση του «Συνδρόμου Πόρτνοϊ»), να εξηγήσει τον τρόπο της δουλειάς του, να περιγράψει την καταγωγική ρίζα των έργων του, τα μέσα του, τα πρότυπα με τα οποία συνέδεσε τις προσπάθειές του και να εξομολογηθεί λογοτεχνικούς ενθουσιασμούς και αντιπάθειες που αναπτύχθηκαν παράλληλα με το έργο του. Βιβλίο δύστροπο, θυμωμένο, ιλαρό, συγκινητικό, βιβλίο εν πολλοίς πολιτικό και σίγουρα εναντιολογικό, το «Διαβάζοντας» καταπονεί τον μεταφραστή, έτσι καθώς τον κρατάει μετέωρο ανάμεσα στον «γραπτό και τον άγραφο κόσμο» του συγγραφέα, δύο κόσμους ανάμεσα στους οποίους ο Ροθ αισθάνεται, καθώς λέει, να παλινδρομεί καθημερινά, πίσω μπρος, πίσω μπρος, μεταφέροντας καινούργιες πληροφορίες, λεπτομερείς οδηγίες, παραπλανητικά μηνύματα, απεγνωσμένες αναζητήσεις, απλοϊκές προσδοκίες, δύσκολες προκλήσεις… «Λες κι έχω αναδεχθεί», γράφει, «τον ρόλο του αγγελιαφόρου Βαρνάβα, στον οποίο ο Χωρομέτρης Κ. αναθέτει να ανεβοκατεβαίνει τον κακοτράχαλο οφιοειδή δρόμο που χωρίζει το χωριό και τον πύργο στο μυθιστόρημα που έγραψε ο Κάφκα, θέλοντας να μιλήσει για το πόσο δύσκολο είναι να φτάσεις στον προορισμό σου».

 

Πίσω μπρος, πίσω μπρος, σαν άλλος αγγελιαφόρος Βαρνάβας και ο μεταφραστής, πασχίζει να αποδώσει αυτήν την πλούσια, ακριβή και περίπλοκη πρόζα, τις λεπτές αποχρώσεις των διαθέσεων, τους υπαινιγμούς, τα λογοπαίγνια, μεταπίπτοντας αδιάκοπα από την ευφορία στην απογοήτευση, από την ικανοποίηση στην αμηχανία. Αν έφτασε στον προορισμό του χωρίς απώλειες, θα το κρίνει ο αναγνώστης.

 

……………………………………………………………………………………………………….

 

Της Ελένης Γιαννακάκη

Don Delillo

«Εσμεράλντα»

Διηγήματα, εκδόσεις Εστία

 

Αυτό που αγαπώ στον Ντελίλο γενικότερα είναι η έμφαση στη λέξη, στην τόσο σημαντική αυτή μονάδα του λόγου, η επίπονη, όπως δηλώνει ο ίδιος, επιλογή της λέξης, και, κατ’ επέκτασιν, ο επιμελώς φροντισμένος εσωτερικός ρυθμός της κάθε πρότασης. Δυστυχώς όλα αυτά τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να αποδοθούν επαρκώς μέσω της μετάφρασης -ιδανικά μεταφέρουμε ένα έργο όχι μόνο σε μια διαφορετική γλώσσα αλλά κυρίως σε μια διαφορετική κουλτούρα- καθώς συχνά δεν υπάρχουν αντίστοιχες νοηματικές, ηχητικές, ακόμη και οπτικές επιλογές στη γλώσσα/κουλτούρα προορισμού. Αγαπώ επίσης τους ήρωές του (τόσο στα μυθιστορήματά του όσο και στην εν λόγω συλλογή διηγημάτων): αντιηρωικοί, εσωστρεφείς, αγχωτικοί και μοναχικοί, άτομα του κλειστού χώρου, αλλοτριωμένα, που παραδέρνουν διχασμένα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, στη λογική και τη μεταφυσική, στο σώμα και το πνεύμα, στην επικοινωνία και τη σιωπή, καθώς πασχίζουν απεγνωσμένα να αποκαταστήσουν τη διασαλευμένη τάξη στις ζωές τους.

 

Στα διηγήματα της συγκεκριμένης συλλογής, της οποίας σημειωτέον δύο αναφέρονται εκτενώς στην Ελλάδα, οι θεματικές όπως και τα εκφραστικά μέσα ποικίλλουν: οι δυο αστροναύτες στο φουτουριστικό, επιστημονικής φαντασίας, «Ανθρώπινες στιγμές στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» χρησιμοποιούν μια ξύλινη techie jargon, στην αποκωδικοποίηση της οποίας ο αναγνώστης εξοικειώνεται σταδιακά, ενώ στο «Ο Αγγελος Εσμεράλντα», το καλύτερο κατά τη γνώμη μου κείμενο της συλλογής, ο λόγος, λεπτομερώς περιγραφικός και ταυτόχρονα έντονα λυρικός καθώς και συμπυκνωμένη εικονοποιία, αναπαριστά άριστα τη διαφορετική ψυχολογία των δύο καλογριών μπροστά στον βίαιο θάνατο της μικρής άστεγης. Τέλος, στο διήγημα «Η Φιλντισένια Ακροβάτισσα», ο ασθματικός, στακάτος λόγος και η αποστασιοποιημένη, σχεδόν αποπροσωποποιημένη, προοπτική αποδίδουν εκπληκτικά το χάσμα και το δέος ανάμεσα στην ευάλωτη νεαρή γυναίκα και το πανίσχυρο θηρίο του σεισμού στην Αθήνα του 1981.

 

Scroll to top